20/6/08

ΜΑΪΚΛ ΑΛΜΠΕΡΤ: ΥΠΗΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΕΛΙΤ

Απόσπασμα από τη συνέντευξή του στη Λύντια Σάρτζεντ -- Ιανουάριος 2008.

Ο Μάικλ Άλμπερτ είναι αμερικανός ακτιβιστής και συγγραφέας. Είναι απόφοιτος του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασσαχουσέτης (ΜΙΤ) και μαζί με τη Λύντια Σάρτζεντ έχουν ιδρύσει το πολιτικό ακτιβιστικό δίκτυο Znet και το περιοδικό Zmagazine. Έχει γράψει πολλά βιβλία και άρθρα και έχει αναπτύξει την οικονομική θεωρία της συμμετοχικής οικονομίας (participatory economics, PARECON), που περιγράφεται στο βιβλίο του, Η ζωή μετά τον καπιταλισμό (Parecon: Life after capitalism), σε μετάφραση του Ν. Ράπτη (Παρατηρητής, 2004). Στόχος ζωής του Άλμπερτ είναι η κατάργηση του καπιταλισμού ως κοινωνικό σύστημα και η εγκατάσταση της μετακαπιταλιστικής κοινωνίας.
Η Λύντια Σάρτζεντ είναι ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας και κινηματογραφίστρια. Συνιδρύτρια του δικτύου Ζ, γράφει τη στήλη Hotel Satire από το 1988.

Σ: Ποιοι ψηφίζουν τελικά στις εκλογές και γιατί είναι τόσο μικρός ο αριθμός τους;

Α: Θα έλεγα ότι ψηφίζει περίπου η μισή χώρα, το 50% του πληθυσμού. Φυσικά, αυτό σημαίνει ότι ο νικητής των εκλογών, ο οποίος τελικά λαμβάνει ποσοστό λίγο μεγαλύτερο από το μισό του 50%, εκλέγεται στην ουσία από το ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού, που τελικά τον ψηφίζει. Το να χαρακτηρίζει ο υποψήφιος την εκλογή του, λοιπόν, «μεγάλη νίκη» είναι κάπως προσβλητικό.

Γιατί όμως ψηφίζουν τόσο λίγοι άνθρωποι; Πραγματικά, πιστεύω για σωστούς λόγους. Πιστεύω ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν συμμετέχει στη ψηφοφορία, επειδή θεωρεί ότι την Τρίτη, την ημέρα δηλαδή των εκλογών, δεν αξίζει τον κόπο να σηκωθεί κάποιος και να πάει να ψηφίσει. Αυτή είναι μια προκλητική δήλωση, αν τη σκεφτείς καλά. Διότι δεν είναι και τόσο κουραστικό να σηκωθεί κάποιος και να πάει να ψηφίσει. Αλλά τι έχει να κερδίσει, αν ψηφίσει; Πραγματικά, πολύ λίγα εάν θεωρήσει κανείς ότι: (α) ψηφίζει κάποιον που δεν ενδιαφέρεται για το δικό του καλό και (β) οι άνθρωποι που ψηφίζει δεν λένε την αλήθεια.

Μπορείς να παρομοιάσεις την εκλογή προέδρου με την εκλογή ενός διευθυντή φυλακών, ο οποίος πρόκειται να διαχειριστεί τη ζωή σου χωρίς να εξετάζει τα δικά σου συμφέροντα, αλλά μόνο τα συμφέροντα κάποιων ψηφοφόρων, άσχετων με σένα, δηλαδή των πλούσιων και εύπορων ανθρώπων. Ενδεχομένως να αποφασίσεις ότι θέλεις να ψηφίσεις κάποιον οπωσδήποτε, επειδή ο ένας υποψήφιος διευθυντής φυλακών είναι καλύτερος από τον άλλο. Ή ενδεχομένως να αποφασίσεις ότι είναι πολύ γκροτέσκ να δώσεις την ψήφο σου σε κάποιον που σου προκαλεί πόνο και σε βασανίζει. Για τους λόγους αυτούς, μπορεί να αποφασίσεις να μην συμμετέχεις στην ψηφοφορία.

Δεν νομίζω ότι αυτό είναι τόσο παράλογο. Αυτό που το κάνει εξωφρενικό είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ψηφίζουν με βάση την ουσία των ζητημάτων. Οι περισσότεροι ψηφίζουν αυτόν που συμπαθούν περισσότερο, αυτόν που ηχεί καλύτερα στ’ αυτιά τους, αυτόν που τους κάνει να αισθάνονται καλύτερα σε σχέση μ’ αυτόν που τους κάνει να αισθάνονται άβολα. Γιατί το κάνουν αυτό; Θα πω ξανά ότι οι λόγοι τους είναι σωστοί. Ο υποψήφιος πρόεδρος βρίσκεται καθημερινά μπροστά στα μάτια των ψηφοφόρων και, επομένως, αυτοί μπορούν να κρίνουν κατά πόσο συμπαθούν την προσωπικότητά του ή όχι, τον τρόπο ομιλίας του κτ.λ. Αν κρίνεις έναν υποψήφιο με βάση την ουσία, τότε κάνεις μία κρίση βασισμένη στα ψέματα – όλοι το γνωρίζουμε αυτό. Έτσι, το εξυπνότερο δεν είναι να εξετάζει κάποιος την ουσία των θέσεων των υποψηφίων, αλλά μόνο τις προσωπικότητές τους και τον τρόπο έκφρασής τους. Αυτά, τουλάχιστον, θα συνεχίσουν να είναι τα ίδια κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών της διακυβέρνησης. Η ουσία των θέσεών τους μπορεί να αλλάξει πολύ γρήγορα, ανάλογα με τις απαιτήσεις της πραγματικής εκλογικής τους βάσης, που δεν είναι άλλη από τους πλούσιους και ισχυρούς.

Σ: Δηλαδή, οι εκλογές στις ΗΠΑ δεν είναι δημοκρατικές και δίκαιες, ώστε ο καλύτερος υποψήφιος να κερδίζει στο τέλος; Αυτό θέλεις να πεις;

Α: Όχι μόνο οι εκλογές δεν είναι δημοκρατικές και δίκαιες, αλλά υπάρχουν και πολύ λίγοι άνθρωποι στις ΗΠΑ που πιστεύουν το αντίθετο. Δύο χαρακτηριστικά σημεία: Αυτή τη στιγμή, στις Ηνωμένες Πολιτείες τα δύο τρίτα του πληθυσμού είναι ενάντια στον πόλεμο. Αν η κυβέρνηση λειτουργούσε σύμφωνα με τη θέληση του λαού, θα τερμάτιζε αμέσως τον πόλεμο. Αλλά η κυβέρνηση δεν λειτουργεί σύμφωνα με τη θέληση του λαού, αλλά σύμφωνα με τα συμφέροντα της ελίτ, δηλαδή του 20% του πληθυσμού και ειδκά του 2%, που είναι και οι πιο πλούσιοι. Έτσι αν 50%, ή 60%, ή 70% του πληθυσμού θέλουν την πολιτική Χ (π.χ. απόσυρση από το Ιράκ, πλήρη υγειονομική περίθαλψη ή οτιδήποτε άλλο), αυτό το γεγονός από μόνο του δεν είναι αρκετό να οδηγήσει στην εφαρμογή της πολιτικής αυτής.

Η δεύτερη ερώτηση είναι πώς κερδίζουν τις εκλογές αυτοί οι υποψήφιοι. Σίγουρα, δεν τις κερδίζουν με βάση την ουσία των ζητημάτων και το γνωρίζουν αυτό. Οι υποψήφιοι στην πραγματικότητα ανταγωνίζονται για το ποιος θα βρει καλύτερους χορηγούς και ποιος θα αντιμετωπίζεται με τον καλύτερο τρόπο από την ελίτ των ΜΜΕ. Ενώ ο λαός παραμένει σημαντικός παράγοντας για το εκλογικό αποτέλεσμα – χρειάζεται να βρεθούν οι άνθρωποι που κινούν τα νήματα—το σημαντικότερο είναι να βρεθούν οι χρηματοδοτήσεις που θα τους δώσουν τη δυνατότητα να πλάσουν σωστή δημόσια εικόνα, ώστε να μοιάζουν πάντα πρόσχαροι και να εμπνέουν τα πλήθη. Όσο περισσότερα χρήματα έχουν, τόσο καλύτερα μπορούν να εξαπατήσουν και να χειραγωγήσουν τα ΜΜΕ με τα χρήματα που διαθέτουν και με τις σωστές γνωριμίες μέσα στο χώρο.

Σ: Επομένως, εάν κάποιος, σαν τον υποψήφιο των Ρεμπουμπλικάνων Χάκαμπι, θέλει να αναθεωρήσει το σύνταγμα, έτσι ώστε να αντανακλά για παράδειγμα «τη θέληση του Θεού», οι ψηφοφόροι δεν θα γνωρίζουν αυτές τις απόψεις του, αλλά θα βλέπουν μόνο το απλό στυλ που έχει η προσωπικότητά του;

Α: Όχι, ακριβώς. Μερικοί υποψήφιοι για την προεδρία εκφράζουν περιστασιακά απόψεις που πραγματικά πιστεύουν. Υποπτεύομαι ότι ο Χάκαμπι πραγματικά πιστεύει ότι ο Θεός και η θρησκεία πρέπει να εξουσιάζουν τις ζωές των ανθρώπων. Νομίζω ότι ο Κούσινιτς, για παράδειγμα, εκφράζει αυτά που πιστεύει. Δεν θεωρώ ότι λειτουργεί με βάση αυτά που θέλει να ακούσει η πλειοψηφία των ψηφοφόρων, οι χορηγοί ή τα ΜΜΕ, ούτε ότι προσπαθεί να φτιάξει το προφίλ του, έτσι ώστε να κερδίσει τις εκλογές ανεξάρτητα από τα πιστεύω του. Αλλά αυτοί οι υποψήφιοι δεν έχουν πιθανότητα εκλογής στο πολιτικό μας σύστημα, το οποίο βασίζεται στις επενδύσεις – δηλαδή στη χρηματοδότηση των υποψηφίων από τους πλουσίους – και στη θετική, ως και ενθουσιώδη προβολή των υποψηφίων από τα ΜΜΕ.

Σ: Ποια είναι η γνώμη σας για τα «πρωτοκλασσάτα» στελέχη των κομμάτων, για τις επιλογές, δηλαδή, της ελίτ και των ΜΜΕ;

Α: Σε ότι αφορά τους υπόλοιπους υποψηφίους, οι διαφορές είναι οριακές και είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος τι πιστεύουν, διότι οι υποψήφιοι δεν λένε όλη την αλήθεια σχετικά με το τι πρόκειται να πραγματοποιήσουν, όταν εκλεγούν. Ακόμη και αν προσπαθούσαν να πουν την αλήθεια, ο πρόεδρος δεν είναι κάποιος δικτάτορας. Ο πρόεδρος είναι μέρος ενός συστήματος και η λειτουργία του ρυθμίζεται από δυνάμεις μέσα στο σύστημα, από ομάδες υποστηρικτών οι οποίες ασκούν σημαντικό έλεγχο στην πολιτική του προέδρου ή ακόμη και στις επιθυμίες του.

Σ: Μπορείς να φανταστείς μία εκλογική διαδικασία στην οποία θα συμμετέχουν πολλοί ψηφοφόροι; Όπου θα ψήφιζε, ας πούμε, το 89% του πληθυσμού των ΗΠΑ, όπως συμβαίνει στη Βενεζουέλα;

Α: Ναι. Αλλά για να συμβεί αυτό, οι ψηφοφόροι θα πρέπει να έχουν την αίσθηση ότι κάτι σημαντικό διακυβεύεται στις εκλογές. Θα πρέπει να διευκρινίσω, εδώ, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το διακύβευμα ορισμένων εκλογών είναι πραγματικά σημαντικό. Έτσι, αν κάποιος υποψήφιος μάς έλεγε ότι θα ήθελε να καταργήσει την απόφαση της υπόθεσης Ρόι-Γουέιντ , κατά πάσα πιθανότητα θα μιλούσε ειλικρινά. Αν κάποιος άλλος έλεγε ότι θα τη διατηρούσε σε ισχύ ή ότι θα επέκτεινε τη φεμινιστική ατζέντα, πιθανότατα θα μιλούσε ειλικρινά. Έτσι, για ορισμένα ζητήματα, όπως οι εκτρώσεις, ο έλεγχος των όπλων και ο γάμος μεταξύ ομοφυλοφίλων, ενδεχομένως οι υποψήφιοι να λένε την αληθινή άποψή τους. Επομένως, έχει κάποιο νόημα για τον ψηφοφόρο να επιλέξει τον υποψήφιο που θα ψηφίσει με βάση την άποψή του για τα ζητήματα αυτά.

Αλλά για τα μεγάλα οικονομικά ζητήματα ή για τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, οι υποψήφιοι απλά λένε ψέμματα. Δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα σ΄αυτά που λένε στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου και σ΄αυτά που στην πραγματικότητα κάνουν ή μπορούν να κάνουν, όταν εκλεγούν.

Τώρα ας φανταστούμε ότι έχουμε εκλογές, όπου υπάρχουν δύο υποψήφιοι με τελείως διαφορετικές θέσεις και οι οποίοι είναι αναγκασμένοι με κάποιο τρόπο να πουν την αλήθεια στο λαό. Και, επίσης, ας υποθέσουμε ότι θα έλεγαν ακριβώς αυτά που θα εφάρμοζαν, εφόσον θα εκλέγονταν. Έτσι, θα έπρεπε να επιλέξουμε ένα από τα δύο προγράμματα που πραγματικά θα εφαρμοζόταν στη επόμενη τετραετία.

Ας υποθέσουμε ότι ο Χάκαμπι, και οι υπόλοιποι σαν αυτόν, έχουν δίκιο και ότι υπάρχει Θεός, ο οποίος λέει: «Οι επόμενες εκλογές θα είναι διαφορετικές», οι δύο υποψήφιοι θα είναι ο Χάκαμπι και ο Κούσινιτς. Ή, αν προτιμάς, οι δύο υποψήφιοι θα είναι ο Μπους και ο Τσόμσκι. Ή βάλτε στη θέση των δύο υποψηφίων όποια ονόματα εσείς επιθυμείτε. Δηλαδή θα υπάρχουν δύο υποψήφιοι—ο ένας εκ των οποίων θα υπηρετεί τα συμφέροντα του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού και ο άλλος θα υπηρετεί τα συμφέροντα της ελίτ, των πλουσίων και των ισχυρών. Ας υποθέσουμε ότι ο λαός θα έχει άπλετο χρόνο να μάθει την αλήθεια για τους δύο υποψηφίους και ότι οι εκλογές θα γίνονταν με δίκαιο τρόπο και ότι ο νικητής θα εφάρμοζε τις πολιτικές που υποστήριξε στην προεκλογική περίοδο. Αν λοιπόν πραγματοποιόταν μία τέτοια εκλογική αναμέτρηση, στην οποία οι άνθρωποι γνώριζαν τι διακυβεύεται, τότε νομίζω ότι όλοι θα ψήφιζαν. Αλλά είναι αδύνατο, ακόμη και να συλλάβουμε την ιδέα, ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο στις ΗΠΑ.

Ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση ανακοίνωνε ότι: «Σε τρεις μήνες από σήμερα, θα κάνουμε ένα δημοψήφισμα για τον πόλεμο στο Ιράκ». Αν ο αμερικανικός λαός αποφανθεί στο δημοψήφισμα ότι «πρέπει να αποχωρήσουμε από το Ιράκ», θα αποχωρήσουμε. Αν ο αμερικανικός λαός μάς δώσει εντολή «να μείνουμε στο Ιράκ», θα μείνουμε. Στο μεταξύ, άνθρωποι από όλο το φάσμα της κοινωνίας –στρατιώτες που έχουν συμμετάσχει στον πόλεμο και τον απορρίπτουν, αλλά και αυτοί που τον υποστηρίζουν, άνθρωποι που ανήκουν στο χώρο της αριστεράς ή άλλοι που υποστηρίζουν τη δεξιά – θα έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν την άποψή τους και να επιχειρηματολογήσουν υπέρ των θέσεων που υποστηρίζουν. Θα έχουμε την ευκαιρία να μάθουμε ποιο είναι το πραγματικό κόστος του πολέμου σε χρήμα και σε ανθρώπινες ζωές. Και μετά θα ψηφίσουμε. Σε μία τέτοια περίπτωση, λοιπόν, είμαι σίγουρος ότι όλοι θα ψήφιζαν. Αλλά τέτοιες εκλογές δεν γίνονται, διότι η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του αμερικανικού λαού.

Σ: Πιστεύεις ότι αν είχαμε αναβάθμιση της εκλογικής διαδικασίας, θα συμμετείχαν περισσότεροι ψηφοφόροι σ’ αυτή;

Α: Όχι. Ας υποθέσουμε ότι πρόκειται να σε μαστιγώσει κάποιος 40 φορές και εσύ ψηφίζεις για το άτομο που πρόκειται να σε μαστιγώσει! Θα μπορούσες να αναλογιστείς πολλές παραμέτρους που ενδεχομένως θα έπαιζαν ρόλο ή παράγοντες που θα προκαλούσαν σύγχυση. Αλλά αυτό που έχει σημασία είναι ότι οι περισσότεροι ψηφοφόροι θεωρούν πως, ανεξάρτητα από το ποιος θα κερδίσει, ο λαός θα μαστιγωθεί 40 φορές. Επομένως, δεν νομίζω ότι παίζει ρόλο η διαδικασία εκλογής των αντιπροσώπων που τελικά εκλέγουν τον πρόεδρο. Αυτές οι διαδικασίες αφορούν μόνο τους ισχυρούς, δηλαδή πώς θα καταφέρουν αυτοί να διαχειριστούν τους αδύνατους και μη έχοντες, και ταυτόχρονα να προωθήσουν και τα συμφέροντά τους. Φυσικά, οι ισχυροί έχουν διαφορές και γι’ αυτό συγκρούονται μεταξύ τους στις εκλογές και επιλέγουν μεταξύ διαφόρων υποψηφίων ή κομμάτων.

Σ: Περιγράψτε τον τρόπο με τον οποίο οι υποψήφιοι προσπαθούν να κερδίσουν τις εκλογές. Ποιες είναι οι στρατηγικές τους;

Α: Αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι να κερδίσουν τον αγώνα των χρηματοδοτήσεων, να πείσουν δηλαδή τους πλούσιους να συμμετέχουν ως χορηγοί στην προεκλογική τους εκστρατεία. Στη συνέχεια, σημασία έχει να κερδίσουν την προσοχή των ΜΜΕ και να διατηρήσουν ζωντανή την υποστήριξη του λαού που προκύπτει σε μεγάλο βαθμό λόγω της δραστηριότητάς τους στα ΜΜΕ, όπου λένε πράγματα τα οποία αρέσουν στο λαό ή τουλάχιστον δεν τον προκαλούν, χρησιμοποιώντας στοιχεία από τις δημοσκοπήσεις.
Αυτά που δεν πρέπει να κάνουν είναι προφανή. Ας υποθέσουμε ότι ένα τυχαίο άτομο είναι υποψήφιο για την προεδρία. Το οποίο δεν έχει 6.000 συμβούλους ούτε την αφρόκρεμα των διανοουμένων για να του χαράξουν μία στρατηγική, αλλά από μόνο του θα χάραζε τη στρατηγική του, δηλαδή θα προσπαθούσε να βρει τι χρειάζεται να κάνει για να κερδίσει τις εκλογές. Αναλύει λοιπόν τις προηγούμενες εκλογές και ανακαλύπτει ότι 50% των ψηφοφόρων δεν ψηφίζουν. Τι πρέπει, επομένως, να κάνει για να κερδίσει τις εκλογές; Η απάντηση μοιάζει να είναι πολύ εύκολη. Θα πρέπει να προσελκύσει αυτό το 50%, το οποίο δεν ψηφίζει. Διότι, αν το 50% το οποίο ψηφίζει συνεχίσει να μοιράζεται στα δύο κόμματα, όπως συνήθως συμβαίνει σε όλες σχεδόν τις εκλογικές αντιπαραθέσεις μέχρι σήμερα, τότε αυτό που πραγματικά πρέπει να κάνει αυτός ο υποψήφιος είναι να απευθυνθεί στο 50% που δεν ψηφίζει και να πείσει ένα λογικό αριθμό από αυτούς να ψηφίσουν, και έτσι να εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ.

Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι κανένας υποψήφιος δεν το κάνει αυτό. Γιατί όμως; Διότι για να πείσεις αυτό το 50% να συμμετέχει στην εκλογική αναμέτρηση, θα πρέπει να τους πείσεις ότι λες την αλήθεια και ότι αν εκλεγείς θα εφαρμόσεις πολιτικές οι οποίες θα βελτιώσουν τη ζωή των ασθενέστερων και φτωχότερων κοινωνικών τάξεων του εκλογικού σώματος. Θα πρέπει, δηλαδή, να τους πείσεις ότι είσαι ειλικρινής. Και όχι μόνο αυτό, αλλά θα πρέπει σε όλη αυτή τη διαδικασία να τους εμπνεύσεις και να τους εμψυχώσεις, να τους δώσεις κάποιο κίνητρο να σε ψηφίσουν. Αυτό, όμως, είναι επικίνδυνο. Μπορεί, έτσι, να τους προκαλέσεις να δουν τι πραγματικά συμβαίνει στην κοινωνία. Ενδεχομένως να τους μεταδώσεις την αίσθηση ότι πρέπει να έχουν λόγο για την κοινωνία και ότι ο λόγος τους έχει δύναμη. Έτσι, μπορεί να προκαλέσεις την αληθινή συμμετοχή των ανθρώπων στα κοινά ή έστω να τους κάνεις να αποζητήσουν την πραγματική συμμετοχή, τουλάχιστον κάποιοι απ’ αυτούς.

Και τα δύο κόμματα σήμερα είναι τελείως αντίθετα σ’ αυτό. Στην ουσία πρόκειται για έναν αγώνα μποξ, στον οποίο οι δύο πυγμάχοι συμφωνούν να μην χρησιμοποιήσουν το ένα χέρι. Αν ο ένας από τους δύο πυγμάχους χρησιμοποιούσε το δεύτερο χέρι, τότε αυτός σίγουρα θα νικούσε. Αλλά τα δύο κόμματα έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους να μην κάνουν τίποτα που θα μπορούσε να διεγείρει το ενδιαφέρον των ανθρώπων που δεν ψηφίζουν και να τους ωθήσει να συμμετέχουν στη διαδικασία και να υποστηρίξουν κάποιον συγκεκριμένο υποψήφιο.

Όταν κάτω από παράξενες συνθήκες διαφαίνεται η πιθανότητα κάποιος υποψήφιος να πραγματοποιήσει αυτό που αναφέρω, τότε τα ΜΜΕ τείνουν να τον καταστρέψουν. Διότι αυτά δεν ενδιαφέρονται να εμπνεύσουν το λαό και να τον ωθήσουν να συμμετέχει στη ζωή της κοινωνίας, έτσι ώστε να ωφεληθεί το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού.
Η απάντησή μου για τη στρατηγική των υποψηφίων, λοιπόν, είναι σε γενικές γραμμές η ακόλουθη: Γοήτευσε τους πλούσιους και ισχυρούς ανθρώπους και κάνε τους να σου δώσουν τα λεφτά τους. Μην εκνευρίζεις τα ΜΜΕ. Αν μπορείς, γοήτευσε τα ΜΜΕ, ώστε να σε παρουσιάσουν έτσι όπως πρέπει, για να πετύχεις τον σκοπό σου, δηλαδή να εξαπατήσουν τον κόσμο και να τον κάνουν να σε ψηφίσει. Με κανένα τρόπο δεν πρέπει να προσελκύσεις την πλειοψηφία του πληθυσμού· με κάνενα τρόπο δεν πρέπει να γοητεύσεις το 50% του πληθυσμού που δεν ψηφίζει.

Είναι λυπηρό. Είναι γκροτέσκ. Δεν έχει καμία σχέση με τη δημοκρατία. Δεν έχει καμία σχέση με τη συμμετοχή. Έχει να κάνει μόνο με το Χόλυγουντ. Όλα γίνονται για το θεαθήναι. Και ο λαός τα ανέχεται, γιατί αισθάνεται ότι δεν υπάρχει άλλη πραγματική, εναλλακτική λύση.

Μετάφραση: Νίκος Στυλόπουλος
Δημοσιεύτηκε στη Βαβυλωνία #46

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναγνώστες