20/6/08

ΝΟΑΜ ΤΣΟΜΣΚΙ: ΗΠΑ: ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Απόσπασμα από τη συνέντευξή του στον Γκάμπριελ Σκίβον, Φεβ. 2008

Ο Νόαμ Τσόμσκι είναι καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο ΜΙΤ. Γεννημένος το 1928, είναι ίσως ένας από τους πιο αξιοσέβαστους διανοούμενους του 20ου αιώνα και ακούραστα παλεύει για δικαιοσύνη και ειρήνη, ενώ έχει πλούσιο συγγραφικό έργο. Στην Ελλάδα έχουν εκδοθεί αρκετά βιβλία του: Αποτυχημένες Πολιτείες (Πατάκης, 2007), Γλώσσα και Νους (Πολύτροπον, 2008), Κέρδος και Πολίτης (Καστανιώτης, 2005) και πολλά άλλα.
Ο Γκάμπριελ Σκίβον είναι εκδότης των εντύπων Days Beyond Recall Alternative Media και Literary Journal. Τα άρθρα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Πρόσφατα του απονεμήθηκε το βραβείο 2007 Frederica Hearst Prize for Lyrical Poetry, ενώ είναι και ενεργό μέλος της Διεθνούς Αμνηστίας και πολλών άλλων ακτιβιστικών οργανώσεων.

I. ΙΡΑΚ: Η ΕΝΤΙΜΗ ΛΥΣΗ
Σ: Οπουδήποτε και αν βρεθεί κάποιος, σε πανεπιστήμια, γυμνάσια ή κολλέγια, ακόμα και στις στάσεις λεωφορείων και σε εστιατόρια, αυτό που ακούγεται είναι ότι ο πόλεμος στο Ιράκ είναι για τις ΗΠΑ ένα «τέλμα» και ένα «δαπανηρό αδιέξοδο». Ο λαός έχει την άποψη ότι ο πόλεμος αυτός είναι ο πόλεμος των Ρεπουμπλικάνων και κατηγορεί την κυβέρνηση Μπους για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε την κατοχή του Ιράκ. Η κοινωνία θεωρεί ότι τώρα πλέον, αφού ήδη βρισκόμαστε εκεί, δεν μπορούμε να φύγουμε· ότι είναι δική μας ευθύνη να λύσουμε το πρόβλημα που εμείς δημιουργήσαμε, διότι αν φύγουμε θα κάνουμε την κατάσταση ακόμη χειρότερη, επειδή θα ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος. Τι λες λοιπόν για όλα αυτά τα επιχειρήματα, που φαίνεται να έχουν άρρηκτη σχέση το ένα με το άλλο; Και ποιά λύση, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως έντιμη, θα πρότεινες: διεθνή μέτρα, άμεση απόσυρση ή και τα δύο;

Τ: Η θέση των ειρηνόφιλων φιλελεύθερων, κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, διατυπώθηκε καθαρά από τον Άρθουρ Σλέσιγκερ, ιστορικό και σύμβουλο του Κένεντι, όταν πια ο πόλεμος είχε γίνει πάρα πολύ δαπανηρός για τις ΗΠΑ και είχαν αρχίσει τα «γεράκια» του πολέμου να μετατρέπονται σε «περιστέρια» της ειρήνης. Έγραψε χαρακτηριστικά ότι «εμείς προσευχόμαστε» να δικαιωθούν τα γεράκια, που πιστεύουν στην επιθετική τακτική, και αν γίνει αυτό ίσως να «εξυμνήσουμε τη φρόνηση και την πολιτική ικανότητα της αμερικανικής κυβέρνησης», εφόσον μας οδηγήσει στη νίκη, ακόμη και αν αφήσουμε πίσω μας μόνο συντρίμμια. Αλλά αυτή η τακτική πιθανώς δεν θα λειτουργήσει, και, επομένως, θα πρέπει να ξανασκεφτούμε τη στρατηγική στο σύνολό της. Αυτές οι αρχές, όπως και όλη η συλλογιστική, ισχύουν και σήμερα στο ζήτημα της εισβολής στο Ιράκ.

Δεν υπάρχει καμία «έντιμη λύση» για έναν επιθετικό πόλεμο – για το «χειρότερο διεθνές έγκλημα», το οποίο διαφέρει από τα υπόλοιπα πολεμικά εγκλήματα των ΗΠΑ, αφού εμπεριέχει όλα τα αρνητικά τού «προληπτικού πολέμου», όπως ακριβώς περιγράφεται στη διατύπωση του δικαστηρίου της Νυρεμβέργης κατά την καταδίκη των Ναζί. Μπορούμε να επιδιώξουμε, απλώς, τη λύση που είναι λιγότερο απεχθής. Και πρέπει να σημειώσουμε μερικές θεμελιώδεις αρχές που ισχύουν στις περιπτώσεις αυτές, όπως, για παράδειγμα ότι οι επιτιθέμενοι δεν έχουν κανένα δικαίωμα παρά μόνο ευθύνες.

Οι ευθύνες μας συνίστανται στο να καταβληθούν οι τεράστιες αποζημιώσεις για τη ζημιά που έχουν προκαλέσει οι ΗΠΑ, να καταδικαστούν οι υπεύθυνοι για τα εγκλήματα, και να δοθεί μεγάλη προσοχή στις επιθυμίες των θυμάτων. Στην περίπτωση του πολέμου στο Ιράκ, ξέρουμε τις επιθυμίες τους αρκετά καλά. Οι δημοσκοπήσεις έχουν φέρει στην επιφάνεια στοιχεία, παρόμοια με εκείνα που αναφέρθηκαν από αμερικανικές στρατιωτικές πηγές το Δεκέμβριο, βάσει μίας μελέτης εμπειρογνωμόνων, εστιασμένης στα προβλήματα αυτής της χώρας. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, λοιπόν, οι Ιρακινοί από διάφορες περιοχές και από όλες τις κοινωνικές τάξεις έχουν «κοινή πεποίθηση» ότι: Η αμερικανική εισβολή είναι υπεύθυνη για τη βία, την τρομοκρατία και άλλες φρικιαστικές καταστάσεις, και οι εισβολείς πρέπει να αποσύρουν τα στρατεύματά τους και να φύγουν από το Ιράκ, αφήνοντας τη χώρα, ή ότι έχει απομείνει απ’ αυτή, στους Ιρακινούς.

Καταδεικνύει πολλά για το ηθικό και πνευματικό επίπεδο του πολιτισμού μας, το γεγονός ότι αυτή η πεποίθηση των Ιρακινών, αν και είναι γνωστή, δεν λαμβάνεται υπόψη στα βαθυστόχαστα και περιεκτικότατα άρθρα των ΜΜΕ, τα οποία αναφέρονται στις διαθέσιμες επιλογές της Ουάσιγκτον. Και, επιπλέον, αυτό το εξωφρενικό γεγονός ούτε καν σχολιάζεται, αφού θεωρείται φυσιολογικό.

II. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ
Σ: Ας συζητήσουμε για το ρόλο που παίζουν οι διανοούμενοι σ’ αυτή την υπόθεση. Θα απευθύνω μία ερώτηση η οποία, ενδεχομένως, να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους φοιτητές. Έχεις διατυπώσει την άποψη ότι τα σημαντικότερα κίνητρα για να ενσωματωθεί κάποιος στο ακαδημαϊκό σύστημα αυτής της χώρας, το οποίο είναι κατά ένα μεγάλο ποσοστό υποχείριο των μεγάλων συμφερόντων, είναι το γόητρο, οι οικονομικές απολαβές, καθώς επίσης και η πρόσβαση στη δύναμη και την εξουσία. Ποιά στοιχεία έχεις παρατηρήσει εσύ κατά τη θητεία σου στο πανεπιστήμιο, που να υποστηρίζουν αυτή την άποψη για το αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα;

Τ: Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως τα πανεπιστήμια, δεν είναι απομονωμένα από την κοινωνία. Η ύπαρξή τους στηρίζεται σε εξωτερικούς πόρους που προέρχονται από την κοινωνία. Στηρίζονται στο κράτος και στις εισφορές, κυρίως, των πλουσίων. Το κράτος και οι πλούσιοι συνδέονται πολύ στενά μεταξύ τους. Έτσι, τα πανεπιστήμια είναι μέρος ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος, και αντανακλούν, με αυτή την έννοια, ένα συγκεκριμένο τρόπο κατανομής της ισχύος. Είναι ενσωματωμένα στο σύστημα αυτό. Και, επομένως, η προσπάθεια για ανεξάρτητα πανεπιστήμια— ή για ανεξάρτητη, ανατρεπτική σκέψη- απαιτεί ένα σκληρό αγώνα. Είναι ένας αγώνας ενάντια στις αντίξοες κοινωνικές συνθήκες.

Και είναι αλήθεια, αυτό που είπατε είναι σωστό, παρέχονται αμοιβές και προνόμια σε περίπτωση συμμόρφωσης με το κατεστημένο, αλλά υπάρχουν και άλλα πολλά που αξίζει να αναφερθούν. Όπως, για παράδειγμα, τιμωρίες, καταχρήσεις εξουσίας, απολύσεις κ.τ.λ., που υφίσταται οποιοσδήποτε σηκώνει το ανάστημά του ενάντια στο σύστημα εξουσίας. Και οι δύο αυτοί παράγοντες (ανταμοιβή και τιμωρία) παίζουν ρόλο. Έτσι, διεξάγεται ένας συνεχής αγώνας για την κατάκτηση αλλά και τη διατήρηση της ανεξαρτησίας του πανεπιστημίου, και είναι ένας σκληρός αγώνας.

Μερικές φορές κάποιοι υποστηρίζουν ότι τα πανεπιστήμια πρέπει να παραμένουν ουδέτερα, ότι δεν θα πρέπει να παίρνουν θέση στα διάφορα κοινωνικά ζητήματα. Αυτή η άποψη έχει την αξία της και θα επιθυμούσα να τη δω να εφαρμόζεται ίσως, όμως, σε κάποιο αφηρημένο σύμπαν. Αλλά σε αυτόν τον πλανήτη, στις παρούσες συνθήκες, η θέση αυτή συνεπάγεται συμμόρφωση με τον τρόπο με τον οποίο κατανέμεται η εξουσία σήμερα έξω από το πανεπιστήμιο.

Θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, πτυχές της οποίας είναι ακόμη πολύ ζωντανές στο πανεπιστήμιο όπου εργάζομαι. Αλλά, ας προσπαθήσουμε ταυτόχρονα να δούμε τα πράγματα από κάποια απόσταση, έτσι ώστε να μπορούμε να τα εξετάσουμε πιο καθαρά. Πίσω στη δεκαετία του '60, στο πανεπιστήμιό μου, το MIT, το τμήμα πολιτικών επιστημών πραγματοποιούσε μελέτες, στις οποίες συμμετείχαν φοιτητές και καθηγητές, πάνω στο θέμα της αντιμετώπισης της εξέγερσης του λαού στο Βιετνάμ. Εντάξει, αυτό αντανακλούσε την κατανομή δυνάμεων στην κοινωνία. Οι ΗΠΑ έχουν εμπλακεί στην καταστολή της εξέγερσης στο Βιετνάμ, επομένως αποτελεί πατριωτικό μας καθήκον να βοηθήσουμε. Ένα ελεύθερο και ανεξάρτητο πανεπιστήμιο θα είχε πραγματοποιήσει μελέτες, προκειμένου να ανακαλύψει τρόπους, με τους οποίους οι φτωχοί αγρότες θα μπορούσαν να αντισταθούν στην επίθεση μίας αρπακτικής υπερδύναμης. Μπορείτε να φανταστείτε πόση υποστήριξη θα είχαν λάβει τέτοιες μελέτες. Όμως, το γεγονός αυτό δείχνει σε τι μετατρέπεται η «ουδετερότητα», όταν εφαρμόζεται στο πανεπιστήμιο— όταν το ιδανικό αυτό, που είναι σωστό ως ιδανικό, μπαίνει σε εφαρμογή χωρίς βαθύτερη σκέψη. Τελικά καταλήγει να σημαίνει απλώς συμμόρφωση στις επιταγές των ισχυρών.

Αλλά ας δούμε και μία σύγχρονη υπόθεση. Σήμερα, υπάρχει μεγάλη ανησυχία για την περίπτωση να κατέχει το Ιράν πυρηνικά όπλα. Ας συζητήσουμε, όμως, και πάλι για το ζήτημα αυτό με βάση το πανεπιστήμιο στο οποίο εργάζομαι. Στη δεκαετία του '70 το Ιράν ήταν κάτω από το ζυγό ενός βάναυσου τυράννου, τον οποίο οι ΗΠΑ και η Μ.Βρετανία είχαν επιβάλει με τη δύναμη των όπλων, με μία στρατιωτική χούντα που έδιωξε τη δημοκρατική κυβέρνηση. Έτσι, το Ιράν ήταν τότε σύμμαχος. Και πολιτικοί της κυβέρνησης, όπως ο Χένρυ Κίσιγκερ, ο Ντικ Τσέινι, ο Ντόναλντ Ράμσφελντ, ο Πολ Γούλφοβιτς και άλλοι, υποστήριζαν και απαιτούσαν από το Ιράν να αναπτύξει πυρηνική υποδομή και να αποκτήσει πυρηνική ενέργεια, το οποίο σήμαινε ουσιαστικά να βρεθεί ένα βήμα πριν από τη δημιουργία πυρηνικών όπλων. Το πανεπιστήμιό μου, το MIT, συμφώνησε με το Σάχη του Ιράν, το δικτάτορα δηλαδή, να εκπαιδεύσει ιρανούς μηχανικούς στην πυρηνική ενέργεια. Ήταν η δεκαετία του '70. Υπήρξαν τεράστιες φοιτητικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας ενάντια σ’ αυτή την απόφαση. Αλλά η διαμαρτυρία ήταν πολύ μικρή από την πλευρά των καθηγητών. Στην πραγματικότητα, οι καθηγητές ενέκριναν την απόφαση αυτή. Και τελικά εφαρμόστηκε. Για την ακρίβεια, μερικοί από τους ανθρώπους που διευθύνουν σήμερα τα πυρηνικά προγράμματα στο Ιράν είναι πτυχιούχοι του MIT. Τελικά, είναι το πανεπιστήμιο ουδέτερο αναφορικά με τέτοια ζητήματα; Όχι· ουσιαστικά, προσαρμόζεται στα συμφέροντα των ισχυρών. Σ’ αυτή την περίπτωση, όπως είπα πριν, το πανεπιστήμιο εξυπηρέτησε τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα που είχαν οι ισχυροί και το κεφάλαιο, αλλά οι μακροχρόνιες συνέπειες ήταν αρκετά επιβλαβείς για τους ίδιους ακριβώς ανθρώπους.

Ο Χένρυ Κίσιγκερ, ο οποίος έχει τουλάχιστον την αρετή της τιμιότητας, ρωτήθηκε από την εφημερίδα Ουάσιγκτον Ποστ, για ποιο λόγο αντιτίθεται τώρα στα ίδια προγράμματα του Ιράν, στη θέσπιση των οποίων συνέβαλε καθοριστικά κατά τη δεκαετία του '70, όταν ήταν στην κυβέρνηση. Και είπε, με απόλυτη ειλικρίνεια, ότι τότε οι Ιρανοί ήταν σύμμαχοι, είχαν ανάγκη την πυρηνική δύναμη. Τώρα είναι εχθροί και, επομένως, δεν χρειάζονται την πυρηνική ενέργεια.

Είναι μεν απόλυτα κυνικός, αλλά τουλάχιστον, και ευτυχώς, είναι απόλυτα ειλικρινής. Πρέπει, όμως, και τα πανεπιστήμια να υποστηρίζουν αυτή τη θέση;

III. ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ: ΔΙΑΡΡΗΞΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΕΣΜΩΝ
Σ: Από την εποχή της λεγόμενης «ανασυγκρότησης», αμέσως μετά τον τυφώνα Κατρίνα το 2004, μια από τις πολιτικές πρωτοβουλίες που ανέλαβε η κυβέρνηση Μπους ήταν η διάλυση της δημόσιας σχολικής εκπαίδευσης της Νέας Ορλεάνης. Οι Τάιμς της Νέας Υόρκης ανέφεραν ότι ακόμα και εκείνοι που είχαν τη δυνατότητα να επιστρέψουν στη Νέα Ορλεάνη, τα παιδιά και οι οικογένειές τους, επέστρεφαν σε μία «πολύ διαφορετική» Νέα Ορλεάνη, όπου είχαν απολυθεί σχεδόν 7000 υπάλληλοι δημόσιων σχολείων και είχε συγκροτηθεί «ένα μικρότερο εκπαιδευτικό σύστημα που, ως επί το πλείστον, αποτελούνταν από δημόσια σχολεία τα οποία διαχειρίζονταν ιδιώτες (σχολεία charter)». Ποιές είναι, κατά τη γνώμη σου, οι επιπτώσεις της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων πόρων, όπως για παράδειγμα της εκπαίδευσης ή της υγειονομικής περίθαλψης, των τηλεπικοινωνιών, της κοινωνικής ασφάλισης κλπ.;

Τ: Στο ζήτημα που θέτεις υπάρχουν, ουσιαστικά, δύο βασικές συνιστώσες, οι οποίες αποτελούν θεμελιώδη χαρακτηριστικά της εσωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Μπους και των αντιλαϊκών πολιτικών γενικότερα. Μία από αυτές τις συνιστώσες, για να το θέσω απλά, είναι η προσπάθεια του Μπους να βάλει όσα περισσότερα δολάρια μπορεί στις τσέπες των πλούσιων φίλων του: δηλαδή να αυξήσει τα κέρδη των πλουσίων – να αυξήσει τον πλούτο και τη δύναμη του συγκεντρωμένου ιδιωτικού κεφαλαίου. Αυτή είναι η μία κινητήρια δύναμη της πολιτικής Μπους. Η άλλη συνιστώσα είναι η προσπάθεια να διαλύσει τους κοινωνικούς δεσμούς, που γεννούν τη συμπόνια και την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων. Η διάρρηξη αυτή συμβάλλει και στη μεταφορά των κερδών και των διαδικασιών λήψης αποφάσεων στα χέρια της συγκεντρωτικής ιδιωτικής εξουσίας. Με τον τρόπο αυτό υποβαθμίζονται οι ανθρώπινες σχέσεις συμπόνιας και αλληλεγγύης.

Πάρτε για παράδειγμα την κοινωνική ασφάλιση. Αυτή είναι βασισμένη στους δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων. Εάν σήμερα κάποιος στην ηλικία σου (ένας νέος για παράδειγμα στην τρίτη δεκαετία ζωής) έχει ένα μισθό, αυτός πληρώνει για την ευημερία και την επιβίωση των ατόμων της γενιάς των γονιών σου. Και, εντάξει, αυτό αποτελεί ένα φυσιολογικό γεγονός. Εάν, όμως, θέλει κάποιος να αυξήσει τον έλεγχο της συγκεντρωτικής ιδιωτικής εξουσίας, θα πρέπει να ξεριζώσει αυτή την ιδέα από το μυαλό των ανθρώπων. Πρέπει να δημιουργήσει το είδος εκείνο των ανθρώπων για το οποίο μίλησε η Άιν Ραντ, δηλαδή ανθρώπους, οι οποίοι να ενδιαφέρονται μόνο για την ατομική τους ευημερία και να μην νοιάζονται καθόλου για τον συνάνθρωπό τους. Πρέπει δηλαδή να σκέφτεστε ως εξής: «Γιατί πρέπει να νοιαστώ εγώ για εκείνη την ανάπηρη γυναίκα που κατοικεί στην άλλη άκρη της πόλης και η οποία δεν έχει φαγητό να φάει; Δεν είναι δικό μου σφάλμα. Είναι δικό της πρόβλημα. Αυτή και ο σύζυγός της δεν επένδυσαν σωστά. Δεν δούλεψε όσο σκληρά έπρεπε, επομένως, γιατί πρέπει να με ενδιαφέρει, αν θα πεθάνει από την πείνα;» Προκειμένου η ανεύθυνη, συγκεντρωμένη στους λίγους, ιδιωτική δύναμη να ενισχυθεί και να εξουσιάσει ακόμη περισσότερο τον κόσμο, πρέπει οι άνθρωποι να μετατραπούν σε παθολογικά τέρατα, που να σκέφτονται με αυτόν τον τρόπο. Αυτά τα δύο πράγματα πηγαίνουν μαζί.

Τα παιδιά μου τυχαίνει να μην είναι μαθητές σε κάποιο τοπικό σχολείο - ήταν πριν από χρόνια, αλλά τώρα έχουν όλα ενηλικιωθεί. Έτσι, ακολουθώντας το συλλογισμό της ελίτ θα έλεγα: «Καλά, γιατί πρέπει να πληρώνω κι εγώ φόρους; Τα παιδιά μου δεν πηγαίνουν στο σχολείο και επομένως δεν έχω να κερδίσω τίποτα. Γιατί πρέπει να νοιαστώ εγώ κατά πόσο το παιδί που ζει στο απέναντι σπίτι πηγαίνει ή όχι στο σχολείο;» Οι άνθρωποι μπορούν να μετατραπούν σε παθολογικά τέρατα, που να σκέφτονται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Και η εξάλειψη της δημόσιας σχολικής εκπαίδευσης είναι ένα κομμάτι αυτής της διαδικασίας.

Το δημόσιο σχολικό σύστημα είναι ένα δείγμα αλληλεγγύης, συμπόνιας και γενικού ενδιαφέροντος των ανθρώπων για το καλό του συνόλου –ακόμα και εάν κάποιος συγκεκριμένα δεν ωφελείται προσωπικά. Υπάρχει ένα παθολογικό ρεύμα που ονομάζεται φιλελευθερισμός, το οποίο θέλει να οδηγήσει στην εξάλειψη του δημόσιου σχολικού συστήματος και να σας μετατρέψει σε παθολογικά τέρατα, να νοιάζεστε μόνο για τους εαυτούς τους. Και αυτό είναι ένα δείγμα υποβάθμισης της δημοκρατίας και υποβάθμισης της δημοκρατικής συμπεριφοράς, δηλαδή της αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων και της κοινωνικής αντιμετώπισης των κοινωνικών ζητημάτων.

Αλλά ας εξετάσουμε την περίπτωση της κατάργησης ολόκληρου του δημόσιου σχολικού συστήματος. Αυτό, άραγε, δεν μοιάζει με όσα συμβαίνουν στις χώρες του τρίτου κόσμου, όπου εκείνοι που έχουν τη δυνατότητα να αντέξουν το οικονομικό κόστος στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, ενώ το μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού δεν έχει πρόσβαση σε καμία εκπαίδευση; Δεν είναι αυτή μία κατεύθυνση προς την οποία ωθεί τη χώρα η ισχυρή ιδιωτική εξουσία;

Υπάρχουν σημαντικές δυνάμεις που οδηγούν τη χώρα προς αυτή την κατεύθυνση, εκτός από τις αντιδραστικές πολιτικές του Μπους, και οι οποίες επιδιώκουν να ενισχύσουν τους πλουσίους και να αφήσουν τους υπόλοιπους ανθρώπους να προστατεύονται μόνοι τους, όπως μπορούν.

Πάρτε για παράδειγμα την εξάρτηση της χρηματοδότησης του δημόσιου σχολικού συστήματος από το φόρο ακίνητης περιουσίας. Στα προηγούμενα χρόνια, όταν οι τοπικές κοινωνίες δεν ήταν τόσο αισθητά διαχωρισμένες σε πλούσιους και φτωχούς, αυτό ήταν λίγο-πολύ αποδεκτό. Σήμερα, η πολιτική αυτή σημαίνει ότι τα πλούσια προάστια θα έχουν τα καλύτερα σχολεία σε σχέση με τις φτωχές, αστικές ή αγροτικές περιοχές. Και αυτή είναι μόνο η αρχή. Η ελίτ των προαστίων, που απλώς εργάζεται στο κέντρο της πόλης, δεν είναι υποχρεωμένη να πληρώνει φόρους, για να κρατήσει την πόλη βιώσιμη. Αυτό το φορτίο πέφτει δυσανάλογα επάνω στους φτωχούς. Μελέτες, που αφορούν τα δημόσια μέσα μεταφοράς, έχουν δείξει ότι οι φτωχότεροι επιχορηγούν τους πλουσιότερους και πιο προνομιούχους. Και τα νομοθετικά μέτρα αυτού του είδους αυξάνονται διαρκώς.

IV. ΜΕ ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΝΕΡΟΥ: ΑΚΤΙΒΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ
Σ: Για το τέλος, θα ήθελα να αναφερθώ στις εναλλακτικές λύσεις που υπάρχουν, στους ανθρώπους που προσπαθούν να ανακαλύψουν την πραγματικότητα και να ψάξουν για απαντήσεις, που βλέπουν πέρα από την προπαγάνδα και προσπαθούν να αναπτύξουν αλληλεγγύη, να ξεκινήσουν κινηματικές προσπάθειες. Το παρακάτω είναι ένα καλό απόσπασμα, το οποίο διάβασα τυχαία, και ενδεχομένως να αποτελεί ένα καλό ερέθισμα. Προέρχεται από τον ξεχωριστό μυθιστοριογράφο E.M Φόρεστερ, ο οποίος έγραψε στα αρχικά στάδια του Β΄Π.Π., το 1939, στο δοκίμιό του Τι Πιστεύω: «Δεν πιστεύω στην πίστη. Αλλά η σημερινή εποχή είναι μία εποχή πίστης, και υπάρχουν τόσες πολλές φανατικές πεποιθήσεις, ώστε για λόγους αυτοάμυνας ο καθένας μας πρέπει να διατυπώσει τη δική του θεώρηση. Ανοχή, μεγαλοψυχία και συμπόνια… σε έναν κόσμο ο οποίος κατέχεται από θρησκευτικές και φυλετικές διακρίσεις, σε έναν κόσμο όπου η άγνοια κυβερνά, και η επιστήμη, η οποία όφειλε να έχει επικρατήσει, παίζει υποτακτικό ρόλο». Και επαναλαμβάνει: «Ανοχή, μεγαλοψυχία και συμπόνια – είναι τα σημαντικά στοιχεία, και αν δεν θέλουμε η ανθρώπινη φυλή να καταρρεύσει, αυτά τα στοιχεία πρέπει να έρθουν στο προσκήνιο σύντομα».

Ποια στοιχεία, τα οποία αναφέρονται από το συγγραφέα, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε, σχετικά με την εξεύρεση εναλλακτικών λύσεων για το μέλλον και την οργάνωση της κοινωνίας;

Τ: Συνεχώς μου υποβάλλονται ερωτήσεις όπως αυτή, λαμβάνω ίσως και δώδεκα σχετικά emails κάθε ημέρα ή τέτοια θέματα προκύπτουν συχνά σε συζητήσεις, και πάντοτε δεν ξέρω τι να απαντήσω. Όχι επειδή δεν μπορώ να σκεφτώ μία απάντηση, αλλά επειδή ξέρω ότι όλοι μας γνωρίζουμε την απάντηση. Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις στο ζήτημα αυτό, δεν υπάρχει κανένας μυστηριώδης τρόπος προσέγγισης του ζητήματος. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι ότι ακριβώς κάναμε και στο παρελθόν και μας οδήγησε στην πρόοδο και στην επιτυχία. Ζούμε σε έναν πιο πολιτισμένο κόσμο από αυτόν στον οποίο ζούσε ακόμα και ο Φόρεστερ, όταν έγραφε τις απόψεις αυτές.

Δείτε για παράδειγμα το ζήτημα των δικαιωμάτων της γυναίκας ή τον αγώνα ενάντια στα βασανιστήρια, ή ακόμη και ενάντια στη βία, τις περιβαλλοντικές ανησυχίες ή την αναγνώριση μερικών από τα εγκλήματα της ιστορίας μας, όπως αυτό που επιτελέστηκε στο γηγενή πληθυσμό της Αμερικής. Και θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ακόμη περισσότερα τέτοια θέματα. Σ’ αυτούς τους τομείς έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος, επειδή άνθρωποι, όπως αυτοί που εργάζονται στα εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης ή εκείνοι που αθόρυβα οργανώνονται κοινωνικά, συγκροτούν κοινότητες και δρουν πολιτικά, προσπαθούν να κάνουν κάτι.

Και οι τρόποι με τους οποίους μπορεί κάποιος να προσφέρει στον αγώνα δεν είναι μυστηριώδεις. Πρέπει απλώς να προσπαθήσετε να αναπτύξετε έναν κριτικό και ανοικτό τρόπο σκέψης και πρέπει να είστε πρόθυμοι να αξιολογήσετε και να αμφισβητήσετε τις συμβατικές πεποιθήσεις, να τις δεχτείτε αν τελικά αποδειχτούν έγκυρες, αλλά να τις απορρίψετε αν, όπως συμβαίνει άλλωστε τόσο συχνά, εξυπηρετούν απλώς τις εξουσιαστικές δομές. Και να συνεχίσετε έπειτα με εκπαιδευτικές και άλλες οργανωτικές δραστηριότητες, ανάλογα με τις περιστάσεις. Δεν υπάρχει μία και μοναδική φόρμουλα αλλά πολλοί εναλλακτικοί τρόποι. Και σταδιακά, με την πάροδο του χρόνου, τα πράγματα βελτιώνονται. Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι ακόμη και ο σκληρότερος βράχος θα διαβρωθεί από τη συνεχή και σταθερή ροή σταγόνων νερού. Τέτοιοι είναι οι τρόποι με τους οποίους πραγματοποιείται η κοινωνική αλλαγή και δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Οι τρόποι αυτοί είναι σκληροί, απαιτητικοί, γεμάτοι προκλήσεις και συχνά απαιτούν θυσίες. Αλλά αυτό ακριβώς πρέπει να κάνουμε για έναν καλύτερο κόσμο.

Μετάφραση: Ελπίδα Σαμαράκη

Δημοσιεύτηκε στη Βαβυλωνία #46

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναγνώστες