«Πιστεύω ότι τα τραπεζικά ιδρύματα είναι περισσότερο επικίνδυνα για τις ελευθερίες μας απ’ όσο οι ετοιμοπόλεμες στρατιές. Εάν ο αμερικανικός λαός επιτρέψει κάποτε στις ιδιωτικές τράπεζες να ελέγξουν τη χρηματική ρευστότητα, πρώτα με τον πληθωρισμό και ύστερα με την ύφεση, οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις που αναπτύσσονται γύρω από αυτέ, θα στερήσουν από το λαό όλη την περιουσία του, ώσπου κάποια μέρα τα παιδιά του θα ξυπνήσουν άστεγα στη γη που πάτησαν οι πατέρες τους». -Thomas Jefferson, 1802
«Είναι χειρότερο απ’ ό,τι μπορείτε να φανταστείτε», μου εμπιστεύτηκε ένα μέλος του Κογκρέσου, αναφερόμενο στην καθοδική πορεία της οικονομίας. «Εμείς δώσαμε όλα αυτά τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια στους τραπεζίτες για να τα δανείσουν και αυτοί ούτε τα δάνεισαν και εξακολουθούν να ζητάνε περισσότερα. Οι τραπεζίτες δε γνωρίζουν τι κάνουν και ούτε ο Τιμ Γκάιθνερ (υπουργός οικονομίας των ΗΠΑ) γνωρίζει τι κάνει. Όλοι ξέρουμε ότι αυτή είναι η χειρότερη οικονομική ύφεση της ζωής μας».
Ενώ ξεδιπλώνονται οι υπόγειες προσπάθειες που καταβάλει κάθε γερουσιαστής στην Ουάσιγκτον για να αρπάξει για την περιοχή ή την πολιτεία του κάτι από τον προϋπολογισμό, οι φτωχοί θα πρέπει να αρχίσουν να ανησυχούν. Έχουν ήδη χάσει ή πρόκειται να χάσουν σπίτια, δουλειά και υγειονομική περίθαλψη. Αυτοί που ανήκουν στην τάξη των πλουσίων εστιάζουν στο μεγαλύτερο πρόβλημά τους: στην ιδιοκτησία τους, η οποία, στις ηθικές τους αξίες, βρίσκεται ψηλότερα από τη ζωή και την ευημερία εκείνων που δεν έχουν τίποτα ή έχουν λίγα.
Οι υπόλοιποι κυρίαρχοι του σύμπαντος στη Γουόλ Στριτ εμμένουν στην ιδέα τού δικού τους αλάθητου. «Ο Ντούτσε έχει πάντα δίκιο», είπε o Μουσολίνι για τον εαυτό του πριν τον απαγχονισμό του.
Οι καπιταλιστές περιέργως πιστεύουν στον καπιταλισμό και έχουν καταβάλει όλη τους την ενέργεια στη διάδοση του όρου. Οι υποστηρικτές τους έχουν πείσει πολλούς εργαζόμενους ανθρώπους ότι ο καπιταλισμός και η αμερικανική σημαία πάνε μαζί. Ο καπιταλισμός σημαίνει ελευθερία, οπότε η ιδέα της εθνικοποίησης των τραπεζών φαντάζει στο μυαλό τους σαν ολοκαύτωμα.
Οι μεγάλοι τραπεζίτες και οι εταίροι τους συνδέονται με την πολιτική εξουσία, που βρίσκεται ένα βήμα από κάτω τους, πετώντας απλώς λεφτά στους πολιτικούς, οι οποίοι ευχαρίστως τα αρπάζουν. Επιχορηγούν, επίσης, προπαγανδιστικές θεωρίες, οι ειδικοί των οποίων αναλαμβάνουν να εξηγήσουν στον ευκολόπιστο λαό γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να βρίσκονται σε διαρκή πόλεμο για να διαδώσουν την ελευθερία (δηλαδή τον καπιταλισμό).
Μετρήστε τα θύματα αυτής της υπεροπτικής αντίληψης. Από τον πόλεμο της Κορέας το 1950-53, οι αμερικανικές δυνάμεις έχουν ανατρέψει βίαια – ή προσπάθησαν να ανατρέψουν – κυβερνήσεις στο Βιετνάμ, το Λάος, την Κολομβία, τη Χιλή, τη Δομινικανή Δημοκρατία, το Ελ Σαλβαδόρ, τη Νικαράγουα, τη Βραζιλία, το Ιράν και την Ινδονησία. Επιπλέον, ενθάρρυναν στρατιωτικά πραξικοπήματα σε πολλά άλλα κράτη στον τρίτο κόσμο.
Μέχρι την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης στις αρχές του 1990, ο πόλεμος ενάντια στον κουμμουνισμό δικαιολογούσε τις επεμβάσεις. Από τότε, το ρόλο του δαίμονα που πριν έπαιζαν οι κόκκινοι τώρα τον έχουν οι τρομοκράτες. Γι' αυτό το Αφγανιστάν και το Ιράκ προστέθηκαν στον κατάλογο των κρατών - θυμάτων, με το Πακιστάν να κινείται αργά προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι πόλεμοι – στο όνομα της προστασίας της ελευθερίας - κοστίζουν τις ζωές πολλών Αμερικανών ανδρών και γυναικών και ακόμη περισσότερων ντόπιων. Η ερώτηση για το αν άξιζε η θητεία σε οποιονδήποτε από τους πολέμους στην Κορέα, το Βιετνάμ και τον Περσικό Κόλπο, έχει καταστεί ισοδύναμη με την αμφισβήτηση της ίδιας της σημαίας.
Τα ίδια λόγια ακούγονται μουδιασμένα στην αρχή όλων των νέων πολέμων. Ο πρόεδρος ζητά από τους νέους να πολεμήσουν γιατί απειλείται η ελευθερία του έθνους. Έχοντας εκστομίσει τις μαγικές λέξεις, ο πρόεδρος στη συνέχεια αντλεί λεφτά από τους φορολογούμενους για να «κερδίσει» τη δίκαιη μάχη. Η επίσημη γλώσσα θεωρεί ότι «εμείς» είμαστε οι καλοί και αυτοί που μας αντιστέκονται είναι οι κακοί. Ακούστε τι είπε ο Ντέιβιντ Πετρέους, στρατηγός των αμερικανικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, σε Αμερικανούς και Ευρωπαίους που παρευρίσκονταν σε ένα συνέδριο για την ασφάλεια. «Για να κερδίσουμε τον Αφγανοπακιστανικό πόλεμο, χρειάζεται να ανακαλύψουμε και να διαχωρίσουμε τις αντιδραστικές από τις συμβιβαστικές φωνές, προσπαθώντας να δημιουργήσουμε τις συνθήκες που μπορούν να καταστήσουν τις “συμβιβαστικές” φωνές ως μέρος της λύσης του προβλήματος, ακόμα κι αν χρειαστεί να σκοτώσουμε, να αιχμαλωτίσουμε ή να εξαφανίσουμε τις αντιδράσεις" (Remarks at 45th Munich Security Conference, 8 Φεβρ. 2009). Φανταστείτε έναν κορυφαίο βρετανό στρατηγό το 1776 να κάνει παρόμοιες παρατηρήσεις στους συναδέλφους του σχετικά με τον πληθυσμό των αμερικανικών αποικιών.
Με τον όρο «συμβιβαστικές» φωνές εννοεί αυτούς που οι ΗΠΑ μπορούν να εξαγοράσουν ή να εκφοβίσουν ώστε να συνεργαστούν μαζί τους για την επίτευξη των στόχων τους. Κάποιοι θα μπορούσαν να τους αποκαλέσουν και προδότες. Στη συνέχεια, αφού οι αμερικανικές δυνάμεις αποσυρθούν και οι «φιλικά προσκείμενοι» σε αυτές γίνουν παρίες στην ίδια τους τη χώρα, η αμερικανική κυβέρνηση, συμβιβαστικά, ίσως να φέρει κάποιους από αυτούς στις ΗΠΑ, όπως έγινε με κάποια μέλη των Hmong μετά τον πόλεμο στο Βιετνάμ.
Ο Μπους έστειλε στρατιωτικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν τον Οκτώβριο του 2001 για να βρει και να σκοτώσει τον Οσάμα Μπιν Λάντεν. Με κάποιον τρόπο, η αρχική αυτή αποστολή μετατράπηκε σε μια προσπάθεια επιβολής των αμερικανικών αποφάσεων στους Αφγανούς. Αυτό δε λειτούργησε ούτε στην Κορέα ούτε στο Βιετνάμ ούτε και σε κανένα άλλο μέρος που οι αμερικανικές δυνάμεις προσπάθησαν να εξαγάγουν τον παρηκμασμένο τρόπο ζωής μας σε ανθρώπους με άλλη κουλτούρα. Κόστισε όμως πολύ ακριβά.
Η σκληρή πραγματικότητα, που δεν αναφέρθηκε από τα αμερικανικά μίντια, είναι ότι οι ΗΠΑ, παρά την τεχνολογική υπεροχή και τη στρατιωτική τους δύναμη δεν κέρδισαν στην Κορέα ή στο Βιετνάμ, πετσόκοψαν το Λάος και εγκατέλειψαν την Κολομβία σε τέτοια τραγική κατάσταση που οι αιμοσταγείς Κόκκινοι Χμερ κατόρθωσαν να πάρουν την εξουσία και να σφάξουν μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Παρόμοια, οι «ειδικοί» της πολιτικής της Ουάσιγκτον δε συνειδητοποίησαν το γεγονός ότι όλες οι υποκινούμενες από τη CIA δικτατορίες δεν άντεξαν πολύ. Πράγματι, οι συνέπειές τους στο Ιράν και στη Γουατεμάλα είναι ακόμη σε εξέλιξη.
Οι δικτατορίες στη Βραζιλία και τη Χιλή διάβρωσαν τη στρατιωτική εξουσία στις χώρες αυτές και έφεραν στην προεδρία σοσιαλιστές οι οποίοι αψήφησαν την Ουάσιγκτον, πράγμα το οποίο δε θα είχε επιτραπεί 50 χρόνια πριν. Αλλά πόσοι από τους ισχυρούς στην πρωτεύουσα αναρωτιούνται όταν φτάνει η στιγμή του προϋπολογισμού: πώς μπορούμε να αντέξουμε, οικονομικά, να δαπανάμε σε πολέμους, τους οποίους ποτέ δε φαίνεται να κερδίζουμε, ενώ η κατάσταση της οικονομίας μας είναι ουσιαστικά υπό κατάρρευση;
Ο τρέχον στρατιωτικός προϋπολογισμός συντηρεί: «268 βάσεις στη Γερμανία, 124 στην Ιαπωνία και 87 στη Νότια Κορέα. Άλλες είναι διασκορπισμένες ανά τον κόσμο σε μέρη όπως η Αρούμπα και η Αυστραλία, η Βουλγαρία και το Μπαχρέιν, η Κολομβία και η Ελλάδα, το Τζιμπουτί, η Αίγυπτος, το Κουβέιτ, το Κατάρ, η Ρουμανία, η Σιγκαπούρη και φυσικά το Γκουαντάναμο στην Κούβα - για να αναφέρω ενδεικτικά μόνο κάποιες. Ανάμεσα στις εγκαταστάσεις που θεωρούνται κριτικής σημασίας για την εθνική ασφάλειά της Αμερικής είναι ένα χιονοδρομικό κέντρο στις Βαυαρικές Άλπεις, κάποια θέρετρα στη Σεούλ και το Τόκυο και 234 γήπεδα γκολφ που διαχειρίζεται το Πεντάγωνο παγκοσμίως». (David Vine, The Costs of Empire: Can We Really Afford 1,000 Overseas Bases? FPIF, 10 Μαρτίου)
Όπως με διαβεβαίωσε μέλος του Κογκρέσου, «το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να αναχαιτίσει αυτή τη στρατιωτική δραστηριότητα είναι να συνειδητοποιήσει ο κόσμος πόσα πολλά σκορπάμε σε μια ανοησία. Αυτή πρόκειται να κοστίσει περισσότερα τρισεκατομμύρια δολάρια από αυτά που έχουμε δει σε αυτόν το γύρο εγγυήσεων προς τις τράπεζες. Ο κόσμος πρέπει να αρχίσει να ρωτάει για το στρατιωτικό προϋπολογισμό όπως ακριβώς ρωτάει για τα χρήματα που δίνονται στις τράπεζες. Όλες αυτές οι επενδύσεις εγγυώνται άραγε τη σταθερότητα;»
Οι πλούσιοι και οι ισχυροί σκέφτονται κυρίως πώς θα διατηρήσουν και θα αυξήσουν τον πλούτο και τη δύναμή τους. Ο πρόεδρος Ομπάμα πρέπει να συνειδητοποιήσει, ωστόσο, ότι η έκτακτη ανάγκη δεν του δίνει το δικαίωμα να κάνει αφαίμαξη μόνο στα δικά μας περιουσιακά μας στοιχεία, αλλά και στην περιουσία των πλουσίων, προκειμένου να αντιμετωπίσει εκείνες τις καταστάσεις που απειλούν το κοινό καλό.
Έχει γίνει προφανές σε εκατομμύρια ανθρώπους ότι το κράτος αντιμετωπίζει μια σοβαρή κρίση. Ένα χρόνο πριν, ποιος θα μπορούσε να προβλέψει ότι το Κογκρέσο θα χρηματοδοτούσε τράπεζες και τεραστίων διαστάσεων ασφαλιστικούς γίγαντες, η GM θα ακροβατούσε στο όριο της χρεοκοπίας και ο παραμυθένιος τρόπος ζωής μας θα αποτελούσε ανέκδοτο για εκατομμύρια από τις πρόσφατα χρεοκοπημένες οικογένειες.
Σύντομα, πολύς κόσμος θα αναρωτηθεί: αφού χρηματοδοτούμε τις τράπεζες, τότε δε θα έπρεπε να τις ελέγχουμε – ή ακόμη καλύτερα να περιέλθουν στην ιδιοκτησία μας; Οι τραπεζίτες τα θαλάσσωσαν. Γιατί πρέπει να παίρνουν τα λεφτά μας; Ίσως να αναρωτηθούν επιπλέον: γιατί πρέπει το Κογκρέσο να συνεχίζει να χρηματοδοτεί με περίπου 750 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο ένα μαζικό στρατιωτικό μηχανισμό ο οποίος δεν έχει κερδίσει κανέναν πραγματικό πόλεμο από το 1945;
O Saul Landau είναι μέλους του Institute for Policy Studies και συγγραφέας του A BUSH AND BOTOX WORLD (Counterpunch A/K). Οι ταινίες του είναι διαθέσιμες σε μορφή dvd στη διεύθυνση: www.roundworldproductions.com
Μετάφραση: Σοφία Παπαγιαννάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου