Το Πνεύμα της Αντίστασης Ζει
Τελικά, «ανήκομεν εις την Δύσιν». Εξήντα τρία χρόνια μετά τη Γιάλτα, στο γόνιμο έδαφος της Βαβυλωνίας, πλέον, γεννιέται μία νέα ελληνοαμερικανική συνεργασία. Αλήθεια, τι μπορούν να μας προσφέρουν οι Αμερικανοί; Μετά τις σοκολάτες του Τρούμαν, έχουμε να κερδίσουμε κάτι παραπάνω;
Τότε η γη χωρίστηκε σε σφαίρες επιρροής. Και αφού οι Βρετανοί δεν τα έβγαζαν πέρα με την αυτοκρατορία τους, έδωσαν τη σκυτάλη στους Αμερικανούς. Η Ελλάδα απέκτησε νέο κηδεμόνα και μετατράπηκε σε στρατιωτικό προτεκτοράτο της Αμερικής, όπως πολύ αργότερα και τα υπόλοιπα Βαλκάνια. Αυτές οι διεθνείς ζυμώσεις, όμως, άφησαν πίσω τους σημάδια. Στο ακραίο παράδειγμα αντίφασης, στην Ελλάδα, παντρεύονται ο έντονος, λαϊκός αντιαμερικανισμός του δρόμου με την επίσημη, κυβερνητική, φιλοαμερικανική δουλοπρέπεια.
Όμως, ποιο είναι το αληθινό πρόσωπο της Αμερικής; Είναι ο Μπους; Είναι η καμπάνια της γλοιώδους Κλίντον, με τον άντρα της να δηλώνει ότι προορίζει και τη θυγατέρα του για πρόεδρο; Είναι οι γκαιμπελίσκοι του CNN; Είναι οι στρατιώτες που ανταλλάσσουν φωτογραφίες πετσοκομμένων ιρακινών στο διαδίκτυο, για λίγες τσόντες; Είναι ο έκδηλος ρατσισμός των πλούσιων, λευκών αγγλοσαξόνων; Είναι, η δια πυρός, επιβολή των συμφερόντων των πολυεθνικών εταιριών; Είναι η Αμερική, τελικά, το επίσημο όργανο της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου; Αριστερά και δεξιά φερέφωνα απ’ όλο το πολιτικό φάσμα, το καθένα για τους δικούς του λόγους, προωθούν μόνο αυτή την εικόνα της Αμερικής.
Η φωτεινή πλευρά του φεγγαριού, όμως, είναι διαφορετική. Η Αμερική είναι η χώρα των Μπλουζ του Νότου. Η χώρα των Σάκο και Βανζέτι, του Θορώ και του Στάινμπεκ. Ο τόπος όπου έλαβαν χώρα το κίνημα των αγροτών και αυτό των ενοικιαστών, ο αγώνας των ανθρακωρύχων και τόσων άλλων εργατών που απαίτησαν, και κέρδισαν, ψωμί και αξιοπρέπεια. Εκεί άνθισε το κίνημα ενάντια στον φυλετικό διαχωρισμό, ο αγώνας για τη σεξουαλική απελευθέρωση και τον φεμινισμό, η αντιπολεμική πάλη. Αυτή είναι η Αμερική της αντίστασης, του Λος Άντζελες το 1992 και του Σηάτλ το 1999. Του αναρχικού ιστορικού Χάουρντ Ζιν, του ελευθεριακού γλωσσολόγου Τσόμσκι και του Μάικλ Άλμπερτ, συνιδρυτή του δικτύου Ζ.
Είναι η Αμερική του Ζ magazine που αγωνίζεται ενάντια στην Εξουσία, για να κατακτήσει την Ελευθερία, ενάντια στην Ιεραρχία, για την Ισότητα, και μέσα από τη Συμμετοχή για την επιδίωξη της Ευτυχίας. Οικουμενικά δικαιώματα που γράφτηκαν στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, όμως παραμένουν ακόμη ανεκπλήρωτα.
Σε τελική ανάλυση, στον κόσμο της Βαβυλωνίας, σε μια υφήλιο που μοιράζεται το όζον και το νερό, αυτή την Αμερική έχουμε όλοι ανάγκη. Η αντίσταση, που αρνείται να ενσωματωθεί στους εξουσιαστικούς θεσμούς, εκμεταλλεύεται τις ρωγμές του συστήματος για να πραγματοποιηθεί. Μέσα από την παγκόσμια κυριαρχία τής Αμερικής και την αντίστοιχη επιβολή τής κουλτούρας της, η Αμερική του Ζ magazine θα παίξει, αναπόφευκτα, κρίσιμο ρόλο στην πανανθρώπινη υπόθεση, στην παγκοσμιοποίηση του κινήματος και των ανθρώπων, ενάντια στο κεφάλαιο και το κράτος.
Παρά τις απαγορεύσεις των εκάστοτε καθεστώτων και τον αμείωτο ψεκασμό των ανθρώπων απ’ αυτά για την καταπολέμηση των ιδεολογικών μικροβίων, «Το Πνεύμα της Αντίστασης Ζει».
Δημήτρης Κωνσταντίνου
ΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΚΙΕΣ
Κανένας ελεύθερος και μη συμβιβασμένος άνθρωπος δεν μπορεί να είναι χαρούμενος με την πολιτική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, στις ΗΠΑ, αλλά και παγκοσμίως, βλέποντας και κυρίως ζώντας το φιλελεύθερο κατήφορο του «πολιτισμένου» Δυτικού Κόσμου και την ολοφάνερη, αλλά εύκολα εξηγήσιμη, απαξίωση και αδυναμία των αριστερών κομμάτων να προσφέρουν μία εναλλακτική λύση σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, που είναι εντυπωσιακά ανεπτυγμένες τεχνολογικά, αλλά εντυπωσιακά πρωτόγονες πολιτικά. Το βάρος και η ευθύνη για το σταμάτημα της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής επέλασης πέφτει αναπόφευκτα πάνω στις οργανώσεις των απλών πολιτών, στις αγωνιστικές κινηματικές και ακτιβιστικές δράσεις, που καλούνται να ενημερώσουν, να αφυπνίσουν και να δραστηριοποιήσουν τους πολίτες.
Και αυτά τα λόγια θα μπορούσαν εύκολα να εκληφθούν ως η γνωστή αριστερού τύπου ρητορεία, εάν δεν συνοδεύονταν από κάτι ουσιαστικό. Και αυτό είναι η δέσμευση που αναλάβαμε. Η δέσμευση να συμβάλλουμε στη συνεργασία δύο αυτόνομων, λαϊκών, αυτοοργανωτικών, πολιτικών, ακτιβιστικών δικτύων, του Ζ και της Βαβυλωνίας. Δίκτυα που χαρακτηρίζονται από την αγωνιστικότητά τους, την εμμονή στο πνεύμα αντίστασης, τη σαφή και αυθεντική πολιτική τοποθέτηση και την πίστη στην άμεση δημοκρατία και στην πραγματική συμμετοχική κοινωνία των πολιτών. Είναι μία δέσμευση που έχει ως πρωταρχικό σκοπό την αντικειμενική ενημέρωση για το τι συμβαίνει σήμερα στον πλανήτη και γιατί συμβαίνει, αλλά κυρίως είναι μία διαδικασία εκπαίδευσης για όλους μας, τόσο για εμάς που έχουμε την ευθύνη της έκδοσης, όσο και για τους αναγνώστες στους οποίους απευθυνόμαστε.
Ενδεχομένως να προκαλεί έκπληξη σε αρκετούς το γεγονός ότι στις ΗΠΑ υπάρχουν δίκτυα με έντονη πολιτική και ακτιβιστική δραστηριότητα, όπως το Ζ, τα οποία ανήκουν στο χώρο του αυθεντικού αναρχισμού. Όμως δεν θα έπρεπε να εκπλήσσεται κάποιος. Είναι λογικό τα ΜΜΕ να μην ασχολούνται με αυτές τις δράσεις και τα κινήματα. Είναι απόλυτα λογικό να θέλουν να κρύψουν την έντονη αντίδραση και αντίθεση στο σύγχρονο τρόπο ζωής και πολιτικής σκέψης (ή στην έλλειψή της), όπως αυτή εκφράζεται από πολλούς έξυπνους, δραστήριους και κυρίως ασυμβίβαστους ανθρώπους ακόμα και μέσα στην υπερδύναμη. Ο Χάουαρντ Ζιν, ο Νόαμ Τσόμσκι, ο Μάικλ Άλμπερτ, ο ηθοποιός Σων Πεν ή ακόμα και ο αρχιεπίσκοπος Ντέσμοντ Τούτου είναι μερικά από τα ονόματα που δραστηριοποιούνται στα δίκτυα αυτά. Ο Σων Πεν είναι ίσως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο γνωστός και ταλαντούχος ηθοποιός είναι υποστηρικτής του αναρχικού κινήματος με έντονη πολιτική δράση και, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, με έντονη δράση εναντίον της κυβέρνησης Μπους. Όμως, από τα ΜΜΕ παρουσιάζεται ως ο «αντάρτης», ο «ιδιότροπος» καλλιτέχνης, το «κακό παιδί» του Χόλυγουντ, ενώ επιμελώς αγνοούνται οι θέσεις του στις αναφορές τους.
Και φυσικά υπάρχουν οι εκατοντάδες χιλιάδες άσημοι και αφανείς ακτιβιστές, σαν εμάς που δίνουμε το δικό μας αγώνα με όποια μέσα διαθέτουμε. Είμαστε εμείς που ακριβώς λόγω της έλλειψης οργανωμένου πλαισίου δράσης δεν υπάρχουμε για τα ΜΜΕ και για το σύγχρονο Δυτικό πολιτικό τρόπο σκέψης. Είμαστε αιρετικές πολιτικές σκιές που η φωνή μας δεν πρέπει να ακουστεί, γιατί θα μολύνει την καταδικασμένη, έτσι κι αλλιώς, σε πνευματικό θάνατο κοινωνία τους. Γι’ αυτό, λοιπόν, δεν πρέπει να εκπλήσσεται κάποιος που υπάρχουν ακόμα και Έλληνες στις ΗΠΑ που έχουν αυτή την ιδεολογική τοποθέτηση, που διαβάζουν και ενημερώνονται από τη Βαβυλωνία και τα άλλα μέσα της «εναλλακτικής ενημέρωσης» για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα.
Άνθρωποι που εκτιμούν τη Βαβυλωνία, διότι με το γνήσιο και ξεκάθαρο πολιτικό στίγμα, αποτελεί μία φωτεινή εστία αντιεξουσιαστικού αγώνα, μία εξαιρετικά ποιοτική προσπάθεια αντικειμενικής ενημέρωσης και σχολιασμού των γεγονότων, μία προσπάθεια να μετατραπεί ο ανατρεπτικός λόγος σε απελευθερωτική πράξη.
Από τι, όμως, χρειάζεται να ελευθερωθεί ο άνθρωπος και τι είναι ελευθερία; Την απάντηση για τα δικά μας όνειρα και τις δικές μας προσδοκίες, για το τι είναι «ελευθερία», τη δίνει με ξεχωριστό τρόπο ο ιστορικός αναρχικός Ρούντολφ Γκουερίν σε ένα αγαπημένο κείμενο που παρουσιάζεται στο δοκίμιο του Νόαμ Τσόμσκι, Σημειώσεις για τον Αναρχισμό:
«Για τον αναρχικό, η ελευθερία δεν είναι μία αφηρημένη φιλοσοφική έννοια, αλλά μία ζωτικής σημασίας και απόλυτα εφικτή δυνατότητα κάθε ανθρώπου να αναπτύξει όλες τις δυνάμεις, ιδιότητες και προτερήματα που του έδωσε η φύση με σκοπό το συνολικό όφελος της κοινωνίας. Όσο λιγότερο αυτή η ανάπτυξη των φυσικών ιδιοτήτων επηρεάζεται από εκκλησιαστική ή πολιτική κηδεμονία, τόσο περισσότερο αποτελεσματική και αρμονική θα γίνει η ανθρώπινη προσωπικότητα και τόσο περισσότερο θα αποτελεί το μέτρο της πνευματικής καλλιέργειας της κοινωνίας της οποίας αποτελεί μέρος.»
Αυτή είναι η ελευθερία την οποία εμείς αναζητούμε, και για την οποία ο Μιχαήλ Μπακούνιν τονίζει ότι δεν έχει καμία σχέση με την ψευδαίσθηση ελευθερίας που προσφέρουν τα κράτη και ο φιλελευθερισμός: «Είμαι ένας φανατικός εραστής της ελευθερίας, την οποία και θεωρώ ως τη μοναδική προϋπόθεση για την ανάπτυξη και άνθηση του πνεύματος, της αξιοπρέπειας και της ανθρώπινης ευτυχίας. Όχι την τυπική ελευθερία που εκχωρεί και ρυθμίζει το κάθε κράτος –ένα αιώνιο ψέμα – η οποία τελικά στην πραγματικότητα δεν αντιπροσωπεύει τίποτα άλλο από το προνόμιο ορισμένων που κερδήθηκε πάνω στην σκλαβιά των υπολοίπων. Δεν είναι ελευθερία η εξατομικευμένη, εγωιστική, άθλια και ψευδεπίγραφη ελευθερία των φιλελευθέρων και της μπουρζουαζίας. Η πραγματική ελευθερία είναι αυτή που συνίσταται στην πλήρη ανάπτυξη των υλικών, πνευματικών και ηθικών δυνάμεων που βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση σε κάθε άνθρωπο· αυτή που δεν αναγνωρίζει κανένα περιορισμό, εκτός από τα όρια που καθορίζονται από τους νόμους της φύσης».
Για τους λόγους αυτούς και με ιδιαίτερη χαρά, ανιδιοτελώς και με μόνο κέρδος τη χαρά της ενημέρωσης που θέλουμε να προσφέρουμε στους εαυτούς μας και στους αναγνώστες, αναλάβαμε την ελληνική έκδοση του Ζ magazine σε συνεργασία με την αγωνιστική εφημερίδα Βαβυλωνία. Όπως, επίσης, και με ιδιαίτερη χαρά και για την ενημέρωση του παγκόσμιου αναγνωστικού κοινού του δικτύου Ζ θα προχωρήσουμε στη μετάφραση ελληνικών άρθρων από τη Βαβυλωνία στα Αγγλικά, τα οποία και θα εμφανίζονται στο Ζ. Διότι το πρόβλημα έλλειψης αντικειμενικής ενημέρωσης είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Διότι τα πραγματικά προβλήματα και οι καθημερινοί αγώνες του έλληνα πολίτη δεν γίνονται ευρύτερα γνωστά. Διότι έχουμε την υποχρέωση να δείξουμε ότι στην Ελλάδα ο αντιεξουσιαστικός αγώνας δεν είναι μόνο ρητορεία, αλλά υπάρχουν οι διανοούμενοι και οι εστίες εκείνες που με σοβαρότητα και επιμονή αντιστέκονται στο ρεύμα της εποχής.
Ταυτόχρονα, ελπίζουμε ότι θα βοηθήσουμε στην προσπάθεια να έρθουν σε επαφή ακτιβιστές από όλο τον κόσμο, να ενωθούν τα δίκτυα και οι αγώνες τους, ώστε να δημιουργηθεί η παγκοσμιοποίηση που εμείς ονειρευόμαστε. Να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την επίτευξη του κοινού στόχου, για την αποκατάσταση της αλληλεγγύης και των χαμένων κοινωνικών δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, για την εξάλειψη του βάρβαρου ανταγωνισμού και της εκμετάλλευσης που χαρακτηρίζει τον καπιταλιστικό τρόπο ζωής.
Για την κοινωνία των πολιτών, μακριά από σύνορα και νόμους, μακριά από αγορές, χρηματιστήρια και οικονομικές επίπλαστες ενώσεις των λαών.
Βοστώνη, Ιούλιος 2008
Νίκος Στυλόπουλος
Ελπίδα Σαμαράκη
ΠΕΡΙ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΥ
του ΧΑΟΥΑΡΝΤ ΖΙΝ
«Η ιστορία μάς έχει δείξει ότι, οποτεδήποτε οι άνθρωποι βίωσαν καθεστώς τυραννίας, τελικά, επαναστάτησαν εναντίον του».
Απόσπασμα από τη συνέντευξή του στον Ζίγκα Βοντόβνικ-Μάιος 2008
Ο Χάουαρντ Ζιν είναι ιστορικός, θεατρικός συγγραφέας και κοινωνικός αγωνιστής. Γεννήθηκε το 1922 στο Μπρούκλιν από φτωχή οικογένεια μεταναστών. Έχει διδάξει στο κολλέγιο Σπέλμαν και στο πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Συμμετείχε ενεργά στο κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων και στον αγώνα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ. Έχει γράψει πάνω από 20 βιβλία. Στην Ελλάδα έγινε γνωστός από την πετυχημένη θεατρική παράσταση, Ο Μαρξ στο Σόχο. Αναμένονται τα βιβλία του, A People's History of the United States από τις εκδόσεις Αιώρα και Declarations of Independence από τις εκδόσεις Αγκιτάτσια.
Ο Ζίγκα Βοντόβνικ είναι βοηθός καθηγητής Πολιτικών Επιστημών, στο τμήμα Κοινωνικών Επιστημών του πανεπιστημίου της Λιουμπλιάνα, με ειδικότητα στην αναρχική θεωρία και πράξη.
Β: Από το 1980 και μετά, έχουμε γίνει μάρτυρες της διαδικασίας της οικονομικής παγκοσμιοποίησης που επεκτείνεται κάθε μέρα. Πολλοί άνθρωποι της αριστεράς αντιμετωπίζουν ένα δίλημμα: Να εργαστούν για την ενίσχυση των εθνών-κρατών, ως αμυντική τακτική ενάντια στην επικράτηση του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου; Ή να αγωνιστούν για μία αντι-εθνική εναλλακτική μορφή παγκοσμιοποίησης; Ποια είναι η άποψή σου γι’ αυτό;
Ζ: Είμαι αναρχικός, και σύμφωνα με τις αναρχικές αξίες τα έθνη-κράτη αποτελούν εμπόδια σε μία αληθινή, ανθρωπιστική παγκοσμιοποίηση. Κατά μία έννοια, το ρεύμα της παγκοσμιοποίησης, με τους καπιταλιστές να υπερπηδούν τα εθνικά σύνορα, μας δίνει την ευκαιρία να καταργήσουμε τα σύνορα και να πραγματοποιήσουμε την παγκοσμιοποίηση των ανθρώπων, σ’ αντίθεση με την παραδοσιακή παγκοσμιοποίηση. Με άλλα λόγια, μπορούμε να την εκμεταλλευτούμε—δεν υπάρχει τίποτα κακό στην ιδέα της παγκοσμιοποίησης—με έναν τρόπο που να πετυχαίνεται η κατάργηση των εθνικών συνόρων και, ταυτόχρονα, να διασφαλίζεται ότι οι οικονομικές αποφάσεις που αφορούν τους ανθρώπους του κόσμου να μην λαμβάνονται από τις εταιρείες.
Β: Ο Πιερ-Τζόζεφ Προυντόν, κάποτε, έγραψε: «Η ελευθερία είναι η μητέρα και όχι η κόρη της τάξης». Πώς φαντάζεσαι τη ζωή μετά ή πέρα από τα έθνη-κράτη;
Ζ: Πέρα από τα έθνη-κράτη; (γέλιο) Θεωρώ ότι πέρα από τα έθνη-κράτη υπάρχει ένας κόσμος χωρίς εθνικά σύνορα αλλά, σίγουρα, με οργάνωση. Όχι άνθρωποι οργανωμένοι σε έθνη, αλλά οργανωμένοι σε ομάδες και συλλογικότητες χωρίς εθνικά ή άλλα σύνορα. Χωρίς καθόλου σύνορα, διαβατήρια, βίζες. Τίποτα απ’ αυτά. Συλλογικότητες διαφόρων μεγεθών, ανάλογα με τη δραστηριότητα, που θα είναι σε επαφή μεταξύ τους. Είναι αδύνατο να δημιουργηθούν αυτάρκεις, μικρές συλλογικότητες, γιατί, απλούστατα, θα έχουν διαθέσιμους, διαφορετικούς πόρους η κάθε μία. Αυτό είναι κάτι που η αναρχική θεωρία δεν έχει επεξεργαστεί ικανοποιητικά και, πιθανότατα, είναι αδύνατο να επεξεργαστεί εκ των προτέρων, διότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την πράξη.
Β: Θεωρείς ότι μπορούμε αλλάξουμε την κοινωνία μέσα από τις θεσμικές, κομματικές πολιτικές ή μόνο μέσω εναλλακτικών μέσων—με ανυπακοή, παράλληλα δίκτυα, εναλλακτικά ΜΜΕ κ.ά.;
Ζ: Αν δραστηριοποιείσαι μέσα από τις υπάρχουσες δομές, είναι σίγουρο ότι θα σε διαφθείρουν. Μέσα από το πολιτικό σύστημα που δηλητηριάζει την ατμόσφαιρα, ακόμη και οι προοδευτικοί οργανισμοί εκφυλίζονται, το βλέπουμε σήμερα στις ΗΠΑ, όπου άνθρωποι της «αριστεράς» εμπλέκονται σε προεκλογικές καμπάνιες και αναλώνονται σε έντονη επιχειρηματολογία, αν πρέπει να υποστηρίξουμε την μία ή την άλλη τρίτη υποψηφιότητα. Αυτή είναι μία μικρή απόδειξη που μας δείχνει ότι, όταν εμπλέκεσαι στην προεκλογική πολιτική, οι ιδέες σου μολύνονται. Γι’ αυτό πιστεύω ότι το σωστό είναι να μην βασιζόμαστε στην κάλπη ούτε να σκεφτόμαστε με όρους αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης ή εκλογικής πολιτικής, αλλά, αντίθετα, με όρους οργάνωσης κοινωνικών κινημάτων, οργάνωσης στον χώρο εργασίας, στη γειτονιά, οργάνωσης συλλογικοτήτων που θα γίνουν αρκετά ισχυρές, ώστε να αναλάβουν—πρώτα να αποκτήσουν δύναμη, ώστε να μπορούν να αντιστέκονται στα κελεύσματα της εξουσίας και δεύτερον, στη συνέχεια, να γίνουν τόσο δυνατές, ώστε να αναλάβουν τους θεσμούς.
Β: Μία προσωπική ερώτηση. Πηγαίνεις στην κάλπη; Ψηφίζεις;
Ζ: Ναι, μερικές φορές, όχι πάντα. Εξαρτάται. Θεωρώ ότι είναι προτιμότερο, μερικές φορές, να έχεις πρόεδρο τον έναν υποψήφιο παρά τον άλλο, παρόλο που ξέρεις ότι η λύση δεν είναι αυτή. Μερικές φορές ο λιγότερο κακός, δεν είναι και τόσο λιγότερο, κι έτσι τον απορρίπτεις και είτε δεν ψηφίζεις είτε ψηφίζεις έναν τρίτο υποψήφιο, ως διαμαρτυρία στο κομματικό σύστημα. Μερικές φορές η διαφορά μεταξύ δύο υποψηφίων είναι άμεσα σημαντική, και τότε νομίζω ότι η προσπάθεια να εκλεγεί κάποιος, που είναι λίγο καλύτερος ή λιγότερο επικίνδυνος, είναι κατανοητή. Δεν πρέπει, όμως, ποτέ να ξεχνάμε ότι, ανεξάρτητα ποιος θα εκλεγεί, το σημαντικό είναι τι είδους κοινωνικό κίνημα υφίσταται. Επειδή έχουμε δει στην ιστορία ότι, εφόσον υπάρχει ισχυρό κοινωνικό κίνημα, δεν έχει σημασία ποιος καταλαμβάνει το αξίωμα. Όποιος και να είναι, είτε Ρεπουμπλικανός είτε Δημοκρατικός, αν υπάρχει ισχυρό κίνημα, αυτός που έχει την εξουσία θα αναγκαστεί να υποχωρήσει, θα αναγκαστεί, κατά κάποιο τρόπο, να σεβαστεί τη δύναμή του.
Το είδαμε αυτό το 1960. Ο Ρίτσαρντ Νίξον δεν ήταν ο λιγότερο κακός αλλά ο χειρότερος υποψήφιος· κατά τη διακυβέρνησή του, όμως, τερματίστηκε, επιτέλους, ο πόλεμος, επειδή είχε να αντιμετωπίσει την ορμή τού αντιπολεμικού κινήματος και του κινήματος των Βιετναμέζων. Θα ψηφίσω, αλλά πάντοτε έχοντας κατά νου ότι σημαντική δεν είναι η ψήφος αλλά η οργάνωση.
Όταν κάποιοι άνθρωποι μιλάνε για τις εκλογές, με ρωτούν: Θα υποστηρίξεις αυτόν τον υποψήφιο ή τον άλλο; Εγώ τους λέω: «Θα υποστηρίξω αυτόν τον υποψήφιο για ένα λεπτό, όσο βρίσκομαι στην κάλπη. Εκείνη τη στιγμή, θα υποστηρίξω τον Α και όχι τον Β, αλλά πριν να πάω στην κάλπη, και αφού φύγω από κει, διοχετεύω όλες μου τις δυνάμεις στην οργάνωση των ανθρώπων και όχι στη διοργάνωση προεκλογικών εκστρατειών».
Β: Ο αναρχισμός, με αυτή την έννοια, εναντιώνεται στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, αφού αυτή αποτελεί, επίσης, μία μορφή τυραννίας—την τυραννία της πλειοψηφίας. Διαφωνούν με την τακτική της πλειοψηφικής ψηφοφορίας, σημειώνοντας ότι οι απόψεις της πλειοψηφίας δεν συμπίπτουν πάντα με τις ηθικά σωστές. Ο Θορώ έγραψε, κάποτε, ότι είμαστε υποχρεωμένοι να ενεργούμε σύμφωνα με τις υποδείξεις της συνείδησής μας, ακόμη και αν αυτές έρχονται σε αντίθεση με την άποψη της πλειοψηφίας ή τους νόμους της κοινωνίας. Συμφωνείς μ’ αυτό;
Ζ: Απόλυτα. Ο Ρουσώ, κάποτε, αναρωτήθηκε: «Αν είμαι μέλος μιας ομάδας 100 ανθρώπων, έχουν το δικαίωμα οι 99 απ’ αυτούς να με καταδικάσουν σε θάνατο, επειδή είναι απλώς η πλειοψηφία;» Όχι, οι πλειοψηφίες, σίγουρα, κάνουν λάθη και μερικές φορές καταστρατηγούν και τα δικαιώματα των μειοψηφιών. Αν οι πλειοψηφίες κυβερνούσαν, μπορεί να είχαμε ακόμη δουλεία. Άλλοτε, το 80% του πληθυσμού κρατούσε υποδουλωμένο το υπόλοιπο 20%. Σύμφωνα με νόμο της πλειοψηφίας, αυτό είναι σωστό. Πρόκειται, λοιπόν, για μία ελαττωματική αντίληψη της δημοκρατίας. Η δημοκρατία οφείλει να λαμβάνει υπόψη της διάφορα πράγματα— τις απαιτήσεις όλων των ανθρώπων αναλογικά, όχι μόνο τις ανάγκες των πολλών αλλά και τις ανάγκες της μειοψηφίας. Επιπλέον, πρέπει να συνυπολογίζει ότι η πλειοψηφία, ειδικά σε κοινωνίες όπου τα ΜΜΕ χειραγωγούν την κοινή γνώμη, μπορεί να έχει εντελώς λανθασμένες και διεφθαρμένες απόψεις. Γι’ αυτό, λοιπόν, συμφωνώ· οι άνθρωποι οφείλουν να ενεργούν σύμφωνα με τη συνείδησή τους και όχι ακολουθώντας τις επιταγές της πλειοψηφίας.
Β: Στην εποχή μας, ένα μεγάλο ποσοστό της δημιουργικής ενέργειας της ριζοσπαστικής πολιτικής προέρχεται από τον αναρχισμό, αλλά ελάχιστοι αγωνιστές αποκαλούν τους εαυτούς τους «αναρχικούς». Γιατί συμβαίνει αυτό, κατά την άποψή σου; Πρόκειται για ανθρώπους που ντρέπονται να ταυτοποιηθούν με αυτή τη φιλοσοφική παράδοση ή απλά μένουν πιστοί στη δέσμευση ότι η αληθινή χειραφέτηση απαιτεί την απελευθέρωση από κάθε ταμπέλα;
Ζ: Ο όρος αναρχισμός έχει συνδεθεί με δύο φαινόμενα, με τα οποία οι αυθεντικοί αναρχικοί δεν θέλουν να έχουν σχέση. Το ένα είναι η βία, και το άλλο είναι η αταξία, το χάος. Η διαδεδομένη αντίληψη για τον αναρχισμό είναι, βόμβες και τρομοκρατία από τη μία μεριά, και από την άλλη, έλλειψη κανόνων και ρυθμίσεων, έλλειψη πειθαρχίας· δηλαδή ο καθένας να κάνει ότι θέλει και να επικρατεί σύγχυση. Γι’ αυτό πολλοί διστάζουν να χρησιμοποιήσουν τον όρο. Όμως, οι αληθινές ιδέες του αναρχισμού ήταν, ουσιαστικά, ενσωματωμένες στον τρόπο σκέψης των κινημάτων της δεκαετίας του ’60. [...]
Β: Μήπως θεωρείς ότι η υποτιμητική χρήση της λέξης «αναρχισμός» είναι άμεση συνέπεια του γεγονότος ότι η ιδέα της ελευθερίας των ανθρώπων τρομάζει πάντοτε αυτούς που είναι στην εξουσία;
Ζ: Χωρίς καμία αμφιβολία! Οι αναρχικές ιδέες, σίγουρα, απειλούν αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία. Αυτοί ανέχονται φιλελεύθερες ή μεταρρυθμιστικές αντιλήψεις, αλλά δεν μπορούν να ανεχτούν την ιδέα της κατάργησης του κράτους και της κεντρικής εξουσίας. Έτσι, είναι σημαντικό γι’ αυτούς να γελοιοποιούν τη φιλοσοφία του αναρχισμού, να δημιουργούν την εντύπωση ότι ο αναρχισμός είναι βίαιος και χαοτικός. Και, προφανώς, τους βολεύει αυτό.
Β: Ποια είναι η άποψή σας για το «δίλημμα» της χρησιμοποίησης του μέσου της επανάστασης σε αντιδιαστολή με το μέσο της κοινωνικής και πολιτισμικής εξέλιξης;
Ζ: Νομίζω ότι εδώ τίθενται πολλά διαφορετικά ερωτήματα. Ένα απ’ αυτά είναι το ζήτημα της βίας, και νομίζω ότι σ’ αυτό, οι αναρχικοί οι ίδιοι διαφωνούν. Εδώ στις ΗΠΑ βρίσκεις αυτή τη διάσταση απόψεων, και, μάλιστα, να εμφανίζεται στο ίδιο πρόσωπο. Η Έμμα Γκόλντμαν έφερε τον αναρχισμό στο προσκήνιο, μετά το θάνατό της, τη δεκαετία του ’60, όταν ξαφνικά αναγνωρίστηκε ως σημαντική φιγούρα. Η Έμμα, όμως, ενώ στην αρχή υποστήριξε τη δολοφονία του Χένρι Κλέι Φρικ, στη συνέχεια άλλαξε γνώμη και πίστευε ότι αυτός δεν ήταν ο σωστός τρόπος. Ο φίλος και σύντροφός της, Αλεξάντερ Μπέρκμαν, όμως, ποτέ δεν παραιτήθηκε εντελώς από την ιδέα της βίας. Από την άλλη μεριά, υπήρξαν άνθρωποι που ήταν αναρχικοί, με τον τρόπο τους, όπως ο Τολστόι και ο Γκάντι, που πίστευαν στη μη βία.
Ο αναρχισμός έχει μία βασική αρχή στο θέμα των μέσων, και αυτή είναι η πίστη στην άμεση δράση—που σημαίνει την άμεση ανάληψη της εξουσίας από το λαό, αντί για την αποδοχή των λύσεων που προσφέρει η κοινωνία, δηλαδή της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης, της ψηφοφορίας και της νομοθεσίας. Στην περίπτωση των συνδικάτων, του αναρχοσυνδικαλισμού, σημαίνει απεργία των εργατών, και όχι μόνο αυτό, αλλά και κατάληψη και αυτοδιαχείριση των εργοστασίων. Τι είναι άμεση δράση; Στον Νότο, όταν οι μαύροι άνθρωποι οργανώνονταν ενάντια στον φυλετικό διαχωρισμό, δεν περίμεναν τη συγκατάθεση της κυβέρνησης και δεν ακολούθησαν τη νομική οδό, δηλαδή, δεν κατέθεσαν μηνύσεις ούτε περίμεναν το Κογκρέσο να ψηφίσει νομοσχέδια. Ανέλαβαν άμεση δράση· πήγαν στα εστιατόρια, έκατσαν κάτω και δεν κουνήθηκαν από τη θέση τους. Ανέβηκαν στα λεωφορεία και λειτουργούσαν έτσι όπως θα ήθελαν, και θεωρούσαν σωστό, να γίνεται.
Φυσικά, η απεργία είναι πάντα μία μορφή άμεσης δράσης. Με την απεργία, επίσης, δεν ζητάς από την κυβέρνηση να βελτιώσει την κατάστασή σου ψηφίζοντας νόμους, δρας άμεσα ενάντια στον εργοδότη. Θα μπορούσα να πω ότι, όσον αφορά τα μέσα, η αρχή της άμεσης δράσης, ενάντια στο κακό που θέλεις να νικήσεις, κυριαρχεί στις αναρχικές ιδέες, στα αναρχικά κινήματα.
Επιπλέον, νομίζω ότι μία από τις σημαντικότερες αρχές του αναρχισμού είναι ότι δεν μπορούν να διαχωριστούν τα μέσα από τους σκοπούς. Δηλαδή, αν ο σκοπός σου είναι μία κοινωνία ισότητας, πρέπει να χρησιμοποιήσεις μέσα που να βασίζονται στην ισότητα. Αν αποσκοπείς σε μία ειρηνική κοινωνία χωρίς πόλεμο, δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις τον πόλεμο ως μέσο για να τη δημιουργήσεις. Θεωρώ ότι ο αναρχισμός απαιτεί να βρίσκονται σε αρμονία τα μέσα με τους σκοπούς. Αυτό είναι ένα από τα ειδοποιά χαρακτηριστικά του.
Β: Σε μία περίπτωση, ρωτήθηκε ο Νόαμ Τσόμσκι ποιο είναι το συγκεκριμένο όραμα που έχει για την αναρχική κοινωνία και με ποιον τρόπο θα φτάσουμε εκεί. Η απάντησή του ήταν ότι «δεν μπορούμε να φανταστούμε τι είδους προβλήματα θα προκύψουν, χωρίς προηγουμένως να έχουμε πειραματιστεί μ’ αυτά». Μήπως πιστεύεις, κι εσύ, ότι αρκετοί αριστεροί διανοούμενοι σπαταλούν πολλή ενέργεια στις θεωρητικές φιλονικίες τους περί κατάλληλων μέσων και σκοπών, και παραβλέπουν να ξεκινήσουν το «πείραμα» στην πράξη;
Ζ: Θεωρώ ότι αξίζει να παρουσιάζονται συγκροτημένες ιδέες, όπως έκανε ο Μάικλ Άλμπερτ, για παράδειγμα, με το Πάρεκον , ακόμη και αν διατηρείται μία ορισμένη ευελιξία στις ιδέες. Δεν είναι δυνατόν να δημιουργήσουμε το ακριβές αντίγραφο της μελλοντικής κοινωνίας από τώρα, αλλά νομίζω ότι είναι καλό να την επεξεργαζόμαστε. Θεωρώ ότι είναι σωστό να έχουμε στο μυαλό μας έναν σκοπό. Είναι εποικοδομητικό, επιβοηθητικό και υγιές να σκεφτόμαστε πώς μπορεί να είναι αυτή η μελλοντική κοινωνία, επειδή έτσι δημιουργούμε έναν οδηγό για την καθημερινή μας ζωή. Αρκεί αυτές οι συζητήσεις για την μελλοντική κοινωνία να μην λειτουργούν ως εμπόδιο στην προσπάθειά μας να τη δημιουργήσουμε στην πράξη. Στην αντίθετη περίπτωση, μπορεί να αναλώνεσαι σε συζητήσεις υπέρ της μίας ουτοπίας ή της άλλης, και στο μεταξύ να μην κάνεις τίποτα προς την κατεύθυνση αυτή.
Β: Στο βιβλίο σου, A People's History of the United States, μας επισημαίνεις ότι η ελευθερία μας, τα δικαιώματά μας, οι περιβαλλοντικοί κανόνες κ.ά., ποτέ δεν μας τα χάρισε η ελίτ των πλουσίων και ισχυρών, αλλά πάντοτε κερδήθηκαν με αγώνα από τους απλούς ανθρώπους· με πολιτική ανυπακοή. Με αυτή τη λογική, ποια πρέπει να είναι τα πρώτα μας βήματα στην πορεία για έναν άλλο, καλύτερο κόσμο;
Ζ: Νομίζω ότι το πρώτο μας βήμα είναι να οργανωθούμε και να αγωνιστούμε ενάντια στην κατεστημένη τάξη—ενάντια στον πόλεμο, την οικονομική και σεξουαλική εκμετάλλευση, τον ρατσισμό, κλπ. Αλλά η οργάνωσή μας πρέπει να είναι τέτοια, ώστε τα μέσα μας να ανταποκρίνονται στους σκοπούς μας, και να δημιουργήσουμε, μέσα από την οργάνωσή μας, τέτοιες ανθρώπινες σχέσεις σαν αυτές που ονειρευόμαστε να ανθίσουν στη μελλοντική κοινωνία. Αυτό σημαίνει να οργανωθούμε χωρίς κεντρική εξουσία, χωρίς χαρισματικό ηγέτη, αποτελώντας μία μικρογραφία της ιδανικής κοινωνίας ισότητας. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα ότι, ακόμη και αν δεν πετύχουμε κάτι στο άμεσο μέλλον, θα έχουμε καταφέρει να δημιουργήσουμε ένα μοντέλο. Θα έχουμε λειτουργήσει έτσι όπως θα θέλαμε να λειτουργεί η μελλοντική κοινωνία και θα έχουμε αποκομίσει άμεση ικανοποίηση. Ακόμη και αν δεν πετύχαμε τον τελικό μας σκοπό.
Β: Ποια είναι η άποψή σου για τις διάφορες προσπάθειες που γίνονται, προκειμένου να αποδειχθεί η οντολογική υπόθεση του Μπακούνιν, ότι οι άνθρωποι διαθέτουν «ένστικτο ελευθερίας», ότι δεν πρόκειται μόνο για μία επιθυμία αλλά και για βιολογική ανάγκη;
Ζ: Βασικά, συμφωνώ μ’ αυτή την υπόθεση, αλλά νομίζω ότι δεν είναι δυνατό να αποδειχθεί μέσω της βιολογίας. Πρέπει να βρούμε το γονίδιο της ελευθερίας, δηλαδή; Όχι. Θεωρώ ότι ο εναλλακτικός δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε για να επιβεβαιώσουμε αυτή την υπόθεση είναι μέσω της ιστορίας της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Εκεί αποδεικνύεται η ύπαρξη της εσωτερικής ενόρμησης του ανθρώπου για ελευθερία, από το γεγονός ότι οποτεδήποτε οι άνθρωποι βίωσαν καθεστώς τυραννίας, τελικά, επαναστάτησαν εναντίον του.
Μετάφραση: Δημήτρης Κωνσταντίνου
ΗΠΑ: ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
του Νόαμ Τσόμσκι
Απόσπασμα από τη συνέντευξή του στον Γκάμπριελ Σκίβον, Φεβ. 2008
Ο Νόαμ Τσόμσκι είναι καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο ΜΙΤ. Γεννημένος το 1928, είναι ίσως ένας από τους πιο αξιοσέβαστους διανοούμενους του 20ου αιώνα και ακούραστα παλεύει για δικαιοσύνη και ειρήνη, ενώ έχει πλούσιο συγγραφικό έργο. Στην Ελλάδα έχουν εκδοθεί αρκετά βιβλία του: Αποτυχημένες Πολιτείες (Πατάκης, 2007), Γλώσσα και Νους (Πολύτροπον, 2008), Κέρδος και Πολίτης (Καστανιώτης, 2005) και πολλά άλλα.
Ο Γκάμπριελ Σκίβον είναι εκδότης των εντύπων Days Beyond Recall Alternative Media και Literary Journal. Τα άρθρα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Πρόσφατα του απονεμήθηκε το βραβείο 2007 Frederica Hearst Prize for Lyrical Poetry, ενώ είναι και ενεργό μέλος της Διεθνούς Αμνηστίας και πολλών άλλων ακτιβιστικών οργανώσεων.
I. ΙΡΑΚ: Η ΕΝΤΙΜΗ ΛΥΣΗ
Σ: Οπουδήποτε και αν βρεθεί κάποιος, σε πανεπιστήμια, γυμνάσια ή κολλέγια, ακόμα και στις στάσεις λεωφορείων και σε εστιατόρια, αυτό που ακούγεται είναι ότι ο πόλεμος στο Ιράκ είναι για τις ΗΠΑ ένα «τέλμα» και ένα «δαπανηρό αδιέξοδο». Ο λαός έχει την άποψη ότι ο πόλεμος αυτός είναι ο πόλεμος των Ρεπουμπλικάνων και κατηγορεί την κυβέρνηση Μπους για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε την κατοχή του Ιράκ. Η κοινωνία θεωρεί ότι τώρα πλέον, αφού ήδη βρισκόμαστε εκεί, δεν μπορούμε να φύγουμε· ότι είναι δική μας ευθύνη να λύσουμε το πρόβλημα που εμείς δημιουργήσαμε, διότι αν φύγουμε θα κάνουμε την κατάσταση ακόμη χειρότερη, επειδή θα ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος. Τι λες λοιπόν για όλα αυτά τα επιχειρήματα, που φαίνεται να έχουν άρρηκτη σχέση το ένα με το άλλο; Και ποιά λύση, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως έντιμη, θα πρότεινες: διεθνή μέτρα, άμεση απόσυρση ή και τα δύο;
Τ: Η θέση των ειρηνόφιλων φιλελεύθερων, κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, διατυπώθηκε καθαρά από τον Άρθουρ Σλέσιγκερ, ιστορικό και σύμβουλο του Κένεντι, όταν πια ο πόλεμος είχε γίνει πάρα πολύ δαπανηρός για τις ΗΠΑ και είχαν αρχίσει τα «γεράκια» του πολέμου να μετατρέπονται σε «περιστέρια» της ειρήνης. Έγραψε χαρακτηριστικά ότι «εμείς προσευχόμαστε» να δικαιωθούν τα γεράκια, που πιστεύουν στην επιθετική τακτική, και αν γίνει αυτό ίσως να «εξυμνήσουμε τη φρόνηση και την πολιτική ικανότητα της αμερικανικής κυβέρνησης», εφόσον μας οδηγήσει στη νίκη, ακόμη και αν αφήσουμε πίσω μας μόνο συντρίμμια. Αλλά αυτή η τακτική πιθανώς δεν θα λειτουργήσει, και, επομένως, θα πρέπει να ξανασκεφτούμε τη στρατηγική στο σύνολό της. Αυτές οι αρχές, όπως και όλη η συλλογιστική, ισχύουν και σήμερα στο ζήτημα της εισβολής στο Ιράκ.
Δεν υπάρχει καμία «έντιμη λύση» για έναν επιθετικό πόλεμο – για το «χειρότερο διεθνές έγκλημα», το οποίο διαφέρει από τα υπόλοιπα πολεμικά εγκλήματα των ΗΠΑ, αφού εμπεριέχει όλα τα αρνητικά τού «προληπτικού πολέμου», όπως ακριβώς περιγράφεται στη διατύπωση του δικαστηρίου της Νυρεμβέργης κατά την καταδίκη των Ναζί. Μπορούμε να επιδιώξουμε, απλώς, τη λύση που είναι λιγότερο απεχθής. Και πρέπει να σημειώσουμε μερικές θεμελιώδεις αρχές που ισχύουν στις περιπτώσεις αυτές, όπως, για παράδειγμα ότι οι επιτιθέμενοι δεν έχουν κανένα δικαίωμα παρά μόνο ευθύνες.
Οι ευθύνες μας συνίστανται στο να καταβληθούν οι τεράστιες αποζημιώσεις για τη ζημιά που έχουν προκαλέσει οι ΗΠΑ, να καταδικαστούν οι υπεύθυνοι για τα εγκλήματα, και να δοθεί μεγάλη προσοχή στις επιθυμίες των θυμάτων. Στην περίπτωση του πολέμου στο Ιράκ, ξέρουμε τις επιθυμίες τους αρκετά καλά. Οι δημοσκοπήσεις έχουν φέρει στην επιφάνεια στοιχεία, παρόμοια με εκείνα που αναφέρθηκαν από αμερικανικές στρατιωτικές πηγές το Δεκέμβριο, βάσει μίας μελέτης εμπειρογνωμόνων, εστιασμένης στα προβλήματα αυτής της χώρας. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, λοιπόν, οι Ιρακινοί από διάφορες περιοχές και από όλες τις κοινωνικές τάξεις έχουν «κοινή πεποίθηση» ότι: Η αμερικανική εισβολή είναι υπεύθυνη για τη βία, την τρομοκρατία και άλλες φρικιαστικές καταστάσεις, και οι εισβολείς πρέπει να αποσύρουν τα στρατεύματά τους και να φύγουν από το Ιράκ, αφήνοντας τη χώρα, ή ότι έχει απομείνει απ’ αυτή, στους Ιρακινούς.
Καταδεικνύει πολλά για το ηθικό και πνευματικό επίπεδο του πολιτισμού μας, το γεγονός ότι αυτή η πεποίθηση των Ιρακινών, αν και είναι γνωστή, δεν λαμβάνεται υπόψη στα βαθυστόχαστα και περιεκτικότατα άρθρα των ΜΜΕ, τα οποία αναφέρονται στις διαθέσιμες επιλογές της Ουάσιγκτον. Και, επιπλέον, αυτό το εξωφρενικό γεγονός ούτε καν σχολιάζεται, αφού θεωρείται φυσιολογικό.
II. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ
Σ: Ας συζητήσουμε για το ρόλο που παίζουν οι διανοούμενοι σ’ αυτή την υπόθεση. Θα απευθύνω μία ερώτηση η οποία, ενδεχομένως, να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους φοιτητές. Έχεις διατυπώσει την άποψη ότι τα σημαντικότερα κίνητρα για να ενσωματωθεί κάποιος στο ακαδημαϊκό σύστημα αυτής της χώρας, το οποίο είναι κατά ένα μεγάλο ποσοστό υποχείριο των μεγάλων συμφερόντων, είναι το γόητρο, οι οικονομικές απολαβές, καθώς επίσης και η πρόσβαση στη δύναμη και την εξουσία. Ποιά στοιχεία έχεις παρατηρήσει εσύ κατά τη θητεία σου στο πανεπιστήμιο, που να υποστηρίζουν αυτή την άποψη για το αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα;
Τ: Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως τα πανεπιστήμια, δεν είναι απομονωμένα από την κοινωνία. Η ύπαρξή τους στηρίζεται σε εξωτερικούς πόρους που προέρχονται από την κοινωνία. Στηρίζονται στο κράτος και στις εισφορές, κυρίως, των πλουσίων. Το κράτος και οι πλούσιοι συνδέονται πολύ στενά μεταξύ τους. Έτσι, τα πανεπιστήμια είναι μέρος ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος, και αντανακλούν, με αυτή την έννοια, ένα συγκεκριμένο τρόπο κατανομής της ισχύος. Είναι ενσωματωμένα στο σύστημα αυτό. Και, επομένως, η προσπάθεια για ανεξάρτητα πανεπιστήμια— ή για ανεξάρτητη, ανατρεπτική σκέψη- απαιτεί ένα σκληρό αγώνα. Είναι ένας αγώνας ενάντια στις αντίξοες κοινωνικές συνθήκες.
Και είναι αλήθεια, αυτό που είπατε είναι σωστό, παρέχονται αμοιβές και προνόμια σε περίπτωση συμμόρφωσης με το κατεστημένο, αλλά υπάρχουν και άλλα πολλά που αξίζει να αναφερθούν. Όπως, για παράδειγμα, τιμωρίες, καταχρήσεις εξουσίας, απολύσεις κ.τ.λ., που υφίσταται οποιοσδήποτε σηκώνει το ανάστημά του ενάντια στο σύστημα εξουσίας. Και οι δύο αυτοί παράγοντες (ανταμοιβή και τιμωρία) παίζουν ρόλο. Έτσι, διεξάγεται ένας συνεχής αγώνας για την κατάκτηση αλλά και τη διατήρηση της ανεξαρτησίας του πανεπιστημίου, και είναι ένας σκληρός αγώνας.
Μερικές φορές κάποιοι υποστηρίζουν ότι τα πανεπιστήμια πρέπει να παραμένουν ουδέτερα, ότι δεν θα πρέπει να παίρνουν θέση στα διάφορα κοινωνικά ζητήματα. Αυτή η άποψη έχει την αξία της και θα επιθυμούσα να τη δω να εφαρμόζεται ίσως, όμως, σε κάποιο αφηρημένο σύμπαν. Αλλά σε αυτόν τον πλανήτη, στις παρούσες συνθήκες, η θέση αυτή συνεπάγεται συμμόρφωση με τον τρόπο με τον οποίο κατανέμεται η εξουσία σήμερα έξω από το πανεπιστήμιο.
Θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, πτυχές της οποίας είναι ακόμη πολύ ζωντανές στο πανεπιστήμιο όπου εργάζομαι. Αλλά, ας προσπαθήσουμε ταυτόχρονα να δούμε τα πράγματα από κάποια απόσταση, έτσι ώστε να μπορούμε να τα εξετάσουμε πιο καθαρά. Πίσω στη δεκαετία του '60, στο πανεπιστήμιό μου, το MIT, το τμήμα πολιτικών επιστημών πραγματοποιούσε μελέτες, στις οποίες συμμετείχαν φοιτητές και καθηγητές, πάνω στο θέμα της αντιμετώπισης της εξέγερσης του λαού στο Βιετνάμ. Εντάξει, αυτό αντανακλούσε την κατανομή δυνάμεων στην κοινωνία. Οι ΗΠΑ έχουν εμπλακεί στην καταστολή της εξέγερσης στο Βιετνάμ, επομένως αποτελεί πατριωτικό μας καθήκον να βοηθήσουμε. Ένα ελεύθερο και ανεξάρτητο πανεπιστήμιο θα είχε πραγματοποιήσει μελέτες, προκειμένου να ανακαλύψει τρόπους, με τους οποίους οι φτωχοί αγρότες θα μπορούσαν να αντισταθούν στην επίθεση μίας αρπακτικής υπερδύναμης. Μπορείτε να φανταστείτε πόση υποστήριξη θα είχαν λάβει τέτοιες μελέτες. Όμως, το γεγονός αυτό δείχνει σε τι μετατρέπεται η «ουδετερότητα», όταν εφαρμόζεται στο πανεπιστήμιο— όταν το ιδανικό αυτό, που είναι σωστό ως ιδανικό, μπαίνει σε εφαρμογή χωρίς βαθύτερη σκέψη. Τελικά καταλήγει να σημαίνει απλώς συμμόρφωση στις επιταγές των ισχυρών.
Αλλά ας δούμε και μία σύγχρονη υπόθεση. Σήμερα, υπάρχει μεγάλη ανησυχία για την περίπτωση να κατέχει το Ιράν πυρηνικά όπλα. Ας συζητήσουμε, όμως, και πάλι για το ζήτημα αυτό με βάση το πανεπιστήμιο στο οποίο εργάζομαι. Στη δεκαετία του '70 το Ιράν ήταν κάτω από το ζυγό ενός βάναυσου τυράννου, τον οποίο οι ΗΠΑ και η Μ.Βρετανία είχαν επιβάλει με τη δύναμη των όπλων, με μία στρατιωτική χούντα που έδιωξε τη δημοκρατική κυβέρνηση. Έτσι, το Ιράν ήταν τότε σύμμαχος. Και πολιτικοί της κυβέρνησης, όπως ο Χένρυ Κίσιγκερ, ο Ντικ Τσέινι, ο Ντόναλντ Ράμσφελντ, ο Πολ Γούλφοβιτς και άλλοι, υποστήριζαν και απαιτούσαν από το Ιράν να αναπτύξει πυρηνική υποδομή και να αποκτήσει πυρηνική ενέργεια, το οποίο σήμαινε ουσιαστικά να βρεθεί ένα βήμα πριν από τη δημιουργία πυρηνικών όπλων. Το πανεπιστήμιό μου, το MIT, συμφώνησε με το Σάχη του Ιράν, το δικτάτορα δηλαδή, να εκπαιδεύσει ιρανούς μηχανικούς στην πυρηνική ενέργεια. Ήταν η δεκαετία του '70. Υπήρξαν τεράστιες φοιτητικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας ενάντια σ’ αυτή την απόφαση. Αλλά η διαμαρτυρία ήταν πολύ μικρή από την πλευρά των καθηγητών. Στην πραγματικότητα, οι καθηγητές ενέκριναν την απόφαση αυτή. Και τελικά εφαρμόστηκε. Για την ακρίβεια, μερικοί από τους ανθρώπους που διευθύνουν σήμερα τα πυρηνικά προγράμματα στο Ιράν είναι πτυχιούχοι του MIT. Τελικά, είναι το πανεπιστήμιο ουδέτερο αναφορικά με τέτοια ζητήματα; Όχι· ουσιαστικά, προσαρμόζεται στα συμφέροντα των ισχυρών. Σ’ αυτή την περίπτωση, όπως είπα πριν, το πανεπιστήμιο εξυπηρέτησε τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα που είχαν οι ισχυροί και το κεφάλαιο, αλλά οι μακροχρόνιες συνέπειες ήταν αρκετά επιβλαβείς για τους ίδιους ακριβώς ανθρώπους.
Ο Χένρυ Κίσιγκερ, ο οποίος έχει τουλάχιστον την αρετή της τιμιότητας, ρωτήθηκε από την εφημερίδα Ουάσιγκτον Ποστ, για ποιο λόγο αντιτίθεται τώρα στα ίδια προγράμματα του Ιράν, στη θέσπιση των οποίων συνέβαλε καθοριστικά κατά τη δεκαετία του '70, όταν ήταν στην κυβέρνηση. Και είπε, με απόλυτη ειλικρίνεια, ότι τότε οι Ιρανοί ήταν σύμμαχοι, είχαν ανάγκη την πυρηνική δύναμη. Τώρα είναι εχθροί και, επομένως, δεν χρειάζονται την πυρηνική ενέργεια.
Είναι μεν απόλυτα κυνικός, αλλά τουλάχιστον, και ευτυχώς, είναι απόλυτα ειλικρινής. Πρέπει, όμως, και τα πανεπιστήμια να υποστηρίζουν αυτή τη θέση;
III. ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ: ΔΙΑΡΡΗΞΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΕΣΜΩΝ
Σ: Από την εποχή της λεγόμενης «ανασυγκρότησης», αμέσως μετά τον τυφώνα Κατρίνα το 2004, μια από τις πολιτικές πρωτοβουλίες που ανέλαβε η κυβέρνηση Μπους ήταν η διάλυση της δημόσιας σχολικής εκπαίδευσης της Νέας Ορλεάνης. Οι Τάιμς της Νέας Υόρκης ανέφεραν ότι ακόμα και εκείνοι που είχαν τη δυνατότητα να επιστρέψουν στη Νέα Ορλεάνη, τα παιδιά και οι οικογένειές τους, επέστρεφαν σε μία «πολύ διαφορετική» Νέα Ορλεάνη, όπου είχαν απολυθεί σχεδόν 7000 υπάλληλοι δημόσιων σχολείων και είχε συγκροτηθεί «ένα μικρότερο εκπαιδευτικό σύστημα που, ως επί το πλείστον, αποτελούνταν από δημόσια σχολεία τα οποία διαχειρίζονταν ιδιώτες (σχολεία charter)». Ποιές είναι, κατά τη γνώμη σου, οι επιπτώσεις της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων πόρων, όπως για παράδειγμα της εκπαίδευσης ή της υγειονομικής περίθαλψης, των τηλεπικοινωνιών, της κοινωνικής ασφάλισης κλπ.;
Τ: Στο ζήτημα που θέτεις υπάρχουν, ουσιαστικά, δύο βασικές συνιστώσες, οι οποίες αποτελούν θεμελιώδη χαρακτηριστικά της εσωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Μπους και των αντιλαϊκών πολιτικών γενικότερα. Μία από αυτές τις συνιστώσες, για να το θέσω απλά, είναι η προσπάθεια του Μπους να βάλει όσα περισσότερα δολάρια μπορεί στις τσέπες των πλούσιων φίλων του: δηλαδή να αυξήσει τα κέρδη των πλουσίων – να αυξήσει τον πλούτο και τη δύναμη του συγκεντρωμένου ιδιωτικού κεφαλαίου. Αυτή είναι η μία κινητήρια δύναμη της πολιτικής Μπους. Η άλλη συνιστώσα είναι η προσπάθεια να διαλύσει τους κοινωνικούς δεσμούς, που γεννούν τη συμπόνια και την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων. Η διάρρηξη αυτή συμβάλλει και στη μεταφορά των κερδών και των διαδικασιών λήψης αποφάσεων στα χέρια της συγκεντρωτικής ιδιωτικής εξουσίας. Με τον τρόπο αυτό υποβαθμίζονται οι ανθρώπινες σχέσεις συμπόνιας και αλληλεγγύης.
Πάρτε για παράδειγμα την κοινωνική ασφάλιση. Αυτή είναι βασισμένη στους δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων. Εάν σήμερα κάποιος στην ηλικία σου (ένας νέος για παράδειγμα στην τρίτη δεκαετία ζωής) έχει ένα μισθό, αυτός πληρώνει για την ευημερία και την επιβίωση των ατόμων της γενιάς των γονιών σου. Και, εντάξει, αυτό αποτελεί ένα φυσιολογικό γεγονός. Εάν, όμως, θέλει κάποιος να αυξήσει τον έλεγχο της συγκεντρωτικής ιδιωτικής εξουσίας, θα πρέπει να ξεριζώσει αυτή την ιδέα από το μυαλό των ανθρώπων. Πρέπει να δημιουργήσει το είδος εκείνο των ανθρώπων για το οποίο μίλησε η Άιν Ραντ, δηλαδή ανθρώπους, οι οποίοι να ενδιαφέρονται μόνο για την ατομική τους ευημερία και να μην νοιάζονται καθόλου για τον συνάνθρωπό τους. Πρέπει δηλαδή να σκέφτεστε ως εξής: «Γιατί πρέπει να νοιαστώ εγώ για εκείνη την ανάπηρη γυναίκα που κατοικεί στην άλλη άκρη της πόλης και η οποία δεν έχει φαγητό να φάει; Δεν είναι δικό μου σφάλμα. Είναι δικό της πρόβλημα. Αυτή και ο σύζυγός της δεν επένδυσαν σωστά. Δεν δούλεψε όσο σκληρά έπρεπε, επομένως, γιατί πρέπει να με ενδιαφέρει, αν θα πεθάνει από την πείνα;» Προκειμένου η ανεύθυνη, συγκεντρωμένη στους λίγους, ιδιωτική δύναμη να ενισχυθεί και να εξουσιάσει ακόμη περισσότερο τον κόσμο, πρέπει οι άνθρωποι να μετατραπούν σε παθολογικά τέρατα, που να σκέφτονται με αυτόν τον τρόπο. Αυτά τα δύο πράγματα πηγαίνουν μαζί.
Τα παιδιά μου τυχαίνει να μην είναι μαθητές σε κάποιο τοπικό σχολείο - ήταν πριν από χρόνια, αλλά τώρα έχουν όλα ενηλικιωθεί. Έτσι, ακολουθώντας το συλλογισμό της ελίτ θα έλεγα: «Καλά, γιατί πρέπει να πληρώνω κι εγώ φόρους; Τα παιδιά μου δεν πηγαίνουν στο σχολείο και επομένως δεν έχω να κερδίσω τίποτα. Γιατί πρέπει να νοιαστώ εγώ κατά πόσο το παιδί που ζει στο απέναντι σπίτι πηγαίνει ή όχι στο σχολείο;» Οι άνθρωποι μπορούν να μετατραπούν σε παθολογικά τέρατα, που να σκέφτονται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Και η εξάλειψη της δημόσιας σχολικής εκπαίδευσης είναι ένα κομμάτι αυτής της διαδικασίας.
Το δημόσιο σχολικό σύστημα είναι ένα δείγμα αλληλεγγύης, συμπόνιας και γενικού ενδιαφέροντος των ανθρώπων για το καλό του συνόλου –ακόμα και εάν κάποιος συγκεκριμένα δεν ωφελείται προσωπικά. Υπάρχει ένα παθολογικό ρεύμα που ονομάζεται φιλελευθερισμός, το οποίο θέλει να οδηγήσει στην εξάλειψη του δημόσιου σχολικού συστήματος και να σας μετατρέψει σε παθολογικά τέρατα, να νοιάζεστε μόνο για τους εαυτούς τους. Και αυτό είναι ένα δείγμα υποβάθμισης της δημοκρατίας και υποβάθμισης της δημοκρατικής συμπεριφοράς, δηλαδή της αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων και της κοινωνικής αντιμετώπισης των κοινωνικών ζητημάτων.
Αλλά ας εξετάσουμε την περίπτωση της κατάργησης ολόκληρου του δημόσιου σχολικού συστήματος. Αυτό, άραγε, δεν μοιάζει με όσα συμβαίνουν στις χώρες του τρίτου κόσμου, όπου εκείνοι που έχουν τη δυνατότητα να αντέξουν το οικονομικό κόστος στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, ενώ το μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού δεν έχει πρόσβαση σε καμία εκπαίδευση; Δεν είναι αυτή μία κατεύθυνση προς την οποία ωθεί τη χώρα η ισχυρή ιδιωτική εξουσία;
Υπάρχουν σημαντικές δυνάμεις που οδηγούν τη χώρα προς αυτή την κατεύθυνση, εκτός από τις αντιδραστικές πολιτικές του Μπους, και οι οποίες επιδιώκουν να ενισχύσουν τους πλουσίους και να αφήσουν τους υπόλοιπους ανθρώπους να προστατεύονται μόνοι τους, όπως μπορούν.
Πάρτε για παράδειγμα την εξάρτηση της χρηματοδότησης του δημόσιου σχολικού συστήματος από το φόρο ακίνητης περιουσίας. Στα προηγούμενα χρόνια, όταν οι τοπικές κοινωνίες δεν ήταν τόσο αισθητά διαχωρισμένες σε πλούσιους και φτωχούς, αυτό ήταν λίγο-πολύ αποδεκτό. Σήμερα, η πολιτική αυτή σημαίνει ότι τα πλούσια προάστια θα έχουν τα καλύτερα σχολεία σε σχέση με τις φτωχές, αστικές ή αγροτικές περιοχές. Και αυτή είναι μόνο η αρχή. Η ελίτ των προαστίων, που απλώς εργάζεται στο κέντρο της πόλης, δεν είναι υποχρεωμένη να πληρώνει φόρους, για να κρατήσει την πόλη βιώσιμη. Αυτό το φορτίο πέφτει δυσανάλογα επάνω στους φτωχούς. Μελέτες, που αφορούν τα δημόσια μέσα μεταφοράς, έχουν δείξει ότι οι φτωχότεροι επιχορηγούν τους πλουσιότερους και πιο προνομιούχους. Και τα νομοθετικά μέτρα αυτού του είδους αυξάνονται διαρκώς.
IV. ΜΕ ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΝΕΡΟΥ: ΑΚΤΙΒΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ
Σ: Για το τέλος, θα ήθελα να αναφερθώ στις εναλλακτικές λύσεις που υπάρχουν, στους ανθρώπους που προσπαθούν να ανακαλύψουν την πραγματικότητα και να ψάξουν για απαντήσεις, που βλέπουν πέρα από την προπαγάνδα και προσπαθούν να αναπτύξουν αλληλεγγύη, να ξεκινήσουν κινηματικές προσπάθειες. Το παρακάτω είναι ένα καλό απόσπασμα, το οποίο διάβασα τυχαία, και ενδεχομένως να αποτελεί ένα καλό ερέθισμα. Προέρχεται από τον ξεχωριστό μυθιστοριογράφο E.M Φόρεστερ, ο οποίος έγραψε στα αρχικά στάδια του Β΄Π.Π., το 1939, στο δοκίμιό του Τι Πιστεύω: «Δεν πιστεύω στην πίστη. Αλλά η σημερινή εποχή είναι μία εποχή πίστης, και υπάρχουν τόσες πολλές φανατικές πεποιθήσεις, ώστε για λόγους αυτοάμυνας ο καθένας μας πρέπει να διατυπώσει τη δική του θεώρηση. Ανοχή, μεγαλοψυχία και συμπόνια… σε έναν κόσμο ο οποίος κατέχεται από θρησκευτικές και φυλετικές διακρίσεις, σε έναν κόσμο όπου η άγνοια κυβερνά, και η επιστήμη, η οποία όφειλε να έχει επικρατήσει, παίζει υποτακτικό ρόλο». Και επαναλαμβάνει: «Ανοχή, μεγαλοψυχία και συμπόνια – είναι τα σημαντικά στοιχεία, και αν δεν θέλουμε η ανθρώπινη φυλή να καταρρεύσει, αυτά τα στοιχεία πρέπει να έρθουν στο προσκήνιο σύντομα».
Ποια στοιχεία, τα οποία αναφέρονται από το συγγραφέα, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε, σχετικά με την εξεύρεση εναλλακτικών λύσεων για το μέλλον και την οργάνωση της κοινωνίας;
Τ: Συνεχώς μου υποβάλλονται ερωτήσεις όπως αυτή, λαμβάνω ίσως και δώδεκα σχετικά emails κάθε ημέρα ή τέτοια θέματα προκύπτουν συχνά σε συζητήσεις, και πάντοτε δεν ξέρω τι να απαντήσω. Όχι επειδή δεν μπορώ να σκεφτώ μία απάντηση, αλλά επειδή ξέρω ότι όλοι μας γνωρίζουμε την απάντηση. Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις στο ζήτημα αυτό, δεν υπάρχει κανένας μυστηριώδης τρόπος προσέγγισης του ζητήματος. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι ότι ακριβώς κάναμε και στο παρελθόν και μας οδήγησε στην πρόοδο και στην επιτυχία. Ζούμε σε έναν πιο πολιτισμένο κόσμο από αυτόν στον οποίο ζούσε ακόμα και ο Φόρεστερ, όταν έγραφε τις απόψεις αυτές.
Δείτε για παράδειγμα το ζήτημα των δικαιωμάτων της γυναίκας ή τον αγώνα ενάντια στα βασανιστήρια, ή ακόμη και ενάντια στη βία, τις περιβαλλοντικές ανησυχίες ή την αναγνώριση μερικών από τα εγκλήματα της ιστορίας μας, όπως αυτό που επιτελέστηκε στο γηγενή πληθυσμό της Αμερικής. Και θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ακόμη περισσότερα τέτοια θέματα. Σ’ αυτούς τους τομείς έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος, επειδή άνθρωποι, όπως αυτοί που εργάζονται στα εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης ή εκείνοι που αθόρυβα οργανώνονται κοινωνικά, συγκροτούν κοινότητες και δρουν πολιτικά, προσπαθούν να κάνουν κάτι.
Και οι τρόποι με τους οποίους μπορεί κάποιος να προσφέρει στον αγώνα δεν είναι μυστηριώδεις. Πρέπει απλώς να προσπαθήσετε να αναπτύξετε έναν κριτικό και ανοικτό τρόπο σκέψης και πρέπει να είστε πρόθυμοι να αξιολογήσετε και να αμφισβητήσετε τις συμβατικές πεποιθήσεις, να τις δεχτείτε αν τελικά αποδειχτούν έγκυρες, αλλά να τις απορρίψετε αν, όπως συμβαίνει άλλωστε τόσο συχνά, εξυπηρετούν απλώς τις εξουσιαστικές δομές. Και να συνεχίσετε έπειτα με εκπαιδευτικές και άλλες οργανωτικές δραστηριότητες, ανάλογα με τις περιστάσεις. Δεν υπάρχει μία και μοναδική φόρμουλα αλλά πολλοί εναλλακτικοί τρόποι. Και σταδιακά, με την πάροδο του χρόνου, τα πράγματα βελτιώνονται. Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι ακόμη και ο σκληρότερος βράχος θα διαβρωθεί από τη συνεχή και σταθερή ροή σταγόνων νερού. Τέτοιοι είναι οι τρόποι με τους οποίους πραγματοποιείται η κοινωνική αλλαγή και δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Οι τρόποι αυτοί είναι σκληροί, απαιτητικοί, γεμάτοι προκλήσεις και συχνά απαιτούν θυσίες. Αλλά αυτό ακριβώς πρέπει να κάνουμε για έναν καλύτερο κόσμο.
Μετάφραση: Ελπίδα Σαμαράκη
ΥΠΗΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΕΛΙΤ
του Μάικλ Άλμπερτ
Απόσπασμα από τη συνέντευξή του στη Λύντια Σάρτζεντ -- Ιανουάριος 2008.
Ο Μάικλ Άλμπερτ είναι αμερικανός ακτιβιστής και συγγραφέας. Είναι απόφοιτος του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασσαχουσέτης (ΜΙΤ) και μαζί με τη Λύντια Σάρτζεντ έχουν ιδρύσει το πολιτικό ακτιβιστικό δίκτυο Znet και το περιοδικό Zmagazine. Έχει γράψει πολλά βιβλία και άρθρα και έχει αναπτύξει την οικονομική θεωρία της συμμετοχικής οικονομίας (participatory economics, PARECON), που περιγράφεται στο βιβλίο του, Η ζωή μετά τον καπιταλισμό (Parecon: Life after capitalism), σε μετάφραση του Ν. Ράπτη (Παρατηρητής, 2004). Στόχος ζωής του Άλμπερτ είναι η κατάργηση του καπιταλισμού ως κοινωνικό σύστημα και η εγκατάσταση της μετακαπιταλιστικής κοινωνίας.
Η Λύντια Σάρτζεντ είναι ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας και κινηματογραφίστρια. Συνιδρύτρια του δικτύου Ζ, γράφει τη στήλη Hotel Satire από το 1988.
Σ: Ποιοι ψηφίζουν τελικά στις εκλογές και γιατί είναι τόσο μικρός ο αριθμός τους;
Α: Θα έλεγα ότι ψηφίζει περίπου η μισή χώρα, το 50% του πληθυσμού. Φυσικά, αυτό σημαίνει ότι ο νικητής των εκλογών, ο οποίος τελικά λαμβάνει ποσοστό λίγο μεγαλύτερο από το μισό του 50%, εκλέγεται στην ουσία από το ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού, που τελικά τον ψηφίζει. Το να χαρακτηρίζει ο υποψήφιος την εκλογή του, λοιπόν, «μεγάλη νίκη» είναι κάπως προσβλητικό.
Γιατί όμως ψηφίζουν τόσο λίγοι άνθρωποι; Πραγματικά, πιστεύω για σωστούς λόγους. Πιστεύω ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν συμμετέχει στη ψηφοφορία, επειδή θεωρεί ότι την Τρίτη, την ημέρα δηλαδή των εκλογών, δεν αξίζει τον κόπο να σηκωθεί κάποιος και να πάει να ψηφίσει. Αυτή είναι μια προκλητική δήλωση, αν τη σκεφτείς καλά. Διότι δεν είναι και τόσο κουραστικό να σηκωθεί κάποιος και να πάει να ψηφίσει. Αλλά τι έχει να κερδίσει, αν ψηφίσει; Πραγματικά, πολύ λίγα εάν θεωρήσει κανείς ότι: (α) ψηφίζει κάποιον που δεν ενδιαφέρεται για το δικό του καλό και (β) οι άνθρωποι που ψηφίζει δεν λένε την αλήθεια.
Μπορείς να παρομοιάσεις την εκλογή προέδρου με την εκλογή ενός διευθυντή φυλακών, ο οποίος πρόκειται να διαχειριστεί τη ζωή σου χωρίς να εξετάζει τα δικά σου συμφέροντα, αλλά μόνο τα συμφέροντα κάποιων ψηφοφόρων, άσχετων με σένα, δηλαδή των πλούσιων και εύπορων ανθρώπων. Ενδεχομένως να αποφασίσεις ότι θέλεις να ψηφίσεις κάποιον οπωσδήποτε, επειδή ο ένας υποψήφιος διευθυντής φυλακών είναι καλύτερος από τον άλλο. Ή ενδεχομένως να αποφασίσεις ότι είναι πολύ γκροτέσκ να δώσεις την ψήφο σου σε κάποιον που σου προκαλεί πόνο και σε βασανίζει. Για τους λόγους αυτούς, μπορεί να αποφασίσεις να μην συμμετέχεις στην ψηφοφορία.
Δεν νομίζω ότι αυτό είναι τόσο παράλογο. Αυτό που το κάνει εξωφρενικό είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ψηφίζουν με βάση την ουσία των ζητημάτων. Οι περισσότεροι ψηφίζουν αυτόν που συμπαθούν περισσότερο, αυτόν που ηχεί καλύτερα στ’ αυτιά τους, αυτόν που τους κάνει να αισθάνονται καλύτερα σε σχέση μ’ αυτόν που τους κάνει να αισθάνονται άβολα. Γιατί το κάνουν αυτό; Θα πω ξανά ότι οι λόγοι τους είναι σωστοί. Ο υποψήφιος πρόεδρος βρίσκεται καθημερινά μπροστά στα μάτια των ψηφοφόρων και, επομένως, αυτοί μπορούν να κρίνουν κατά πόσο συμπαθούν την προσωπικότητά του ή όχι, τον τρόπο ομιλίας του κτ.λ. Αν κρίνεις έναν υποψήφιο με βάση την ουσία, τότε κάνεις μία κρίση βασισμένη στα ψέματα – όλοι το γνωρίζουμε αυτό. Έτσι, το εξυπνότερο δεν είναι να εξετάζει κάποιος την ουσία των θέσεων των υποψηφίων, αλλά μόνο τις προσωπικότητές τους και τον τρόπο έκφρασής τους. Αυτά, τουλάχιστον, θα συνεχίσουν να είναι τα ίδια κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών της διακυβέρνησης. Η ουσία των θέσεών τους μπορεί να αλλάξει πολύ γρήγορα, ανάλογα με τις απαιτήσεις της πραγματικής εκλογικής τους βάσης, που δεν είναι άλλη από τους πλούσιους και ισχυρούς.
Σ: Δηλαδή, οι εκλογές στις ΗΠΑ δεν είναι δημοκρατικές και δίκαιες, ώστε ο καλύτερος υποψήφιος να κερδίζει στο τέλος; Αυτό θέλεις να πεις;
Α: Όχι μόνο οι εκλογές δεν είναι δημοκρατικές και δίκαιες, αλλά υπάρχουν και πολύ λίγοι άνθρωποι στις ΗΠΑ που πιστεύουν το αντίθετο. Δύο χαρακτηριστικά σημεία: Αυτή τη στιγμή, στις Ηνωμένες Πολιτείες τα δύο τρίτα του πληθυσμού είναι ενάντια στον πόλεμο. Αν η κυβέρνηση λειτουργούσε σύμφωνα με τη θέληση του λαού, θα τερμάτιζε αμέσως τον πόλεμο. Αλλά η κυβέρνηση δεν λειτουργεί σύμφωνα με τη θέληση του λαού, αλλά σύμφωνα με τα συμφέροντα της ελίτ, δηλαδή του 20% του πληθυσμού και ειδκά του 2%, που είναι και οι πιο πλούσιοι. Έτσι αν 50%, ή 60%, ή 70% του πληθυσμού θέλουν την πολιτική Χ (π.χ. απόσυρση από το Ιράκ, πλήρη υγειονομική περίθαλψη ή οτιδήποτε άλλο), αυτό το γεγονός από μόνο του δεν είναι αρκετό να οδηγήσει στην εφαρμογή της πολιτικής αυτής.
Η δεύτερη ερώτηση είναι πώς κερδίζουν τις εκλογές αυτοί οι υποψήφιοι. Σίγουρα, δεν τις κερδίζουν με βάση την ουσία των ζητημάτων και το γνωρίζουν αυτό. Οι υποψήφιοι στην πραγματικότητα ανταγωνίζονται για το ποιος θα βρει καλύτερους χορηγούς και ποιος θα αντιμετωπίζεται με τον καλύτερο τρόπο από την ελίτ των ΜΜΕ. Ενώ ο λαός παραμένει σημαντικός παράγοντας για το εκλογικό αποτέλεσμα – χρειάζεται να βρεθούν οι άνθρωποι που κινούν τα νήματα—το σημαντικότερο είναι να βρεθούν οι χρηματοδοτήσεις που θα τους δώσουν τη δυνατότητα να πλάσουν σωστή δημόσια εικόνα, ώστε να μοιάζουν πάντα πρόσχαροι και να εμπνέουν τα πλήθη. Όσο περισσότερα χρήματα έχουν, τόσο καλύτερα μπορούν να εξαπατήσουν και να χειραγωγήσουν τα ΜΜΕ με τα χρήματα που διαθέτουν και με τις σωστές γνωριμίες μέσα στο χώρο.
Σ: Επομένως, εάν κάποιος, σαν τον υποψήφιο των Ρεμπουμπλικάνων Χάκαμπι, θέλει να αναθεωρήσει το σύνταγμα, έτσι ώστε να αντανακλά για παράδειγμα «τη θέληση του Θεού», οι ψηφοφόροι δεν θα γνωρίζουν αυτές τις απόψεις του, αλλά θα βλέπουν μόνο το απλό στυλ που έχει η προσωπικότητά του;
Α: Όχι, ακριβώς. Μερικοί υποψήφιοι για την προεδρία εκφράζουν περιστασιακά απόψεις που πραγματικά πιστεύουν. Υποπτεύομαι ότι ο Χάκαμπι πραγματικά πιστεύει ότι ο Θεός και η θρησκεία πρέπει να εξουσιάζουν τις ζωές των ανθρώπων. Νομίζω ότι ο Κούσινιτς, για παράδειγμα, εκφράζει αυτά που πιστεύει. Δεν θεωρώ ότι λειτουργεί με βάση αυτά που θέλει να ακούσει η πλειοψηφία των ψηφοφόρων, οι χορηγοί ή τα ΜΜΕ, ούτε ότι προσπαθεί να φτιάξει το προφίλ του, έτσι ώστε να κερδίσει τις εκλογές ανεξάρτητα από τα πιστεύω του. Αλλά αυτοί οι υποψήφιοι δεν έχουν πιθανότητα εκλογής στο πολιτικό μας σύστημα, το οποίο βασίζεται στις επενδύσεις – δηλαδή στη χρηματοδότηση των υποψηφίων από τους πλουσίους – και στη θετική, ως και ενθουσιώδη προβολή των υποψηφίων από τα ΜΜΕ.
Σ: Ποια είναι η γνώμη σας για τα «πρωτοκλασσάτα» στελέχη των κομμάτων, για τις επιλογές, δηλαδή, της ελίτ και των ΜΜΕ;
Α: Σε ότι αφορά τους υπόλοιπους υποψηφίους, οι διαφορές είναι οριακές και είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος τι πιστεύουν, διότι οι υποψήφιοι δεν λένε όλη την αλήθεια σχετικά με το τι πρόκειται να πραγματοποιήσουν, όταν εκλεγούν. Ακόμη και αν προσπαθούσαν να πουν την αλήθεια, ο πρόεδρος δεν είναι κάποιος δικτάτορας. Ο πρόεδρος είναι μέρος ενός συστήματος και η λειτουργία του ρυθμίζεται από δυνάμεις μέσα στο σύστημα, από ομάδες υποστηρικτών οι οποίες ασκούν σημαντικό έλεγχο στην πολιτική του προέδρου ή ακόμη και στις επιθυμίες του.
Σ: Μπορείς να φανταστείς μία εκλογική διαδικασία στην οποία θα συμμετέχουν πολλοί ψηφοφόροι; Όπου θα ψήφιζε, ας πούμε, το 89% του πληθυσμού των ΗΠΑ, όπως συμβαίνει στη Βενεζουέλα;
Α: Ναι. Αλλά για να συμβεί αυτό, οι ψηφοφόροι θα πρέπει να έχουν την αίσθηση ότι κάτι σημαντικό διακυβεύεται στις εκλογές. Θα πρέπει να διευκρινίσω, εδώ, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το διακύβευμα ορισμένων εκλογών είναι πραγματικά σημαντικό. Έτσι, αν κάποιος υποψήφιος μάς έλεγε ότι θα ήθελε να καταργήσει την απόφαση της υπόθεσης Ρόι-Γουέιντ , κατά πάσα πιθανότητα θα μιλούσε ειλικρινά. Αν κάποιος άλλος έλεγε ότι θα τη διατηρούσε σε ισχύ ή ότι θα επέκτεινε τη φεμινιστική ατζέντα, πιθανότατα θα μιλούσε ειλικρινά. Έτσι, για ορισμένα ζητήματα, όπως οι εκτρώσεις, ο έλεγχος των όπλων και ο γάμος μεταξύ ομοφυλοφίλων, ενδεχομένως οι υποψήφιοι να λένε την αληθινή άποψή τους. Επομένως, έχει κάποιο νόημα για τον ψηφοφόρο να επιλέξει τον υποψήφιο που θα ψηφίσει με βάση την άποψή του για τα ζητήματα αυτά.
Αλλά για τα μεγάλα οικονομικά ζητήματα ή για τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, οι υποψήφιοι απλά λένε ψέμματα. Δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα σ΄αυτά που λένε στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου και σ΄αυτά που στην πραγματικότητα κάνουν ή μπορούν να κάνουν, όταν εκλεγούν.
Τώρα ας φανταστούμε ότι έχουμε εκλογές, όπου υπάρχουν δύο υποψήφιοι με τελείως διαφορετικές θέσεις και οι οποίοι είναι αναγκασμένοι με κάποιο τρόπο να πουν την αλήθεια στο λαό. Και, επίσης, ας υποθέσουμε ότι θα έλεγαν ακριβώς αυτά που θα εφάρμοζαν, εφόσον θα εκλέγονταν. Έτσι, θα έπρεπε να επιλέξουμε ένα από τα δύο προγράμματα που πραγματικά θα εφαρμοζόταν στη επόμενη τετραετία.
Ας υποθέσουμε ότι ο Χάκαμπι, και οι υπόλοιποι σαν αυτόν, έχουν δίκιο και ότι υπάρχει Θεός, ο οποίος λέει: «Οι επόμενες εκλογές θα είναι διαφορετικές», οι δύο υποψήφιοι θα είναι ο Χάκαμπι και ο Κούσινιτς. Ή, αν προτιμάς, οι δύο υποψήφιοι θα είναι ο Μπους και ο Τσόμσκι. Ή βάλτε στη θέση των δύο υποψηφίων όποια ονόματα εσείς επιθυμείτε. Δηλαδή θα υπάρχουν δύο υποψήφιοι—ο ένας εκ των οποίων θα υπηρετεί τα συμφέροντα του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού και ο άλλος θα υπηρετεί τα συμφέροντα της ελίτ, των πλουσίων και των ισχυρών. Ας υποθέσουμε ότι ο λαός θα έχει άπλετο χρόνο να μάθει την αλήθεια για τους δύο υποψηφίους και ότι οι εκλογές θα γίνονταν με δίκαιο τρόπο και ότι ο νικητής θα εφάρμοζε τις πολιτικές που υποστήριξε στην προεκλογική περίοδο. Αν λοιπόν πραγματοποιόταν μία τέτοια εκλογική αναμέτρηση, στην οποία οι άνθρωποι γνώριζαν τι διακυβεύεται, τότε νομίζω ότι όλοι θα ψήφιζαν. Αλλά είναι αδύνατο, ακόμη και να συλλάβουμε την ιδέα, ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο στις ΗΠΑ.
Ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση ανακοίνωνε ότι: «Σε τρεις μήνες από σήμερα, θα κάνουμε ένα δημοψήφισμα για τον πόλεμο στο Ιράκ». Αν ο αμερικανικός λαός αποφανθεί στο δημοψήφισμα ότι «πρέπει να αποχωρήσουμε από το Ιράκ», θα αποχωρήσουμε. Αν ο αμερικανικός λαός μάς δώσει εντολή «να μείνουμε στο Ιράκ», θα μείνουμε. Στο μεταξύ, άνθρωποι από όλο το φάσμα της κοινωνίας –στρατιώτες που έχουν συμμετάσχει στον πόλεμο και τον απορρίπτουν, αλλά και αυτοί που τον υποστηρίζουν, άνθρωποι που ανήκουν στο χώρο της αριστεράς ή άλλοι που υποστηρίζουν τη δεξιά – θα έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν την άποψή τους και να επιχειρηματολογήσουν υπέρ των θέσεων που υποστηρίζουν. Θα έχουμε την ευκαιρία να μάθουμε ποιο είναι το πραγματικό κόστος του πολέμου σε χρήμα και σε ανθρώπινες ζωές. Και μετά θα ψηφίσουμε. Σε μία τέτοια περίπτωση, λοιπόν, είμαι σίγουρος ότι όλοι θα ψήφιζαν. Αλλά τέτοιες εκλογές δεν γίνονται, διότι η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του αμερικανικού λαού.
Σ: Πιστεύεις ότι αν είχαμε αναβάθμιση της εκλογικής διαδικασίας, θα συμμετείχαν περισσότεροι ψηφοφόροι σ’ αυτή;
Α: Όχι. Ας υποθέσουμε ότι πρόκειται να σε μαστιγώσει κάποιος 40 φορές και εσύ ψηφίζεις για το άτομο που πρόκειται να σε μαστιγώσει! Θα μπορούσες να αναλογιστείς πολλές παραμέτρους που ενδεχομένως θα έπαιζαν ρόλο ή παράγοντες που θα προκαλούσαν σύγχυση. Αλλά αυτό που έχει σημασία είναι ότι οι περισσότεροι ψηφοφόροι θεωρούν πως, ανεξάρτητα από το ποιος θα κερδίσει, ο λαός θα μαστιγωθεί 40 φορές. Επομένως, δεν νομίζω ότι παίζει ρόλο η διαδικασία εκλογής των αντιπροσώπων που τελικά εκλέγουν τον πρόεδρο. Αυτές οι διαδικασίες αφορούν μόνο τους ισχυρούς, δηλαδή πώς θα καταφέρουν αυτοί να διαχειριστούν τους αδύνατους και μη έχοντες, και ταυτόχρονα να προωθήσουν και τα συμφέροντά τους. Φυσικά, οι ισχυροί έχουν διαφορές και γι’ αυτό συγκρούονται μεταξύ τους στις εκλογές και επιλέγουν μεταξύ διαφόρων υποψηφίων ή κομμάτων.
Σ: Περιγράψτε τον τρόπο με τον οποίο οι υποψήφιοι προσπαθούν να κερδίσουν τις εκλογές. Ποιες είναι οι στρατηγικές τους;
Α: Αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι να κερδίσουν τον αγώνα των χρηματοδοτήσεων, να πείσουν δηλαδή τους πλούσιους να συμμετέχουν ως χορηγοί στην προεκλογική τους εκστρατεία. Στη συνέχεια, σημασία έχει να κερδίσουν την προσοχή των ΜΜΕ και να διατηρήσουν ζωντανή την υποστήριξη του λαού που προκύπτει σε μεγάλο βαθμό λόγω της δραστηριότητάς τους στα ΜΜΕ, όπου λένε πράγματα τα οποία αρέσουν στο λαό ή τουλάχιστον δεν τον προκαλούν, χρησιμοποιώντας στοιχεία από τις δημοσκοπήσεις.
Αυτά που δεν πρέπει να κάνουν είναι προφανή. Ας υποθέσουμε ότι ένα τυχαίο άτομο είναι υποψήφιο για την προεδρία. Το οποίο δεν έχει 6.000 συμβούλους ούτε την αφρόκρεμα των διανοουμένων για να του χαράξουν μία στρατηγική, αλλά από μόνο του θα χάραζε τη στρατηγική του, δηλαδή θα προσπαθούσε να βρει τι χρειάζεται να κάνει για να κερδίσει τις εκλογές. Αναλύει λοιπόν τις προηγούμενες εκλογές και ανακαλύπτει ότι 50% των ψηφοφόρων δεν ψηφίζουν. Τι πρέπει, επομένως, να κάνει για να κερδίσει τις εκλογές; Η απάντηση μοιάζει να είναι πολύ εύκολη. Θα πρέπει να προσελκύσει αυτό το 50%, το οποίο δεν ψηφίζει. Διότι, αν το 50% το οποίο ψηφίζει συνεχίσει να μοιράζεται στα δύο κόμματα, όπως συνήθως συμβαίνει σε όλες σχεδόν τις εκλογικές αντιπαραθέσεις μέχρι σήμερα, τότε αυτό που πραγματικά πρέπει να κάνει αυτός ο υποψήφιος είναι να απευθυνθεί στο 50% που δεν ψηφίζει και να πείσει ένα λογικό αριθμό από αυτούς να ψηφίσουν, και έτσι να εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι κανένας υποψήφιος δεν το κάνει αυτό. Γιατί όμως; Διότι για να πείσεις αυτό το 50% να συμμετέχει στην εκλογική αναμέτρηση, θα πρέπει να τους πείσεις ότι λες την αλήθεια και ότι αν εκλεγείς θα εφαρμόσεις πολιτικές οι οποίες θα βελτιώσουν τη ζωή των ασθενέστερων και φτωχότερων κοινωνικών τάξεων του εκλογικού σώματος. Θα πρέπει, δηλαδή, να τους πείσεις ότι είσαι ειλικρινής. Και όχι μόνο αυτό, αλλά θα πρέπει σε όλη αυτή τη διαδικασία να τους εμπνεύσεις και να τους εμψυχώσεις, να τους δώσεις κάποιο κίνητρο να σε ψηφίσουν. Αυτό, όμως, είναι επικίνδυνο. Μπορεί, έτσι, να τους προκαλέσεις να δουν τι πραγματικά συμβαίνει στην κοινωνία. Ενδεχομένως να τους μεταδώσεις την αίσθηση ότι πρέπει να έχουν λόγο για την κοινωνία και ότι ο λόγος τους έχει δύναμη. Έτσι, μπορεί να προκαλέσεις την αληθινή συμμετοχή των ανθρώπων στα κοινά ή έστω να τους κάνεις να αποζητήσουν την πραγματική συμμετοχή, τουλάχιστον κάποιοι απ’ αυτούς.
Και τα δύο κόμματα σήμερα είναι τελείως αντίθετα σ’ αυτό. Στην ουσία πρόκειται για έναν αγώνα μποξ, στον οποίο οι δύο πυγμάχοι συμφωνούν να μην χρησιμοποιήσουν το ένα χέρι. Αν ο ένας από τους δύο πυγμάχους χρησιμοποιούσε το δεύτερο χέρι, τότε αυτός σίγουρα θα νικούσε. Αλλά τα δύο κόμματα έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους να μην κάνουν τίποτα που θα μπορούσε να διεγείρει το ενδιαφέρον των ανθρώπων που δεν ψηφίζουν και να τους ωθήσει να συμμετέχουν στη διαδικασία και να υποστηρίξουν κάποιον συγκεκριμένο υποψήφιο.
Όταν κάτω από παράξενες συνθήκες διαφαίνεται η πιθανότητα κάποιος υποψήφιος να πραγματοποιήσει αυτό που αναφέρω, τότε τα ΜΜΕ τείνουν να τον καταστρέψουν. Διότι αυτά δεν ενδιαφέρονται να εμπνεύσουν το λαό και να τον ωθήσουν να συμμετέχει στη ζωή της κοινωνίας, έτσι ώστε να ωφεληθεί το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού.
Η απάντησή μου για τη στρατηγική των υποψηφίων, λοιπόν, είναι σε γενικές γραμμές η ακόλουθη: Γοήτευσε τους πλούσιους και ισχυρούς ανθρώπους και κάνε τους να σου δώσουν τα λεφτά τους. Μην εκνευρίζεις τα ΜΜΕ. Αν μπορείς, γοήτευσε τα ΜΜΕ, ώστε να σε παρουσιάσουν έτσι όπως πρέπει, για να πετύχεις τον σκοπό σου, δηλαδή να εξαπατήσουν τον κόσμο και να τον κάνουν να σε ψηφίσει. Με κανένα τρόπο δεν πρέπει να προσελκύσεις την πλειοψηφία του πληθυσμού· με κάνενα τρόπο δεν πρέπει να γοητεύσεις το 50% του πληθυσμού που δεν ψηφίζει.
Είναι λυπηρό. Είναι γκροτέσκ. Δεν έχει καμία σχέση με τη δημοκρατία. Δεν έχει καμία σχέση με τη συμμετοχή. Έχει να κάνει μόνο με το Χόλυγουντ. Όλα γίνονται για το θεαθήναι. Και ο λαός τα ανέχεται, γιατί αισθάνεται ότι δεν υπάρχει άλλη πραγματική, εναλλακτική λύση.
Μετάφραση: Νίκος Στυλόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου