28/1/09

Ζ__ΒΑΒΥΛΩΝΙΑ #51 Ιαν.09

«Τα λόγια είναι πιο δυνατά από τα όπλα»

Δημήτρης Κωνσταντίνου

Κάθε χρόνο, το χριστουγεννιάτικο δέντρο στέκεται στη μέση της πλατείας, συμβολίζοντας την αγοραία ευημερία. Κοροϊδεύει κατάμουτρα τους μετανάστες και το ένα τρίτο της υπόλοιπης κοινωνίας που φυτοζωούν δίνοντας τη δυνατότητα της ψεύτικης καλοπέρασης στα υπόλοιπα δύο τρίτα. Ένα αίσθημα άγριας ικανοποίησης φούντωσε στις καρδιές μας, βλέποντας το σύμβολο της υποκρισίας να λαμπαδιάζει. Η οργή των απλών ανθρώπων για τη δολοφονία ενός παιδιού από το κράτος συνάντησε τα μακροχρόνια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μίγμα. Τα συστατικά της εξέγερσης ήταν περισσότερο συμβολική βία και λιγότερο πολιτική. Ανάλογα είναι και τα οφέλη που κληρονομήσαμε.

Ο πολιτικός απολογισμός είναι θετικός, αλλά θα μπορούσε να είναι και καλύτερος. Οι δρόμοι γέμισαν από ανθρώπους που διαδήλωναν για πρώτη φορά στη ζωή τους, και η νέα γενιά, που πρωταγωνίστησε στα γεγονότα, έβαλε τις βάσεις για ένα πιο αγωνιστικό μέλλον από το παρόν μας. Πέρα από τις καταλήψεις σχολείων και πανεπιστημίων, το στοιχείο της κατάληψης και άλλων δημόσιων χώρων (όπως γραφεία ΓΣΕΕ ή ραδιοτηλεοπτικών σταθμών), έστω και συμβολικά, μπήκε στη ζωή μας, μαζί με τον αντιεξουσιαστικό λόγο που έστω και σε μικρές δόσεις κατάφερε να παρεισφρήσει στην τηλεοπτική καθημερινότητα. Ταυτόχρονα, η παγκόσμια αλληλεγγύη, ακολουθώντας μια παράδοση που χτίστηκε τα τελευταία χρόνια, μας έδωσε και πάλι ένα ελπιδοφόρο μήνυμα για το μέλλον.

Ως ένα σημείο, όμως, η άσκοπη βία επισκίασε την πολιτική. Αλάνθαστα ο Βάλτερ Μπένγιαμιν διαχωρίζει την κρατική-νόμιμη βία σε δύο κατηγορίες: τη διανοούμενη βία που θεσπίζει δίκαιο, που ορίζει το νόμιμο και το ηθικό, τον κανόνα και την εξαίρεση, και την εργαλειακή-αστυνομική βία που υπηρετεί το δίκαιο αυτό.[1] Ο αληθινός αντίπαλος των απανταχού αδικημένων και στερημένων είναι η πρώτη βία που κρύβεται πίσω από τους ειδικούς φρουρούς της.

Βεβαίως, το τηλεοπτικό Θέαμα διψά για βία και απόγνωση, και η οργή όπως εκφράστηκε από εκατοντάδες αυθόρμητα εξεγερμένους ανθρώπους τού έκανε το χατίρι. Έπαιξε το παιχνίδι τού Θεάματος και στόμωσε τα μυαλά της μάζας με εικόνες καταστροφής και χάους. Η ελληνική κοινωνία, όμως, συνεχίζει να πιστεύει στα κόμματα και ότι «μια αδικία είναι καλύτερη από μια αναταραχή» (Paul Elyar). Η στιγμή της ολικής ρήξης θα αργήσει πολύ να έρθει.[2] Ίσως να μην έρθει και ποτέ, έτσι όπως την φαντάζονται πολλοί. Η επανάσταση δεν είναι κεραυνός εν αιθρία, είναι οι διαρκείς επιμέρους ρήξεις, και ας επιλέγουμε εμείς κάποια ρήξη ως ορόσημο. Τα Σοβιέτ του ’17, η Ισπανία του ’36 ή κι ο Μάης του ’68 ήταν αποτέλεσμα πολυετών ζυμώσεων. Τέτοιων που, δυστυχώς, η Ελλάδα δεν γνώρισε ακόμη. Η συνείδηση των Ελλήνων σήμερα είναι έτοιμη να κινητοποιηθεί ενάντια στο λιθάνθρακα, υπέρ των φυλακισμένων ή εναντίον του ρατσισμού, αλλά δεν διανοείται την κατάργηση του κοινοβουλίου, τη συμβουλιακή αυτοοργάνωση, την ελευθερία. Ίσως σε έναν τέτοιον αγώνα-ορόσημο, όταν η κοινωνία αποφασίσει να καταργήσει κάθε αντιπροσωπευτική κυβέρνηση ως χούντα των πολιτικών, τότε η βία να γίνει αναγκαίο μέσο. Η ανατροπή, πάντως, ή θα είναι μαζικά κοινωνική ή θα είναι καταπιεστική.

Σε κάθε περίπτωση, ο κλασικός θεωρητικός του πολέμου και της βίας, Καρλ φον Κλαούσεβιτς, στο έργο του «Περί Πολέμου», ξεκαθαρίζει ότι για να έχει νόημα η εφαρμογή της βίας, πρέπει να έχει κάποιον συγκεκριμένο σκοπό, ο οποίος να είναι πολιτικός. Γι’ αυτό έλεγε χαρακτηριστικά πως ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Η βία για τη βία δεν προσφέρει τίποτα και σπαταλά το ανεκτίμητο ανθρώπινο δυναμικό. Οι απανταχού Ραβασόλ μόνο κακό έκαναν στις ανθρωπιστικές ιδέες που, κατά τ’ άλλα, χρειάστηκαν αιματηρές θυσίες ανά τους αιώνες για να διατηρηθούν ζωντανές στη συνείδηση των ανθρώπων.

Πέραν αυτού, όμως, και το ιδεώδες της αναρχίας είναι η κατάργηση της βίας και της καταπιεστικής εξουσίας του ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο, σε όλα τα πεδία. Γι’ αυτό ο Λουίτζι Φάμπρι αντιλαμβάνεται τη βία ως εργαλείο της αστικής θεωρίας και όχι της αναρχικής. Τη θεωρεί καθαρά αστική επίδραση που είναι αποτελεσματική μόνο κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες.[3]

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο μελετητής Τζιν Σαρπ αφιέρωσε τη ζωή του στο ζήτημα και μας διαφωτίζει.[4] Στην προσπάθειά τους να ανατρέψουν ένα καθεστώς οι επαναστάτες μπαίνουν στον πειρασμό να μεταχειριστούν βία ενάντια στο κράτος. Αλλά αυτή, συνήθως, δεν έχει αποτέλεσμα, διότι είναι το πεδίο δράσης του καθεστώτος, το οποίο πάντα κατέχει υπέρτερα εργαλεία βίας (εξοπλισμό και προπαγανδιστική εκμετάλλευση) και γι’ αυτό επιθυμεί τη βίαιη αντιπαράθεση. Ο Σαρπ, όμως, αντιτίθεται και στους ειρηνιστές, λέγοντας: «Νομίζουν ότι θα ξεφορτωθούν τον πόλεμο, αρνούμενοι απλώς να συμμετάσχουν οι ίδιοι σ’ αυτόν και διαδηλώνοντας. Όχι! Ξεφορτώνεσαι τον πόλεμο, όταν οι άνθρωποι μπορούν να πράξουν κάτι άλλο που να είναι πιο αποτελεσματικό».

Ο Σαρπ καταγράφει λεπτομερώς 198 μη βίαιες μεθόδους δράσης και αντίστασης. Τις χωρίζει σε τρεις κατηγορίες: Μη βίαιη διαμαρτυρία και προπαγάνδα, άρνηση συνεργασίας και μη βίαιη παρέμβαση. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι πορείες, οι διαδηλώσεις, οι συνηθισμένες καταλήψεις χώρων, οι καθιστικές διαμαρτυρίες, οι συγκεντρώσεις, οι αγρυπνίες, οι «καταδιώξεις-σκιές» αξιωματούχων, τα φυλλάδια, οι προκηρύξεις και οι φάρσες. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα μποϋκοτάζ κάθε είδους, οι απεργίες ή η μείωση παραγωγικότητας, οι ανταρσίες. Τέλος, στην τρίτη κατηγορία προκαλείται πιο ανοικτά ο αντίπαλος. Σ’ αυτήν ανήκουν συγκεκριμένες καθιστικές διαμαρτυρίες, τα μη βίαια μπλοκαρίσματα δρόμων ή χώρων, η μη βίαιη εισβολή ή ακόμη και η παράλληλη διακυβέρνηση.

Πάμπολλα είναι τα ιστορικά παραδείγματα που αποδεικνύουν την αξία της μη βίαιης δράσης. [5] Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η Ινδία του Γκάντι το 1930, για την οποία ο Σαρπ, μελετώντας τα γεγονότα, αντιλήφθηκε έκπληκτος ότι απέρριπταν τη βία όχι εξαιτίας της χριστιανικής αντίληψης που προστάζει να γυρίζεις και το άλλο μάγουλο όταν σε χαστουκίζουν, αλλά καθαρά λόγω αποτελεσματικότητας. Άλλα τρανταχτά τέτοια παραδείγματα είναι οι δάσκαλοι της Νορβηγίας στα χρόνια του φασίστα Κουίσλινγκ, οι γυναίκες-σύζυγοι ημιεβραίων στο Βερολίνο το 1943, η ανατροπή του Ουμπίκο στη Γουατεμάλα το 1944 και του δικού μας Παπαδόπουλου το 1973, ο αγώνας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τη δεκαετία του ’60, το κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, η υπονόμευση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου από ακτιβιστές στο Σηάτλ το 1999, κ.ά.

Φυσικά, η μη βίαιη δράση απαιτεί λεπτομερειακό σχεδιασμό: στοχοποίηση μιας συγκεκριμένης αδικίας, προσπάθεια συνομιλίας με τον αντίπαλο, ακριβή εστίαση της μη βίαιης επίθεσης, δημόσια προπαγάνδιση του σκοπού της δράσης, εκπόνηση σχεδίου και μία οργάνωση που θα το εκτελέσει. Η μη βίαιη δράση είναι πολύ δυσκολότερη από τη βία και οι δράστες πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να υποστούν αρκετά, προκειμένου να προωθήσουν το σχέδιό τους. Τα όπλα τους είναι η επιμονή, η αλληλεγγύη και η πειθαρχία. Η τακτική αυτή αναδεικνύει τη βία των καταπιεστών με τον καλύτερο τρόπο, και αυτό μπορεί να προκαλέσει τη ριζική μεταστροφή απόψεων και τη συστράτευση του κόσμου. Η πιο σημαντική πηγή της κοινωνικής δύναμης είναι πάντα ο αριθμός και η ένταση με την οποία συμμετέχει ο πληθυσμός στο κίνημα.

Στα ατράνταχτα πορίσματα της ανθρωπολογίας και μέσα στον πεσιμισμό του Μ. Χορκχάιμερ διακρίνω μια ελπίδα: «Η αιωνιότητα του αυταρχικού κράτους είναι τόσο αληθινή, όσο και η αιώνια αρμονία της οικονομίας της αγοράς».[6] Μετά από τόσες προ-καπιταλιστικές κοινωνίες, απομένει να το επαληθεύσουμε και μετακαπιταλιστικά. Αλλά για να το πετύχουμε αυτό, ας θυμηθούμε τον Μαλατέστα, που μας έμαθε την αξία της προπαγάνδας, και τον Αλμπέρ Καμί, που έγραψε μετά τον Β’ Π.Π.: «Τα επόμενα χρόνια, σ’ ολόκληρη την υφήλιο, θα διεξαχθεί ένας ατέρμονος αγώνας μεταξύ της βίας και της ειρηνικής πειθούς… Από δω και πέρα, η πιο αξιοπρεπής στάση θα είναι να ρισκάρουμε τα πάντα σε ένα φοβερό στοίχημα: ότι τα λόγια είναι πιο δυνατά από τα όπλα».[7]




[1] Walter Benjamin, Για μια κριτική της Βίας (εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα, 2002).

[2] «Πολιτική Συγκυρία και Εκλογικές Τάσεις», VPRC-Δεκέμβριος 2008, στο http://www.tvxs.gr/v1904

[3] Luigi Fabri, Αστικές Επιδράσεις στον Αναρχισμό (εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος).

[4] Gene Sharp, The Politics of Nonviolent Action (Porter Sargent, 1973).

[5] Ibid.

[6] Max Horhaimer, Το Αυταρχικό Κράτος (εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, 2000).

[7] Από άρθρο στην εφημερίδα Combat, 1945. Στο βιβλίο του Howard Zinn, «Declarations of Independence», Harper Collins, 1990.





To Αποτέλεσμα της Μάχης του Σηάτλ

Μαρκ Ένγκλερ

Οι διαδηλώσεις του 1999 ενάντια στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) ήταν αρκετά δραματικές για να εμπνεύσουν τη δημιουργία μίας νέας ταινίας, αλλά είχαν, άραγε, κάποια ουσιαστικά αποτελέσματα;

Εννιά χρόνια μετά την επίσκεψη του ΠΟΕ στο Σηάτλ, ένα νέο φιλμ δημιουργήθηκε με θέμα τις ιστορικές διαμαρτυρίες που προκάλεσε η σύνοδος του Οργανισμού εκεί. Ο κινηματογραφιστής της ταινίας «Battle in Seattle[1]», Στιούαρτ Τάουνσεντ, σύμφωνα με πρόσφατη δήλωσή του, ήθελε μέσω της ταινίας να δείξει τι είναι αυτό «(που χρειάζεται) προκειμένου να επέλθει κοινωνική αλλαγή πραγματική και με νόημα».

Η ερώτηση αυτή είναι γνωστό σε όλους ότι είναι δύσκολη. Στην ταινία, χαρακτήρες σαν τον Τζέι (βετεράνος οικολόγος ακτιβιστής που είχε βιώσει μία τραγωδία παλιότερη δράση), τον οποίο υποδύεται ο Μάρτιν Χέντερσον, και τη Λου (σκληροτράχηλη ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των ζώων), την οποία υποδύεται η Μισέλ Ροντρίγκεζ, λογομαχούν για την αποτελεσματικότητα της διαμαρτυρίας. Ακόμη και όταν κατεβαίνουν στους δρόμους του Σηάτλ, και αντιμετωπίζουν πάνοπλους μπάτσους που παίρνουν διαταγές από έναν ηθικά προβληματισμένο και αναποφάσιστο δήμαρχο, αναρωτιούνται εάν οι ενέργειές τους μπορούν να έχουν κάποιο αποτέλεσμα.

Γενικά, η αντίδραση πολλών Αμερικανών είναι η απόρριψη των διαδηλώσεων χωρίς δεύτερη σκέψη· υποστηρίζοντας ότι οι διαδηλωτές απλώς εκτονώνονται και δεν πετυχαίνουν τίποτα. Αλλά αν υπάρχει μία περίπτωση που αποδεικνύει το αντίθετο, αυτή είναι το Σηάτλ.

Οι κινητοποιήσεις ενάντια στον ΠΟΕ δέχτηκαν κριτική από την αρχή. Σύμφωνα με την καυστική παρατήρηση του χαρακτήρα τον οποίο υποδύεται ο Άντρε Μπέντζαμιν στην ταινία, ακόμη και ο τίτλος «Μάχη στο Σηάτλ» κάνει τις διαμαρτυρίες να ακούγονται περισσότερο «σαν κάποιο απ’ αυτά τα ράλι φορτηγών αυτοκινήτων», και λιγότερο σαν κάποιο σοβαρό πολιτικό γεγονός. Την ώρα που οι διαδηλώσεις λάμβαναν χώρα και η αστυνομία ήταν απασχολημένη συλλαμβάνοντας γύρω στους 600 ανθρώπους, ο αρθρογράφος Τόμας Φρίντμαν των Τάιμς της Ν. Υόρκης δημοσίευε το διάσημο πλέον άρθρο του, όπου υποστήριζε ότι εξαπατημένοι ακτιβιστές απλώς «έψαχναν να πάρουν τη δόση τους από το ναρκωτικό των σίξτις». Αυτή η μορφή απόρριψης συνεχίστηκε και μετά την πρεμιέρα της ταινίας. Μία κριτική στο περιοδικό Seattle Weekly απορριπτικά ζητούσε: «Θυμίστε μου πάλι τι πέτυχαν πραγματικά αυτές οι διαμαρτυρίες ενάντια στον ΠΟΕ».

Ενώ ο κυνισμός είναι φτηνός, αυτοί που νοιάζονται για την παγκόσμια φτώχεια, την εξοντωτική εργασία, τις δουλειές που φεύγουν στο εξωτερικό και τους κινδύνους του περιβάλλοντος μπορούν να αναγνωρίσουν αξιοσημείωτες αλλαγές στο διεθνές τοπίο. Σήμερα, οι συνομιλίες του ΠΟΕ ναυαγούν, αδελφοί θεσμοί, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ, είναι πλέον συρρικνωμένες εκδοχές των σπουδαίων θεσμών του παρελθόντος, και η ιδεολογία της νεοφιλελεύθερης εταιρικής παγκοσμιοποίησης δέχεται καταιγιστικά πυρά, με κεντρώους οικονομολόγους να αυτομολούν από τις γραμμές της και ολόκληρες περιοχές όπως η Λατινική Αμερική να επαναστατούν πραγματικά. Όπως δηλώνουν εδώ και πολύ καιρό οι υποστηρικτές της παγκόσμιας δικαιοσύνης, οι δυνάμεις που προκάλεσαν αυτές τις αλλαγές «δεν ξεκίνησαν από το Σηάτλ». Παρόλα αυτά, ελάχιστοι παρατηρητές της αγοράς θα αρνούνταν ότι η βδομάδα των διαδηλώσεων στο τέλος της χιλιετίας αποτέλεσε ένα κρίσιμο σημείο καμπής.

Τι συνέβη στο Σηάτλ;

Η «Μάχη στο Σηάτλ» παρουσιάζει με ακρίβεια πώς τα mainstream ΜΜΕ εστίασαν υπερβολικά στα σπασμένα παράθυρα των Starbucks και της Νiketown – καταστροφές σε ιδιοκτησίες που διαπράχθηκαν από μία μικρή μειοψηφία των διαδηλωτών. Τις περασμένες δύο δεκαετίες, οι συντάκτες των μεγάλων αμερικανικών εφημερίδων προώθησαν την ιδεολογία της παγκόσμιας «ελεύθερης αγοράς», περισσότερο κι από τους νομοθέτες που εξυπηρετούν τα συμφέροντα εταιριών. Κι όμως, είναι εντυπωσιακό ότι βρίσκουμε αναγνώριση του αντίκτυπου των διαδηλώσεων ενάντια στον ΠΟΕ ακόμη και στις σελίδες τους. Λίγο μετά το γεγονός, οι Τάιμς του Λος Άντζελες έγραφαν: «Στους γεμάτους με δακρυγόνα δρόμους του Σηάτλ, οι αχαλίνωτες δυνάμεις της δημοκρατίας συγκρούστηκαν με την ελίτ της οικονομικής πολιτικής. Και όταν η σύνοδος κατέληξε σε αποτυχία… η ελίτ είχε χάσει και η διαμάχη θα άλλαζε χαρακτήρα για πάντα».

Το Σηάτλ υποτίθεται ότι θα ήταν μία τελετή λαμπρής στέψης των επιτευγμάτων της εταιρικής παγκοσμιοποίησης. Μεγάλες εταιρίες, σπόνσορες της εκδήλωσης στο Σηάτλ (δωρεές 75.000 δολαρίων και πάνω από εταιρίες όπως η Procter & Gamble, η Microsoft, η Boeing και η GM), επένδυσαν εκατομμύρια για να κάνουν μία επίδειξη της μεγαλοπρέπειας της «Νέας Οικονομίας». Κάθε σπουδαστής δημοσίων σχέσεων μπορούσε να καταλάβει ότι η πανωλεθρία που υπέστησαν ήταν ότι χειρότερο για την προώθηση των σχεδίων τους.

Σπάνια διαδηλωτές έχουν την ικανοποίηση της άμεσης επίτευξης των στόχων τους, ειδικά όταν οι δηλωμένοι στόχοι τους είναι τόσο υψηλοί όπως η αναστολή των εργασιών μίας σπουδαίας εμπορικής συνόδου. Κι όμως η άμεση δράση στο Σηάτλ το πέτυχε αυτό από την πρώτη κιόλας μέρα, με ακτιβιστές που έκαναν αλυσίδα γύρω από το κτίριο της συνόδου, αναγκάζοντας τον ΠΟΕ να ακυρώσει τις τελετές έναρξης.

Μέχρι το τέλος της εβδομάδας, οι συζητήσεις κατάρρευσαν εντελώς. Εμπορικοί αντιπρόσωποι από τις Νότιες περιοχές της γης, ενθαρρυμένοι από την ώθηση της πολιτικοποιημένης κοινωνίας, επαναστάτησαν οι ίδιοι μέσα στη σύνοδο. Πηδώντας από τις σκηνές των διαδηλώσεων στις αναπαραστάσεις της διαμάχης των υπουργών εμπορίου, η ταινία του Τάουνσεντ αναδεικνύει αυτή τη δυναμική εντός και εκτός. Τα λόγια του ηθοποιού Ισαάκ Ντε Μπανκόλ, που παίζει έναν αφρικανό υπουργό εμπορίου, θα μπορούσαν να είναι ακριβώς αυτά μιας πραγματικής δήλωσης του Οργανισμού για την Ενότητα της Αφρικής, εκείνη την εβδομάδα. Οι υπουργοί διαμαρτυρήθηκαν ενάντια «στην περιθωριοποίησή και στον γενικότερο αποκλεισμό τους από θέματα ζωτικής σημασίας για τους ανθρώπους τους και το μέλλον τους»…

Δεδομένου ότι οι λιγότερο ισχυρές χώρες είχαν επανειλημμένα εξαπατηθεί στις συσκέψεις των υπουργών εμπορίου, προκειμένου να κρατούν συμβιβαστική στάση, αυτό ήταν ένα πολύ ασυνήθιστο γεγονός. Κι όμως θα γινόταν ολοένα και πιο πολύ ο κανόνας. Το Σηάτλ δημιούργησε πολλά προβλήματα στον ΠΟΕ και μέχρι σήμερα ο οργανισμός δεν έχει συνέλθει. Οι προσπάθειες επέκτασης της δράσης του ΠΟΕ έχουν αποτύχει επανειλημμένα, και η απροκάλυπτα μονομερής στάση της κυβέρνησης Μπους υπήρξε εξίσου αναποτελεσματική με τη «μετριοπαθή» στάση της κυβέρνησης Κλίντον στο να περνάει τις θέσεις της κατά τις διαπραγματεύσεις.

Το περασμένο καλοκαίρι ο αναλυτής Γουόλντεν Μπέλο ανακήρυξε τον τρέχοντα γύρο συνομιλιών του ΠΟΕ ως «Γύρο-Βρυκόλακα», επειδή ο οργανισμός ζει σε μία κατάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου. Παρά τις προσπάθειες της ελίτ να ξαναζωντανέψει το γύρο των συνομιλιών, αυτός φαίνεται να είναι καταδικασμένος σε νέο θάνατο – όπως συνέβη πρόσφατα τον Ιούλιο. Άλλες συμφωνίες, όπως η Περιοχή Ελεύθερου Εμπορίου της Αμερικής, η οποία σκόπευε να επεκτείνει τη NAFTA σ’ όλο το ημισφαίριο, και η οποία προκάλεσε διαδηλώσεις σε μέρη όπως το Κεμπέκ και το Μαϊάμι, έχουν εγκαταλειφθεί εντελώς.

Η αλλαγή της πορείας του ΠΟΕ είναι από μόνης της πολύ σημαντική. Αλλά αυτή είναι μόνο ένα μέρος από μια σειρά ευρύτερων μετασχηματισμών που προκάλεσαν οι διαμαρτυρίες για την παγκόσμια δικαιοσύνη στο Σηάτλ. Προς το τέλος της ταινίας, ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Άντρε Μπέντζαμιν, ένας ακτιβιστής που για ένα μεγάλο κομμάτι της ταινίας είναι ντυμένος θαλάσσια χελώνα, λέει κάτι σημαντικό: «Μια βδομάδα πριν κανείς δεν ήξερε τι ήταν ο ΠΟΕ. Τώρα… ακόμη δεν ξέρουν τι είναι, αλλά τουλάχιστον ξέρουν ότι είναι κάτι κακό»…

Ο Mark Engler είναι συγγραφέας στη Ν. Υόρκη, αναλυτής Εξωτερικής Πολιτικής και συγγραφέας του βιβλίου How to Rule the World: The Coming Battle Over the Global Economy (Nation Books, 2008). Για επικοινωνία: http://www.DemocracyUprising.com

Μετάφραση: Δημήτρης Κωνσταντίνου





Νόμος, Τάξη και Βία[1]

Χάουαρντ Ζιν

Νόμος και Τάξη

«Υπακούστε το νόμο». Αυτό είναι ένα πολύ ισχυρό κήρυγμα, συχνά τόσο ισχυρό ώστε να υπερνικά τα βαθιά συναισθήματα των ανθρώπων για το σωστό και το λάθος ή ακόμη και το θεμελιώδες ένστικτο της προσωπικής επιβίωσης. Μαθαίνουμε από πολύ μικροί (δεν είναι στα γονίδιά μας) ότι πρέπει να υπακούμε στους «νόμους του κράτους». Ο Τόμι Τραντίνο, ποιητής και καλλιτέχνης, θανατοποινίτης στη φυλακή της Πολιτείας του Τρέντον, έγραψε (στο βιβλίο του Lock the Lock) ένα μικρό κομμάτι που λεγόταν «The Lore of the Lamb» (Η Παράδοση του Πρόβατου, στμ.):

έκανα μάθημα στη φυλακή πριν πολύ καιρό, στην πρώτη τάξη, και ήθελα να χέσω και… ο νόμος λέει ότι πρέπει πρώτα να σηκώσεις το χέρι σου και να πάρεις άδεια από τη δασκάλα, γι’ αυτό κι εγώ πιστός στην παράδοση του πρόβατου» σήκωσα με υπομονή το χέρι μου στο φύρερ, περιμένοντας ανταπόκριση, και αυτός μου είπε, ναι τόμας, τι είναι; και εγώ, ο τόμας, είπα ότι πρέπει να πάω να, δηλαδή εννοώ, μπορώ να πάω στην τουαλέτα, παρακαλώ; δεν πήγες τουαλέτα εχθές τόμας, είπε, και εγώ λέω ναι μαντάμ, κυρία πάρσλει, αλλά πρέπει να πάω πάλι σήμερα, και μου λέει ΟΧΙ… Και εγώ λέω αα… ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΩ ΝΑ ΧΕΣΩ, ΓΑΜΩΤΟ και μου λέει πάλι αυτή ΟΧΙ, και εγώ της λέω, μόνο που τα έκανα στο παντελόνι μου, στην κοτλέ την πανταλόνα μου, γαμώτο…

ήμουν τότε έξι χρονών και νομίζω ότι από τότε ήξερα χωρίς ιδιαίτερη σκέψη ότι αν κάποιος υπακούει και ακολουθεί και συμμορφώνεται με όλους τους κανόνες και τους νόμους των «προβάτων» κάποια στιγμή θα χέσει στο παντελόνι του και η μητέρα του θα πρέπει μετά να το καθαρίζει, κατάλαβες;[1]

Σίγουρα δεν είναι λάθος όλοι οι κανόνες και οι κανονισμοί. Ίσως πρέπει να έχουμε ανάμικτα συναισθήματα σχετικά με την υπακοή στους νόμους. Η υπακοή στο νόμο που σε στέλνει στον πόλεμο φαίνεται λάθος. Η υπακοή στο νόμο ενάντια στο φόνο φαίνεται απόλυτα σωστή. Για να υπακούσεις πραγματικά σ’ αυτόν το νόμο, πρέπει να αρνηθείς να υπακούσεις στο νόμο που σε στέλνει στον πόλεμο.

Η κυρίαρχη ιδεολογία δεν δίνει το δικαίωμα να γίνονται λογικές διακρίσεις από τους ανθρώπους σχετικά με τους νόμους που πρέπει να υπακούουν. Είναι αυστηρή και απόλυτη. Είναι ο άκαμπτος κανόνας κάθε κυβέρνησης είτε είναι φασιστική, είτε κομμουνιστική, είτε φιλελεύθερη καπιταλιστική. Η Γκέρτρουντ Σολτζ, επικεφαλής του Τμήματος Γυναικών επί Χίτλερ, εξήγησε σ’ ένα δημοσιογράφο την πολιτική των ναζί για τους Εβραίους, ως εξής: «Σ’ όλες τις περιπτώσεις υπακούαμε στο νόμο. Αυτό δεν κάνετε και στην Αμερική; Ακόμη κι αν διαφωνείτε προσωπικά με ένα νόμο, τον ακολουθείτε. Αλλιώς η ζωή θα ήταν χάος».[2]

«Η ζωή θα ήταν χάος». Αν επιτρέψουμε την ανυπακοή στο νόμο, θα έχουμε αναρχία. Η αντίληψη αυτή ενσταλάζεται στον πληθυσμό κάθε χώρας. Η συνηθισμένη φράση είναι «νόμος και τάξη». Αυτή η φράση στέλνει αστυνομία και στρατό να διαλύσουν τις διαδηλώσεις παντού στην υφήλιο, στη Μόσχα ή στο Σικάγο. Αυτή η φράση κρυβόταν πίσω από το φόνο τεσσάρων φοιτητών στο πανεπιστήμιο του Κεντ το 1970 από εθνοφρουρούς. Ήταν η επίσημη αιτιολογία της κινεζικής αρχής το 1989 για το φόνο εκατοντάδων φοιτητών που διαδήλωναν στο Πεκίνο.

Είναι η φράση που γοητεύει τους περισσότερους πολίτες, οι οποίοι αν δεν έχουν ιδιαίτερα παράπονα από την εξουσία, φοβούνται την έλλειψη τάξης. Τη δεκαετία του ’60, ένας φοιτητής στη νομική του Χάρβαρντ απευθύνθηκε στους γονείς και στους καθηγητές με τα εξής λόγια:

Στους δρόμους της χώρας έχουμε αναταραχές. Τα πανεπιστήμια είναι γεμάτα με φοιτητές που επαναστατούν. Οι κομμουνιστές προσπαθούν να καταστρέψουν την πατρίδα μας. Η Ρωσία μας απειλεί με τη δύναμή της. Και η δημοκρατία κινδυνεύει. Ναι! Κινδυνεύει από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς. Χρειαζόμαστε νόμο και τάξη! Χωρίς νόμο και τάξη το έθνος μας δεν μπορεί να επιβιώσει.

Ακολούθησε παρατεταμένο χειροκρότημα. Όταν καταλάγιασε, ο φοιτητής είπε με σιγανή φωνή στο ακροατήριο: «Αυτά τα λόγια ειπώθηκαν το 1932 από τον Αδόλφο Χίτλερ».[3]

Σίγουρα, η ειρήνη, η σταθερότητα και η τάξη είναι επιθυμητές, το χάος και η βία, όχι. Αλλά η σταθερότητα και η τάξη δεν είναι οι μοναδικές επιθυμητές καταστάσεις της κοινωνικής ζωής. Είναι, επίσης, και η δικαιοσύνη, δηλαδή η δίκαιη μεταχείριση όλων των ανθρώπων, το ισότιμο δικαίωμα όλων στην ελευθερία και την ευημερία. Η απόλυτη υπακοή στο νόμο μπορεί να φέρνει την τάξη προσωρινά, αλλά δεν φέρνει τη δικαιοσύνη. Και όταν δεν τη φέρνει, αυτοί που υφίστανται άδικη μεταχείριση μπορούν να διαδηλώνουν, να επαναστατούν, να προκαλούν αναταραχές, όπως έκαναν οι αμερικανοί επαναστάτες τον 18ο αιώνα, οι αγωνιστές ενάντια στη δουλεία τον 19ο αιώνα, οι κινέζοι φοιτητές τον 20ο και όπως έχουν κάνει οι εργάτες, κάθε φορά που απεργούν, σε κάθε χώρα ανά τους αιώνες.

Δεν έχουμε μεγαλύτερη υποχρέωση να επιδιώκουμε τη δικαιοσύνη, παρά να υπακούμε στο νόμο; Ο νόμος μπορεί να υπηρετεί τη δικαιοσύνη, όπως όταν απαγορεύει το βιασμό και το φόνο ή όταν επιβάλει στα σχολεία να δέχονται όλους τους μαθητές ανεξάρτητα από φυλή και εθνικότητα. Αλλά όταν στέλνει νέους ανθρώπους στον πόλεμο, όταν προστατεύει τους πλούσιους και τιμωρεί τους φτωχούς, τότε ο νόμος και η δικαιοσύνη έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Σ’ αυτή την περίπτωση, ποια είναι η μεγαλύτερη υποχρέωσή μας: ο νόμος ή η δικαιοσύνη;[4]

Η απάντηση δίνεται από τη θεωρία της δημοκρατίας με τα λόγια του Τζέφερσον και των συναδέλφων του στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Ο νόμος είναι απλώς ένα μέσο. Η κυβέρνηση είναι απλώς ένα μέσο. «Η ζωή, η ελευθερία και η επιδίωξη της Ευτυχίας» – αυτά είναι οι σκοποί. Και «όποια μορφή διακυβέρνησης αποτυγχάνει σε σχέση μ’ αυτούς τους σκοπούς, είναι Δικαίωμα των Ανθρώπων να την αλλάξουν ή να την καταργήσουν, και να θεσμοθετήσουν μία νέα».

Πράγματι, οι αναταραχές καθαυτές μπορεί να είναι άδικες, αν περιλαμβάνουν τυφλή βία εις βάρος ανθρώπων, όπως η Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα την περίοδο 1966-1976, που ξεκίνησε με σκοπό την ισότητα, αλλά κατέληξε εκδικητική και δολοφονική. Αυτός ο κίνδυνος, όμως, δεν πρέπει να μας οδηγεί πίσω στη σταθερότητα με τίμημα την αδικία. Πρέπει, απλώς, να μας κάνει να αναζητήσουμε τις μεθόδους που θα φέρουν τη δικαιοσύνη, προκαλώντας ίσως αναταραχές και ανατροπές, αλλά αποφεύγοντας τη μαζική βία και την καταπίεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Πρέπει να ανησυχούμε ότι η ανυπακοή στο νόμο θα οδηγήσει στο χάος; Την απάντηση τη δίνει καλύτερα η ιστορική εμπειρία. Οδήγησαν εκεί οι μαζικές διαδηλώσεις του κινήματος των μαύρων στο Νότο τη δεκαετία του ’60; Σίγουρα διατάραξαν το καθεστώς των φυλετικών διαχωρισμών. Προκάλεσαν αναταραχές σε εκατοντάδες πόλεις και χωριά στη χώρα (παρόλο που μπορεί να υποστηριχτεί ότι η αστυνομία, αντιδρώντας στις ειρηνικές διαδηλώσεις, προκάλεσε αυτές τις αναταραχές). Το αποτέλεσμα, όμως, όλου αυτού του αναβρασμού δεν ήταν η γενική ανομία.[5] Αλλά, αντίθετα, το αποτέλεσμα ήταν ένας υγιής επανακαθορισμός της κοινωνικής τάξης προς την κατεύθυνση της δικαιοσύνης και μία υγιής συνειδητοποίηση της ανάγκης για φυλετική ισότητα (φυσικά, όχι απ’ όλους).

Η κυρίαρχη αντίληψη είναι ότι ο νόμος και η τάξη είναι αδιαχώριστα. Παρόλα αυτά, η απόλυτη υπακοή σ’ όλους τους νόμους παραβιάζει τη δικαιοσύνη και αργά ή γρήγορα οδηγεί σε μεγάλες αναταραχές. Ο Χίτλερ, επικαλούμενος το νόμο και την τάξη, έσυρε την Ευρώπη στην κόλαση του πολέμου. Κάθε έθνος χρησιμοποιεί τη δύναμη του νόμου για να διατηρεί τον πληθυσμό υπάκουο και να ενεργοποιεί πειθήνιους στρατούς, απειλώντας με τιμωρία αυτούς που αρνούνται. Μ’ αυτό τον τρόπο, ο νόμος, ο οποίος δημιουργεί στο εσωτερικό κάθε χώρας δημιουργεί στρατιές στρατολογημένων ανθρώπων, οδηγεί στην απόλυτη αναταραχή του πολέμου, στο αιματηρό χάος του πεδίου της μάχης και στις διεθνείς συγκρούσεις.

Αν ο νόμος και η τάξη είναι, απλώς, τρόποι νομιμοποίησης της αδικίας, τότε η καθημερινή «τάξη» κρύβει πίσω της βαθιές πνευματικές και συναισθηματικές αναταραχές για τα θύματα της αδικίας. Αυτό είναι εξίσου αλήθεια και για τους ευνοούμενους του συστήματος, με την έννοια ότι η δουλεία διαφθείρει τις ψυχές τόσο των σκλάβων όσο και των αφεντικών τους. Σ’ αυτή την περίπτωση, η τάξη είναι προσωρινή· όταν διαταραχθεί, μπορεί να συνοδευτεί από λουτρό αίματος – όπως στις ΗΠΑ, όταν ο θεσμός της δουλείας και η καταπιεστική τάξη πραγμάτων κατέληξαν στον εμφύλιο πόλεμο και σε 600.000 νεκρούς σε μία χώρα με πληθυσμό 35 εκατομμύρια…

Η αλήθεια είναι τόσο συχνά εκ διαμέτρου αντίθετη μ’ αυτά που μας έχει διδάξει ο πολιτισμός μας, που δεν μπορούμε να γυρίσουμε αρκετά το κεφάλι μας για να τη δούμε. Σίγουρα, είναι η υπακοή στις κυβερνήσεις, στις κλήσεις τους για επίδειξη πατριωτισμού και για πόλεμο, που ευθύνεται για την φρικιαστική βία του αιώνα μας. Η ανυπακοή ενσυνείδητων πολιτών, τις περισσότερες φορές μη βίαιη, αποσκοπούσε να σταματήσει τη βία του πολέμου. Ο ψυχολόγος Έριχ Φρόμ, αναλογιζόμενος τον πυρηνικό όλεθρο, κάποτε, αναφέρθηκε στη βιβλική Γένεση του ανθρώπινου είδους και στο δάγκωμα του απαγορευμένου μήλου: «Η ανθρώπινη ιστορία ξεκίνησε με μία πράξη ανυπακοής και δεν είναι απίθανο να τερματιστεί με μία πράξη υπακοής»…

Βία

Πρέπει να τονιστεί ότι στις περιπτώσεις που διαδηλωτές, επαναστάτες και ριζοσπάστες πέρασαν τα όρια του νόμου, το έκαναν, στο μεγαλύτερο ποσοστό, χωρίς να μεταχειριστούν βία. Και όταν κατηγορήθηκαν για «βία», ήταν συνήθως για βία ενάντια στην ιδιοκτησία και όχι εις βάρος ανθρώπων…

Αποτελεί κομμάτι της κυρίαρχης ιδεολογίας του πολιτισμού μας να αντιμετωπίζουμε τις ζημιές στην ιδιοκτησία – ειδικά ορισμένα είδη ιδιοκτησίας, όπως στρατιωτικές εγκαταστάσεις κ.ά. – ως αποτρόπαια εγκλήματα βίας, επειδή διαπράχθηκαν παράνομα από ιδιώτες πολίτες που διαμαρτύρονταν για την κυβερνητική πολιτική, ενώ αποδεχόμαστε δολοφονίες μαζικής κλίμακας, επειδή είναι νόμιμες και επίσημες.

Το 1974 μου ζητήθηκε να γράψω ένα άρθρο για τη βία για το Λεξικό της Αμερικανικής Ιστορίας (Scribners). Στο εξασέλιδο άρθρο μου, άρχισα ορίζοντας τη βία ως «την πράξη που επιφέρει τραυματισμό ή θάνατο της ανθρώπινης ζωής». ΄Εγραψα ότι η ζημιά στην ιδιοκτησία «εξαιρείται ως ζήτημα μικρότερης σημασίας για τους ανθρώπους που ισχυρίζονται ότι η υπέρτατη αξία είναι η ανθρώπινη ζωή και υγεία». Επιπλέον, είπα ότι, από ιστορική άποψη, έχει δοθεί μεγάλη σημασία στη βία ατόμων και ομάδων, αλλά «οι περισσότερες και μεγαλύτερες, κατά πολύ, πράξεις βίας έχουν διαπραχθεί από την ίδια την κυβέρνηση, μέσω του στρατού και της αστυνομίας, κατά την επέκταση του κράτους μας στην ήπειρο και στον πλανήτη, και κατά την καταστολή εξεγέρσεων και διαμαρτυριών στο εσωτερικό και στο εξωτερικό».

Οι εκδότες συμπεριέλαβαν τα παραπάνω στο λεξικό, παρά το ανορθόδοξο της άποψής μου, αλλά υπήρξε μία παράγραφος του άρθρου μου που αφαιρέθηκε ολόκληρη:

«Πρέπει να γνωρίζουμε ότι στον ορισμό μας δεν περιλαμβάνεται ένα τεράστιο ποσοστό καταστροφής – φυσικής και πνευματικής – που προκαλείται από βιομηχανικά και τροχαία ατυχήματα, από την οικονομική εκμετάλλευση, από το ρατσισμό, τον εγκλεισμό στη φυλακή, καθώς και από τις συνθήκες άθλιας στέγασης, υγείας και περίθαλψης που γεννούν την παιδική θνησιμότητα, την κακή διατροφή, αρρώστιες και πρόωρους θανάτους. Για παράδειγμα, η αρρώστια του «μαύρου πνεύμονα» στους ανθρακωρύχους, και η εισπνοή θανατηφόρων ινών από τους εργάτες του αμίαντου, έχουν προκαλέσει θανάτους και προβλήματα που δεν έχουν μαθευτεί. Γι’ αυτό, κάθε ηθικός ορισμός της βίας που προκαλείται από φυλετικές και ταξικές εξεγέρσεις, πρέπει να συνυπολογίζει και τα κακώς κείμενα της καθημερινής ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων – συνθήκες που τραυματίζουν και σκοτώνουν αλλά συνήθως δεν ορίζονται ως βία»…

Το κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, παρότι μερικές φορές περιελάμβανε κάποιες παράνομες πράξεις πολιτικής ανυπακοής, κυρίως πραγματοποιούσε δράσεις πέρα από το νόμο, δηλαδή πράξεις έξω από τα συνηθισμένα νομικά όρια, που στόχευαν άμεσα στην ενημέρωση και τον ξεσηκωμό της κοινωνίας. Αυτή είναι μία μικρή λίστα που δείχνει την ποικιλία των δράσεων.

1. Οκτακόσιοι εθελοντές των Peace Corps[6] διαμαρτυρήθηκαν για τον πόλεμο στον πρόεδρο Τζόνσον.

2. Χιλιάδες άνθρωποι αρνήθηκαν να πληρώσουν φόρους.

3. Απεργίες πείνας υπέρ της ειρήνης.

4. Τρεις άνδρες και δύο γυναίκες, που αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «Η Συνομωσία της Ανατολικής Ακτής για τη Διάσωση Ζωών», έκαναν σαμποτάζ στη σιδηροδρομική γραμμή κοντά σ’ ένα εργοστάσιο που κατασκεύαζε βλήματα για το Βιετνάμ.

5. Στον Ειρηνικό ωκεανό, δύο νεαροί ναύτες έκαναν πειρατεία σε ένα αμερικανικό πλοίο που κουβαλούσε βόμβες στην εμπόλεμη ζώνη, και το εκτρέψανε προς την ουδέτερη Καμπότζη.

6. Πολλές διαδηλώσεις σε κολλέγια. Στο πανεπιστήμιο Μπράουν, δύο τρίτα των τελειόφοιτων γύρισαν τις πλάτες τους στον Χένρι Κίσινγκερ κατά την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους 1969.

7. Πενήντα συγγραφείς και εκδότες, σε μία εθνική τελετή βράβευσης του καλύτερου βιβλίου, αποχώρησαν κατά την ομιλία του αντιπρόεδρου της κυβέρνησης Χιούμπερτ Χάμφρεϊ. Ένας μυθιστοριογράφος απ’ αυτούς φώναξε: «Κύριε αντιπρόεδρε, καίμε παιδιά στο Βιετνάμ, κι εσείς κι εμείς είμαστε όλοι υπεύθυνοι».

8. Διακεκριμένοι συγγραφείς, προσκεκλημένοι στο Λευκό Οίκο, αρνήθηκαν να πάνε: ο ποιητής Ρόμπερτ Λάουελ και ο δραματουργός Άρθουρ Μίλερ. Από την άλλη μεριά, η τραγουδίστρια Έρθα Κιτ πήγε στην υπαίθρια δεξίωση που έδωσε η κυρία Τζόνσον στο Λευκό Οίκο και εκμεταλλεύτηκε την περίσταση για να κάνει δημόσια δήλωση ενάντια στον πόλεμο.

9. Νεαροί Αμερικανοί στο Λονδίνο εισέβαλλαν σε μία δεξίωση στην αμερικανική πρεσβεία, ζήτησαν απ’ όλους την προσοχή τους, και έκαναν μία πρόποση: «Στην υγειά των σκοτωμένων και των θανάτων στο Βιετνάμ».

10. Έφηβοι, καλεσμένοι στο Λευκό Οίκο για τα βραβεία του 4Η Club[7], αντάλλαξαν χειραψίες με τον πρόεδρο και του ζήτησαν να σταματήσει τον πόλεμο.

[…] Τελικά, ποιον τύπο ανθρώπου πρέπει να θαυμάζουμε και να ζητήσουμε από τους νέους της επόμενης γενιάς να έχουν ως πρότυπο – αυτόν που ακολουθεί αυστηρά το νόμο ή τον άνθρωπο που αντιστέκεται, που αγωνίζεται, κάποιες φορές εντός, κάποιες εκτός, κάποιες ενάντια στο νόμο, αλλά πάντοτε υπέρ της δικαιοσύνης; Ποια ζωή αξίζει περισσότερο να ζούμε – τη ζωή του καθωσπρέπει ανθρώπου που ακολουθεί, υπάκουει και πειθαρχεί απόλυτα στο νόμο και την τάξη ή τη ζωή αυτού που σκέφτεται ελεύθερα και επαναστατεί;

Ο Λέο Τολστόι, στην ιστορία του «Ο Θάνατος του Ιβάν Ίλιτς», αναφέρεται σ’ έναν σωστό, επιτυχημένο δικαστή, ο οποίος στο κρεβάτι του θανάτου αναρωτιέται για ποιο λόγο αισθάνεται ξαφνικά ότι η ζωή του ήταν απαίσια και ανούσια. «Ίσως δεν έζησα όπως θα έπρεπε… Αλλά πώς γίνεται αυτό, αφού έκανα τα πάντα σωστά;...» και τότε θυμήθηκε όλη τη νομιμοφροσύνη, τη δήθεν ορθότητα και τον καθωσπρεπισμό της ζωής του.

Μετάφραση: Δημήτρης Κωνσταντίνου




[1] Απόσπασμα από το βιβλίο του Howard Zinn, «Declarations of Independence», Harper Collins, 1990.




[1] Tommy Trantino, Lock the Lock, Knopf, 1974.

[2] Claudia Koonz, Mothers in the Fatherland, St. Martins,1987.

[3] Eichel, Jost, Luskin, Neustadt, The Harvard Strike, (Houghton Mifflin, 1970) στο Nancy Zaroulis-Gerald Sullivan, Who Spoke Up?, Doubleday, 1984.

[4] Μέρος του κεφαλαίου αυτού προέρχεται από το κείμενο The conspiracy of Law, από το βιβλίο Robert Paul Wolff, The Rule of Law, Simon & Schuster, 1971.

[5] O Michael Walzer, Obligations (Harvard University Press, 1970), αναφέρει ότι «υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις οι οποίες να συνηγορούν ότι η προσεκτικά περιορισμένη, ηθικά σοβαρή, πολιτική ανυπακοή υποβαθμίζει το νομικό σύστημα ή απειλεί τη φυσική ασφάλεια».

[6] Επίσημη οργάνωση του 1960 που δημιουργήθηκε για την προαγωγή της παγκόσμιας ειρήνης και φιλίας.

[7] Νεανική οργάνωση που χρηματοδοτείται από το υπουργείο Γεωργίας.



JFK-Ομπάμα:

Υπηρέτες «των Τριών Αλληλοσχετιζόμενων Δεινών»

Πωλ Στριτ

Β΄Μέρος

ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ:

«Η Ώρα της Αμερικής Πρέπει να Σημάνει Ξανά»

Η εξωτερική πολιτική του JFK ήταν μαχητικά ιμπεριαλιστική και μιλιταριστική, σε αντίθεση με τις μεταγενέστερες γελοίες προσπάθειες των αγιογράφων του να τον παρουσιάσουν ως το περιστέρι της ειρήνης της δεκαετίας του ΄60. Σ’ αυτήν συμπεριλαμβάνεται η απόφαση της διακυβέρνησης Κένεντι να κλιμακώσει εντυπωσιακά και επικίνδυνα την παγκόσμια κούρσα των εξοπλισμών, μετά από την προεκλογική του εκστρατεία, η οποία βασίστηκε στον παραπλανητικό ισχυρισμό ότι οι ΗΠΑ υστερούσαν στρατιωτικά σε σχέση με τη Σοβιετική Ένωση. Το αντριλίκι του Κένεντι έφτασε τον κόσμο στο χείλος του αφανισμού σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις.

Αποκαλώντας αλαζονικά τις ΗΠΑ ως το «προπύργιο της (παγκόσμιας) ελευθερίας», ο JFK προέβη σε πολυάριθμες προβοκάτσιες, με στόχο να ανατρέψει τη δημοφιλή επαναστατική κυβέρνηση της Κούβας. Υποστήριξε πάμπολλες δικτατορίες και ολιγαρχίες στη Λατινική Αμερική, στο όνομα της «προόδου» και της «δημοκρατίας». «Αύξησε την εμπλοκή των ΗΠΑ (στην Ινδοκίνα) από το επίπεδο του πολέμου ενάντια στη διεθνή τρομοκρατία στο επίπεδο της ξεκάθαρης εισβολής το 1961-1962» (Νόαμ Τσόμσκι), δικαιολογώντας τη χρήση της αεροπορικής δύναμης των ΗΠΑ για το κάψιμο των σοσιαλιστών επαναστατών με ναπάλμ, αποψιλώνοντας τη Βιετναμέζικη ύπαιθρο και «δολοφονώντας πολλούς αθώους χωρικούς» (Ρότζερ Χίλμαν) με τους ψευδείς ισχυρισμούς ότι «αντιμαχόμαστε σ’ όλο τον κόσμο μία μονολιθική και αδίστακτη (Σοβιετικο-Μαρξιστική) συνωμοσία» και ότι «αν αποτύχουμε να σταματήσουμε τον “Κομουνισμό” στο Βιετνάμ, θα ανοίξει ο δρόμος για την παγκόσμια Σοβιετική κυριαρχία». Σε αντίθεση με τους μεταγενέστερους μύθους, που διατυμπάνισαν οι θαυμαστές του JFK, όπως ο Όλιβερ Στόουν (που έπρεπε να κάνει μια ταινία με θέμα την εκτέλεση του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ) και ο Άρθουρ Σλέσινγκερ[1], ο Κένεντι δεν είχε καμιά πρόθεση να σταματήσει την μαζικά δολοφονική του επίθεση, προτού επιτευχθεί η «νίκη» (βλ. Noam Chomsky, «Rethinking Camelot: JFK, the Vietnam War, and US Political Culture» [Boston, MA: South End Press, 1993], Chapter 1: "From Terror to Aggression").

Ο Κένεντι όρισε την αυστηρά περιορισμένη «δημοκρατία» ως αντικειμενικό σκοπό της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Και υποστήριζε ότι, ενώ οι ΗΠΑ θα προτιμούσαν δημοκρατικά καθεστώτα στο εξωτερικό, θα επέλεγαν «έναν (φιλοαμερικανό δικτάτορα) Τρουχίλο[2] από έναν (αντιαμερικανό δικτάτορα) Κάστρο», αν αυτές ήταν οι μοναδικές επιλογές. «Είναι μόνο απαραίτητο να προστεθεί», σημείωσε ο Νόαμ Τσόμσκι το 1991, «ότι για τον Κένεντι η έννοια “Κάστρο” είχε ευρύτερο περιεχόμενο, χαρακτηρίζοντας οποιονδήποτε δημιουργούσε προβλήματα στους “πλούσιους που ζουν εν ειρήνη με τα υπάρχοντά τους” και οι οποίοι προορίζονται να άρχουν στον κόσμο, σύμφωνα με τον αφορισμό του Ουίνστον Τσόρτσιλ, ενώ απολαμβάνουν τα οφέλη των ανθρώπινων και υλικών πόρων τους».

Βαδίζοντας στα ιμπεριαλιστικά βήματα του JFK, ο Ομπάμα στο θέμα του Ιράκ προώθησε αδιαφανείς και διαρκώς παλινδρομούσες θέσεις, που δείχνουν ξεκάθαρα ότι η διακυβέρνηση του Ομπάμα θα διατηρήσει την εγκληματική κατάληψη της πλούσιας σε πετρέλαιο Μεσοποταμίας για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Τοποθετείται κυνικά υπέρ των ιμπεριαλιστικών θέσεων όσον αφορά την Ισραηλο-παλαιστινιακή διένεξη, την Κολομβία, το Αφγανιστάν, το Ιράν, τον (αυτοκρατορικό) προϋπολογισμό για την «άμυνα» και τον διευρυμένο παγκόσμιο ρόλο των ΗΠΑ (τις οποίες παραλόγως αποκαλεί ως την «τελευταία και καλύτερη ελπίδα του κόσμου»). Παρακάτω δίνεται μια ενδιαφέρουσα διατύπωση παρμένη από ένα κείμενο του Ομπάμα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Foreign Affairs του Συμβουλίου των Εξωτερικών Σχέσεων των ΗΠΑ το καλοκαίρι του 2007:

«Η ώρα της Αμερικής δεν έχει τελειώσει, αλλά πρέπει να σημάνει ξανά… Οι ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις είναι, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, απαραίτητες για τη διατήρηση της ειρήνης… πρέπει να είμαστε περισσότερο διατεθειμένοι να επιχειρήσουμε επιθέσεις με σκοπό να αντιμετωπίσουμε εχθρούς που μάχονται με ασύμμετρες και καλά προσαρμοσμένες εκστρατείες σε παγκόσμια κλίμακα… Δεν θα διστάσω να χρησιμοποιήσω μονόπλευρα βία, αν αυτό είναι απαραίτητο, για να προστατεύσω τον αμερικανικό λαό ή τα ζωτικά μας συμφέροντα… Πρέπει, επίσης, να εξετάσουμε τη χρήση στρατιωτικής βίας σε περιπτώσεις εκτός της αυτοάμυνας, με σκοπό να ενισχύσουμε την κοινή ασφάλεια η οποία θεμελιώνει την παγκόσμια σταθερότητα – να υποστηρίξουμε τους φίλους, να πάρουμε μέρος σε επιχειρήσεις ανοικοδόμησης και επαναφοράς της σταθερότητας ή να αντιμετωπίσουμε ωμότητες ευρείας κλίμακας».

Τα παραπάνω λόγια βρίσκονται σε άρθρο το οποίο δημοσιεύτηκε τη στιγμή που στην πατρίδα μου ,την Αϊόβα, φιλελεύθεροι και αριστεροί ειρηνιστές τοποθετούσαν πόστερ του Ομπάμα δίπλα σε εκείνα της ειρήνης, προσθέτοντας αποσπάσματα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ από το «Ο πόλεμος δεν είναι η απάντηση». Ο Ρόναλντ Ρέιγκαν ή ο JFK δεν θα μπορούσαν να δώσουν πιο ξεδιάντροπες προειδοποιήσεις για τον επερχόμενο ιμπεριαλιστικό τυχοδιωκτισμό.

Στο κενεντικού ύφους βιβλίο της προεκλογικής του εκστρατείας, «Η τόλμη της ελπίδας», στο ξεκάθαρα ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο που αναφέρεται στην εξωτερική πολιτική, ο Ομπάμα επέκρινε τους «λαοφιλείς αριστερίζοντες», όπως «ο Ούγκο Τσάβες της Βενεζουέλας», που νομίζουν ότι τα αναπτυσσόμενα κράτη «πρέπει να αντισταθούν στις προσπάθειες της Αμερικής να επεκτείνει την ηγεμονία της» και που τολμούν (φανταστείτε!) να «ακολουθούν το δικό τους δρόμο για την ανάπτυξη».Τέτοια αλλόκοτη «απόρριψη των ιδανικών της ελεύθερης αγοράς και της φιλελεύθερης δημοκρατίας» μαζί με την απόρριψη των «αμερικάνικων» ιδεών, όπως «η τάξη του νόμου» και «οι δημοκρατικές εκλογές» (ενδιαφέροντες όροι για την γενναία επιχορηγούμενη με δημόσια χρήματα προσπάθεια των ΗΠΑ να επιβάλουν απολυταρχικές και κορπορατιστικού τύπου καπιταλιστικές πολιτικές πρακτικές στα υπανάπτυκτα κράτη), το μόνο που θα καταφέρει είναι να επιδεινώσει την παγκόσμια φτώχια, ισχυρίζεται ο Ομπάμα. Το πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο του Ομπάμα, που υποτίθεται ότι είναι η διακήρυξή του στην «προοδευτική» πίστη (ο υποψήφιος χρησιμοποίησε τη λέξη «προοδευτικός» για να περιγράψει τον εαυτό του σε πολυάριθμες περιπτώσεις στο βιβλίο), αγνόησε πλειάδα στοιχείων που δείχνουν ότι η επιβολή της «ελεύθερης αγοράς» της κορπορατιστικής-νεοφιλελεύθερης «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον»[3] αύξησε τη φτώχια σ’ όλο τον κόσμο κατά τις πρόσφατες δεκαετίες. Δισεκατομμύρια άνθρωποι αναγκάζονται να ζήσουν με ακόμη μεγαλύτερη φτώχια, τη στιγμή που ο Ομπάμα στο βιβλίο του πληροφορεί με θράσος τους φτωχούς και τις υπό εκμετάλλευση χώρες ότι «το σύστημα της ελεύθερης αγοράς και της φιλελεύθερης δημοκρατίας υπόκειται συνεχώς σε αλλαγή και βελτίωση».

Ο Ομπάμα δεν σχολίασε στην «Τόλμη» τον αξιοθαύμαστο σεβασμό που έδειξαν οι ΗΠΑ για τις «δημοκρατικές εκλογές» και «την τάξη του νόμου», όταν υποστήριξαν το στρατιωτικό πραξικόπημα που προσπάθησε να ρίξει τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του Τσάβες (εξαιτίας της αντίθεσής του προς τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα των ΗΠΑ) τον Απρίλιο του 2002. Είναι αμφίβολο αν η άποψη του Ομπάμα για τον δημοκρατικά εκλεγμένο Τσάβες είναι πολύ διαφορετική απ’ αυτήν του Κένεντι για τον Κάστρο.

Εκείνοι που έχουν το χρόνο και την ενέργεια να ερευνήσουν την αμερικανική «πατρίδα» που μαστίζεται από την υπερεργασία, ίσως θα ’θελαν να σημειώσουν τη συνεχώς αυξανόμενη ανισότητα της κοινωνίας των ΗΠΑ και τη σχετιζόμενη μ’ αυτή, συνεχώς διευρυνόμενη, ανασφάλεια που βιώνει η αμερικάνικη εργατική τάξη. Αυτή είναι η άσχημη πραγματικότητα της «ζωής», ακόμη και στις ΗΠΑ – τον τόπο «μιας ευημερίας ανεπανάληπτης στην ιστορία», όπως δουλοπρεπώς αναφέρεται στο βιβλίο του Ομπάμα – κάτω από την κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου δόγματος, το οποίο υποστηρίζουν οι μεγάλες επιχειρήσεις και το οποίο προώθησε ο Κένεντι πριν ακόμη εκλείψουν και τα τελευταία ψήγματα της σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης και του New Deal στην πολιτική κουλτούρα των ΗΠΑ. Ο εγκληματικός πόλεμος στο Βιετνάμ, για την κλιμάκωση του οποίου έκανε τόσα πολλά ο Κένεντι, βοήθησε πάρα πολύ στο να σβήσουν οι παραπάνω παραδόσεις.

Ο Ομπάμα αξίζει να κληρονομήσει το βασιλικό μανδύα του Κένεντι που λαχταρά και ελπίζει να φορέσει ενώπιον του κόσμου όλου στην πύλη του Βρανδεμβούργου[4] (ή σε κάποια άλλη κατάλληλη ιστορική τοποθεσία στη Γερμανία). Περιμένετε να δείτε τη στέψη του Ομπάμα ως νέου βασιλιά του «Κάμελοτ» από τον τελευταίο επιζήσαντα αδερφό του Κένεντι στο κέντρο του σταδίου του Ντένβερ τον άλλο μήνα[5], ένα θέαμα που προσδοκάται με σκιρτήματα καρδιάς από μάζες ανθρώπων που έχουν ελπίδες και όνειρα στις ΗΠΑ και το εξωτερικό. Μιλώντας με ηθικούς και ιδεολογικούς όρους, αυτό που πραγματικά χαρακτηρίζει τον Ομπάμα είναι η πανούργα, κορπορατιστική και ιμπεριαλιστική κληρονομιά του Κένεντι. Κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει τρόμο στη δυτική πολιτική κουλτούρα που δεν γνώρισε ακόμη την αμείλικτη οργουελιανή διαγραφή των απόλυτα δικομματικών εγκλημάτων της Αμερικάνικης Αυτοκρατορίας και Ανισότητας.

Μετάφραση: Μιχάλης Παπαδόπουλος




[1] Ιστορικός, τιμημένος με Πούλιτζερ, που θήτευσε ως ειδικός σύμβουλος κατά τη διακυβέρνηση Κένεντι.

[2] Στρατιωτικός δικτάτορας της Δομινικανής Δημοκρατίας για 30 χρόνια. Συγκαταλέγεται στους πιο αιμοσταγείς του 20ου αιώνα.

[3] Όρος που περιγράφει ένα «πακέτο» συγκεκριμένων οικονομικών μέτρων, το οποίο υποτίθεται ότι εφαρμοζόμενο στα αναπτυσσόμενα κράτη θα τα βγάλει από την οικονομική κρίση.

[4] Το πιο διάσημο μνημείο του Βερολίνου, όπου το 1963 εκφώνησε λόγο ο Κένεντι.

[5] Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στις 26 Ιουλίου 2008



Καταλήψεις Εργατών και το Φαινόμενο Ντόμινο

Μαρί Τριγκόνα



Για πολλούς, η κατάληψη του εργοστασίου
Chicago Republic Windows and Doors από τους εργάτες μπορεί να ήταν μια έκπληξη. Αλλά για τους αμερικανούς εργάτες, που αντιμετωπίζουν ένα σκοτεινό οικονομικό μέλλον και βλέπουν τις εταιρίες να σώζονται, ενώ οι ίδιοι χάνουν τις δουλειές τους, η κατάληψη στο Σικάγο έδωσε το έναυσμα. Εν μέσω μιας καταστροφικής οικονομικής κρίσης και μαζικών απολύσεων, δεν έμεινε άλλη επιλογή για τους εργάτες παρά να αναλάβουν άμεση δράση, προκειμένου να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους.

Στο Σικάγο, ορισμένοι εργάτες αποφάσισαν να καταλάβουν το εργοστάσιό τους, για να διεκδικήσουν αποζημιώσεις μετά την απροσδόκητη απόλυσή τους. Πενήντα εργάτες εναλλάσσονταν μέσα στο εργοστάσιο κατά την κατάληψη, καθισμένοι πεισματικά σε καρέκλες, κοιτώντας τα βουβά μηχανήματα. Απ’ έξω, συγκεντρωμένοι υποστηρικτές και συνδικαλιστές κρατούσαν πανό σε ένδειξη αλληλεγγύης που έγραφαν «Ενώ η Bank of America Σώζεται, οι Εργάτες Ξεπουλιούνται».

Οι εργάτες στο εργοστάσιο του Σικάγο δείχνουν το παράδειγμα στα εκατομμύρια κόσμου που χάνουν τις δουλειές τους τώρα στην περίοδο της ύφεσης. Είναι η φωνή των εργατών που βλέπουν τα επείγοντα σχέδια διάσωσης των εταιριών της Γουόλ Στριτ ως άδικα και επιβλαβή για την εργαζόμενη Αμερική. Ένας από τους προνομιούχους της Γουόλ Στριτ, η Τράπεζα της Αμερικής, η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα στη χώρα και ευνοημένη από τα πρόσφατα κρατικά κονδύλια, αρνήθηκε να δανείσει την εταιρία Republic Windows and Doors τα 1, 5 εκατομμύρια που όφειλε η εταιρία σε 200 εργάτες για αποζημιώσεις…

Οι καταλήψεις εργοστασίων από τους εργάτες χρησιμοποιήθηκαν από την αρχή της βιομηχανικής επανάστασης ως αμυντική στρατηγική των εργατών ενάντια στις ελεεινές και ανασφαλείς συνθήκες εργασίας και τις απολύσεις. Στη Λατινική Αμερική, οι εργάτες χρησιμοποίησαν την κατάληψη όχι μόνο για να κάνουν γνωστά τα αιτήματά τους, αλλά και για να εφαρμόσουν την εργατική αυτοδιαχείριση.

Οι εργάτες της Αργεντινής πέρασαν παρόμοια οικονομική κρίση οκτώ χρόνια νωρίτερα, το Δεκέμβριο του 2001. Καλπάζουσα ανεργία, διαφυγή κεφαλαίων και χρεωκοπίες εργοστασίων ήταν το φόντο των καταλήψεων. Η ανεργία χτύπησε ιστορικά επίπεδα με πάνω από 20% ανέργους και 40% του πληθυσμού με ανεπαρκή εργασία. Το αποτέλεσμα ήταν εκατοντάδες εργοστασίων και επιχειρήσεων να καταληφθούν από τους εργάτες. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι εργάτες κατέλαβαν το χώρο εργασίας τους για να απαιτήσουν απλήρωτους μισθούς, αποζημιώσεις απόλυσης, κοινωνική ασφάλιση και χρόνο διακοπών. Σε πολλές περιπτώσεις η κατάληψη ήταν μία εγγύηση ότι οι ιδιοκτήτες δεν θα μπορούσαν να φυγαδεύσουν μηχανές και στοκ εμπορευμάτων για τα πουλήσουν αργότερα. Αλλά τα αιτήματά τους επεκτάθηκαν και στην προστασία των θέσεων εργασίας τους. Έχοντας ελάχιστες ελπίδες ότι τα αφεντικά θα επέστρεφαν για να πληρώσουν τα χρεωστούμενα, οι εργάτες εκπόνησαν σχέδια και έβαλαν μπροστά τη γραμμή παραγωγής χωρίς αφεντικά ή ιδιοκτήτες.

Πάνω από 10.000 εργάτες απασχολούνται στις 200 αυτοδιαχειριζόμενες εταιρίες στην Αργεντινή. Πολλές απ’ αυτές τις ανακτημένες εταιρίες αντιμετωπίζουν τώρα αγωγές έξωσης. Οι εργάτες στις εταιρίες αυτές λένε συχνά ότι επιτελούν αυτό που τα αφεντικά δεν ενδιαφέρονται να κάνουν, δημιουργούν θέσεις εργασίας και παράγουν για την κοινότητα.

Αναλογιζόμενοι τη σημερινή οικονομική κρίση στις ΗΠΑ, αρκετοί αργεντινοί εργάτες χωρίς αφεντικά αναρωτιούνται πότε θα ακολουθήσουν τα βήματά τους οι αμερικανοί εργάτες. Σε μία συζήτηση για τις ανακτημένες εταιρίες το Νοέμβριο, ο Ερνέστο Γκοντζάλες, ένας εργάτης της τυπογραφικής αυτοδιαχειριζόμενης εταιρίας Chilavert υπέβαλλε την εξής ερώτηση: «Φανταστείτε να είχαμε την Τζένεραλ Μότορς στο Ντιτρόιτ υπό τον έλεγχο των εργατών… θα μπορούσαμε να αλλάξουμε τον κόσμο».

Η ιδέα της λειτουργίας της αμερικανικής αυτοκινηβιομηχανίας στο Ντιτρόιτ ως εργατική κοπερατίβα ακούγεται τρελή. Για τον Γκοντζάλες αυτή η ιδέα είναι πραγματικότητα. Κατά την οικονομική κρίση στη χώρα της Νότιας Αμερικής το 2001, κατέλαβε το χώρο εργασίας του και αγωνίστηκε αυτός και οι συνάδελφοί του, ωσότου αποκτήσουν νομική αναγνώριση…

Η κατάληψη του εργοστασίου στο Σικάγο και οι καταλήψεις στα εργοστάσια της Αργεντινής αντανακλούν μία στρατηγική των εργατών, που υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους και παίρνουν στα χέρια τους το μέλλον. Οι δύσκολες εποχές απαιτούν σκληρά μέτρα – οι εργάτες στις ΗΠΑ επιτέλους ορθώνουν το ανάστημά τους. «Το αποτέλεσμα (της κατάληψης στο Σικάγο) είναι διεγερτικό», λέει ο Ντάνιελ Γκρος, οργανωτής των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (IWW). «Εργάτες απ’ όλη τη χώρα εκφράζουν αλληλεγγύη, και οι ιδέες που αφορούν τις συνθήκες εργασίας διαχέονται». Σε μία ένδειξη ότι τα πράγματα αλλάζουν, ακόμη και ο εκλεγμένος πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα έστειλε μήνυμα υποστήριξης στους εργάτες της Republic Windows and Doors.

Εν τω μεταξύ, στην Αργεντινή, κάποια από τα πιο επιτυχημένα παραδείγματα εργατικής αυτοδιαχείρισης αντιμετωπίζουν σοβαρές νομικές επιθέσεις. Πολλές τέτοιες εταιρίες απειλούνται με εξώσεις, και η κυβέρνηση δεν προτίθεται να ψηφίσει νόμους υπέρ της εργατικής αυτοδιαχείρισης. Το ξενοδοχείο Μπάουεν είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Το ξενοδοχείο αυτό με 180 δωμάτια λειτουργεί από τότε που το κατέλαβαν οι εργάτες το 2003. Πέρυσι, ένας ομοσπονδιακός δικαστής εξέδωσε σημείωμα έξωσης στην κοπερατίβα του Μπάουεν. Ένας εθνικός νόμος περί απαλλοτρίωσης είναι ίσως η τελευταία νομική ελπίδα της κοπερατίβας.

Σύμφωνα με τον Φάμπιο Ρεσίνο, έναν εργάτη από την κοπερατίβα Μπάουεν, οι φόβοι για επικείμενες απώλειες θέσεων εργασίας στην οικονομία της Αργεντινής, λόγω της βαθιάς παγκόσμιας κρίσης, ίσως κρύβεται πίσω από την άρνηση της κυβέρνησης να στηρίξει τις αυτοδιαχειριζόμενες εταιρίες. «Η κατάσταση στο Μπάουεν δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό. Είναι μία συνολική επίθεση που αποσκοπεί να σταματήσει τη διαδικασία που άρχισε το 2001, όταν οι εργάτες κατέλαβαν τις επιχειρήσεις που παρατούσαν τα πρώην αφεντικά. Τώρα είναι κρίσιμη στιγμή για τη χώρα, επειδή η παγκόσμια κρίση θα προκαλέσει το κλείσιμο εργοστασίων και μαζικές απολύσεις, όπως ήδη βλέπουμε. Για πολλούς ανθρώπους της εξουσίας δεν είναι βολικό να υπάρχει το παράδειγμα των αυτοδιαχειριζόμενων επιχειρήσεων, και εκεί οφείλονται αυτές οι επιθέσεις».

Οι αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις στην Αργεντινή έχουν εφαρμόσει επιτυχώς ιδέες που αμφισβητούν προκλητικά τη λογική του καπιταλισμού: Κατάληψη, Αντίσταση, Παραγωγή. Δημιουργήθηκαν δημοκρατικές επιχειρήσεις, κοινοτικά προγράμματα και δίκτυα αλληλεγγύης με κοινωνικά κινήματα παντού στον κόσμο. Πιο σημαντικό όμως, αμφισβητήθηκε το καπιταλιστικό μοντέλο της κερδοσκοπίας εις βάρος των ανθρώπων. Αυτή, ίσως, είναι η αιτία που η κυβέρνηση της Αργεντινής δεν υποστηρίζει πολλές αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις.

Πολλοί συνάδελφοι παραλληλίζουν την κατάληψη στο Σικάγο με το ξεσήκωμα των εργατών στην Αργεντινή. «Παρόλο που η κατάληψη του εργοστασίου της Republic Windows and Doors διαφέρει σε πολλά σημεία με τα παραδείγματα εργατικών καταλήψεων στην Αργεντινή, αξίζει να προσέξουμε τις αξιοσημείωτα όμοιες συνθήκες που αντιμετώπισαν οι εργάτες και στις δύο χώρες, και τον τρόπο που αντέδρασαν», έγραψε ο συντάκτης του Upsidedownworld.org, Μπεν Νταγκλ. Και έχει δίκιο ότι οι εργάτες στην υφήλιο μπορεί να εμπνευστούν από την αναπάντεχη απόφαση των εργατών στο Σικάγο να καταλάβουν το εργοστάσιό τους, για να κάνουν τα αιτήματά τους να ακουστούν.

Η κατάληψη στο εργοστάσιο του Σικάγο δεν προσφέρει μόνο μια ελπίδα σε δύσκολες στιγμές, αλλά είναι ταυτόχρονα και μία στρατηγική αλλαγής του κόσμου από τη λαϊκή βάση. Θα μπορούσε η κατάληψη αυτή να προκαλέσει ντόμινο; Οι αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις στην Αργεντινή δείχνουν πώς θα ήταν ο κόσμος, αν το ντόμινο έπαιρνε μαζικές διαστάσεις. Θα έλειπαν από τον κόσμο τα αφεντικά, η ιεραρχία, η καταπίεση και η εκμετάλλευση. Ποιος ξέρει, ίσως η κατάληψη στο Σικάγο και η επιτυχία της εργατικής αυτοδιαχείρισης στην Αργεντινή να δείχνουν ότι ο κόσμος είναι έτοιμος να κάνει αυτή την ουτοπία, πραγματικότητα.

Η Marie Trigona είναι συγγραφέας, ραδιοφωνικός παραγωγός και κινηματογραφίστρια στο Μπουένος Άιρες. Για περισσότερες πληροφορίες για τις αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις στην Αργεντινή, βλ. www.agoratv.org.

Μετάφραση: Πάνος Δημητριάδης



Το Παγκόσμιο Πρόσωπο του Απαρτχάιντ: Από τη Νότια Αφρική στις ΗΠΑ

Τζόζεφ Νέβινς

Δέκα τέσσερα χρόνια πριν, Μάιο μήνα, ο Νέλσον Μαντέλα ανέλαβε την προεδρία της δημοκρατικής Νότιας Αφρικής, σημαδεύοντας επίσημα το τέλος της περιόδου μετάβασης από το καθεστώς του Απαρτχάιντ. Όμως οι ανατριχιαστικές αναφορές και εικόνες από τις φετινές επιθέσεις ενάντια σε μετανάστες σε αρκετές πόλεις της Ν. Αφρικής, που άφησαν πίσω 50 νεκρούς – ορισμένοι απ’ αυτούς καμένοι ζωντανοί – αποδεικνύει ότι το απαρτχάιντ ζει: είναι παγκόσμιο, ενσωματωμένο στις παγκόσμιες δομές της διεθνούς τάξης η οποία στηρίζεται στα έθνη-κράτη.

Παρότι οι παράγοντες που προκαλούν την ξενοφοβία είναι πολύπλοκοι, σε ένα μεγάλο βαθμό αυτή είναι αποτέλεσμα των πρακτικών του κράτους της Ν. Αφρικής, που δημιούργησε ένα άξιο επαίνου «εμείς» και ένα απειλητικό, ξένο «αυτοί»… Αλλά, η Ν. Αφρική δεν είναι η μόνη που καλλιεργεί την ωμότητα εις βάρος των μεταναστών. Πράγματι, κάνει αυτό που κάνουν και όλα τα άλλα έθνη-κράτη (ειδικά τα πιο δυνατά) σε διαφορετικούς βαθμούς το καθένα. Και όπως στην παλιά Ν. Αφρική, όπου το κράτος όριζε που θα εργαστεί και που θα ζήσει η πλειοψηφία των κατοίκων (οι μαύροι Νοτιοαφρικανοί), οι σύγχρονοι κανονισμοί για την παγκόσμια μετακίνηση και διαμονή των ανθρώπων καταλήγουν στη συστηματική βία και αποκτήνωση.

Εδώ στις ΗΠΑ, τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε τεράστια αύξηση των μεταναστών που φυλακίστηκαν, συμπεριλαμβανομένων παιδιών με τους γονείς τους, κατακόρυφη αύξηση στις επιδρομές σε χώρους εργασίας και στις απελάσεις νόμιμων και λαθραίων μεταναστών. Επιπλέον, εντάθηκε δραματικά η φύλαξη των συνόρων. Ως συνέπεια, οι μετανάστες πολλές φορές ρισκάρουν κυριολεκτικά τις ζωές τους, για να καταφέρουν να εισέλθουν στη χώρα κρυφά. Το αποτέλεσμα είναι συχνά ο θάνατος.

Τέτοιες απώλειες συμβαίνουν παγκοσμίως, αλλά είναι τα σύνορα μεταξύ του αποκαλούμενου πρώτου και τρίτου κόσμου, των σχετικά πλούσιων και φτωχών, μεταξύ των εξασφαλισμένων και των ευάλωτων, που είναι τα πιο θανατηφόρα. Στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικό έχουν καταγραφεί περίπου πέντε χιλιάδες πτώματα μεταναστών από το 1994, όταν η κυβέρνηση Κλίντον αύξησε δραματικά τα μέτρα φύλαξης των συνόρων. Παρόμοια, στην περίμετρο της Ευρώπης πολλές χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους την τελευταία δεκαετία, προσπαθώντας να εισέλθουν λαθραία στην επικράτειά της.

Η λέξη «Απαρτχάιντ» μπορεί να φαίνεται αδόκιμη για να περιγράψει το πλαίσιο, όπου διαδραματίζονται αυτές οι τραγωδίες, αφού δεν υπάρχει νομικά επικυρωμένος φυλετικός διαχωρισμός μεταξύ του αποκαλούμενου πρώτου και τρίτου κόσμου. Επιπλέον, πολλοί άνθρωποι που κατάγονται από τον τρίτο κόσμο έχουν υπηκοότητα ή ζουν και εργάζονται σε χώρες της Δύσης.

Παρόλα αυτά, όλα τα έθνη-κράτη, ειδικά τα πλούσια, ρυθμίζουν τη μετακίνηση και τη διαμονή των ανθρώπων, πέρα από άλλους παράγοντες, με βάση τη γεωγραφική καταγωγή – ένα από τα θεμέλια των φυλετικών διαχωρισμών – περιορίζοντας έτσι τα δικαιώματα και τις δικλείδες ασφαλείας των μεταναστών βάσει ενός εγγενούς χαρακτηριστικού το οποίο δεν μπορούν να αλλάξουν. Με παρόμοιο τρόπο, το Απαρτχάιντ της Ν. Αφρικής επιδίωκε ταυτόχρονα και να περιορίζει την κινητικότητα των μαύρων και να εξασφαλίζει ότι θα υπάρχει επαρκές μαύρο εργατικό δυναμικό στις τεχνητά λευκές περιοχές, αρνούμενο πολιτικά δικαιώματα σ’ αυτούς τους εργάτες και καθιστώντας την παρουσία τους εκεί αβέβαιη και ανακλητή.

«Μαύρος» και «λευκός» – καθώς και άλλες φυλετικές κατηγορίες – δηλαδή το χρώμα του δέρματος, ο φυσικός χρωματισμός ή ο φαινότυπος δεν είναι οι μοναδικοί διαχωρισμοί. Όπως φαίνεται από τα ιστορικά μετακινούμενα όρια της λευκότητας στις ΗΠΑ ή από τους πρόσφατους πολέμους στη Β. Ιρλανδία, την πρώην Γιουγκοσλαβία ή τη Ρουάντα, αποτελεσματικοί φυλετικοί διαχωρισμοί υφίσταται συχνά μεταξύ ομάδων που δεν έχουν ορατές φυσικές διαφορές. Μ’ αυτή την έννοια, η «φυλή» βασίζεται σε διαφορές που καλλιεργούν αυτοί που έχουν κάθε φορά την εξουσία, επικαλούμενοι προγόνους και γεωγραφική καταγωγή. Ο ρατσισμός αντανακλά και ορίζει ποιος παίρνει τι, ποιος έχει το πάνω χέρι. Η μετακίνηση από χώρα σε χώρα – ποιος μπορεί να μετακινηθεί και ποιος όχι – είναι μία από τις πιο συγκλονιστικές παγκόσμιες εκδηλώσεις του.

Αυτές οι παγκόσμιες διαφοροποιήσεις στη δύναμη έχουν εξελιχτεί έτσι ώστε τα προνόμια να έχουν συνδεθεί αμετάκλητα με τους «λευκούς». Έτσι, στον κόσμο μας, οι λίγοι – οι σχετικά πλούσιοι και ολιγάριθμοι λευκοί – έχουν γενικά το δικαίωμα να ταξιδεύουν και να ζουν όπου επιθυμούν ή να έχουν πρόσβαση στους πόρους που «χρειάζονται». Εντωμεταξύ, οι σχετικά φτωχοί και πολυάριθμοι έγχρωμοι άνθρωποι υποχρεώνονται γενικώς να επιβιώνουν εκεί όπου δεν υπάρχουν αρκετοί πόροι για ικανοποιητική ζωή ή υποχρεώνονται, προκειμένου να ξεπεράσουν την ένδεια και την ανασφάλειά τους, να ρισκάρουν τις ζωές τους, αντιμετωπίζοντας τα πανίσχυρα μέτρα φύλαξης που λαμβάνουν οι πλούσιες χώρες, που δεν τους επιθυμούν. Και αν καταφέρουν να μεταναστεύσουν, πρέπει να υπομένουν όλους τους εξευτελισμούς και κινδύνους που σχετίζονται με το να είναι «παράνομοι».

Στο πλαίσιο της βαθιάς ανισότητας μεταξύ των χωρών, τα εθνικά, γεωγραφικά σύνορα έχουν έκδηλες επιπτώσεις: η πλευρά στην οποία γεννιέται κάποιος καθορίζει σε τεράστιο βαθμό τους πόρους στους οποίους θα έχει πρόσβαση, την πολιτική δύναμη που θα έχει στο διεθνή στίβο, που θα μπορεί να πάει και κάτω από ποιες συνθήκες και, επομένως, καθορίζει τον τρόπο που ζει και πεθαίνει.

Αυτή είναι η ουσία του ρατσισμού καθώς και του συστήματος του έθνους-κράτους, που επιτρέπει διπλά μέτρα και σταθμά με βάση την υπόθεση ότι κάποιοι πρέπει να έχουν λιγότερα δικαιώματα λόγω της καταγωγής τους.

Αν αυτά τα διπλά κριτήρια ήταν αναμφισβήτητα λάθος κατά την περίοδο Απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, δεν πρέπει να είναι εξίσου λάθος και σήμερα, παγκοσμίως, ανεξάρτητα απ’ αυτόν που τα εφαρμόζει και τις επικαλούμενες δικαιολογίες;

Ο Joseph Nevins είναι βοηθός καθηγητής γεωγραφίας στο Κολλέγιο Vassar και έχει γράψει το βιβλίο «Dying to Live: A Story of U.S. Immigration in an Age of Global Apartheid», εκδόσεις City Lights Books, 2008.

Μετάφραση: Ελένη Βασάλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναγνώστες