Για τις «Μοναχικές Μάζες»
Δημήτρης Κωνσταντίνου
«Στις κοινωνίες όπου κυριαρχεί ο σύγχρονος τρόπος παραγωγής, η ζωή παρουσιάζεται ως ένα απέραντο συσσωμάτωμα θεαμάτων ως οπτικών παραστάσεων. Κάθε τι που παλιότερα βιωνόταν άμεσα, τώρα έχει υποβαθμιστεί σε μία αναπαράσταση». Guy Debord, Η Κοινωνία του θεάματος, 1967.[1]
Ανεξάρτητα από την πρόθεση του Ντεμπόρ να περιγράψει την κοινωνία συνολικά, χρησιμοποιώντας την έννοια του θεάματος, η πρώτη κατανόηση του έργου του επιτυγχάνεται εκεί όπου η έννοια αυτή αποθεώνεται. Στο μέσο της Τηλεόρασης.
Σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία (Τα Νέα, 5-11-2008) από τα 3.689.377 νοικοκυριά στην Ελλάδα μόνο τα 19.066 δεν διαθέτουν τηλεόραση. Άνθρωποι που έζησαν κάποιο χρονικό διάστημα χωρίς αυτήν αναγνωρίζουν ότι το βιβλίο, η μουσική και κυρίως η ανθρώπινη επαφή και το βιωματικό μπήκαν ξανά στη ζωή τους. Στον αντίποδα, θλιβερά δείγματα από την εργατική τάξη των 700 ευρώ αγοράζουν τηλεοράσεις των 600 ευρώ, καθιστώντας τις τράπεζες δεύτερο αφεντικό τους.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Τζον Ζερζάν, στις απαρχές τους οι ανθρώπινες κοινωνίες επικοινωνούσαν με έναν άμεσο, βιωματικό τρόπο, τον οποίο εμείς είμαστε αναγκασμένοι να παρομοιάσουμε με τη μη λεκτική επικοινωνία των ερωτευμένων ανθρώπων, προκειμένου να συλλάβουμε, έστω και ελάχιστα, κάτι τόσο αρχέγονο.[2] Κατά την ανθρώπινη πορεία, η άγνοια και ο φόβος γέννησαν τη θρησκευτική ανάγκη, η οποία οδήγησε στην ανάδυση των συμβόλων, προκειμένου να αναπαρασταθεί, να αποκτήσει υλική υπόσταση, το ακατανόητο. Η συνέχεια είναι γνωστή. Τα σύμβολα, που βρήκαν την αποθέωσή τους στη γλώσσα και συνδέθηκαν άρρηκτα με αυτό που αποκαλούμε πολιτισμό, επεκτάθηκαν στην αναπαράσταση όλων των υλικών και μη υπάρξεων, με αποτέλεσμα να μπουν ολοκληρωτικά ανάμεσα στους ανθρώπους, να διαμεσολαβούν την επικοινωνία τους και να αποκτήσουν αυτονομία. Έτσι συγκροτήθηκε ένας κόσμος παράλληλος με τη βιωμένη πραγματικότητα, ο κόσμος των συμβόλων, που διέσπασε την ενότητα της ανθρώπινης πραγματικότητας και πυροδότησε έναν ατέρμονο πόλεμο εναντίον της που φτάνει ως τις μέρες μας.
Ο συμβολικός κόσμος αποδείχτηκε πανίσχυρος. Τα σύμβολα εξελίχτηκαν, συγχωνεύτηκαν μεταξύ τους και έδωσαν τη θέση τους σ’ ένα πολύπλοκο, ολοκληρωμένο σύνολο αναπαραστάσεων, το οποίο ο Μποντριγιάρ αποκαλεί υπερπραγματικότητα και ο Ντεμπόρ Θέαμα. Αυτό, πλέον, καθορίζει τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, αλλά και τη λειτουργία της σκέψης τους. Στη σύγχρονη εποχή, ο θεατής, όσο περισσότερο αναγνωρίζει τον εαυτό του μέσα στις κυρίαρχες αναπαραστάσεις, τόσο λιγότερο κατανοεί την αληθινή του ύπαρξη και τις επιθυμίες του. «Όσο περισσότερο τον απορροφά το θέαμα, τόσο λιγότερο ζει». Στην ιστορική διαδρομή του πολιτισμού, η ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, το είναι, εκφυλίστηκε σε έχειν και κατόπιν σε φαίνεσθαι.[3]
Η τηλεόραση είναι η κορύφωση του φαίνεσθαι. Από τη φύση της δεν είναι χώρος δημόσιου διαλόγου, όπου οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν πολιτική συζήτηση ως ίσοι, αποτελεί τον ορισμό του μονόλογου και εκφράζει απόλυτα το πνεύμα μιας εξουσιαστικής εποχής. Η τηλεόραση, απλώς, υπαγορεύει εικόνες και οι άνθρωποι τις εντυπώνουν μέσα τους. Επιβάλλει την παθητικότητα, την απραξία και, στην ουσία, την παραίτηση από την πραγματική ζωή.
Η κυριαρχία του θεάματος στις μέρες μας, όμως, συνδέεται άρρηκτα με μία άλλη μάστιγα· την επικράτηση του εμπορεύματος. Ο άνθρωπος-παραγωγός αποξενωμένος από το προϊόν του, που αποκτά αυτόνομη υπόσταση ως εμπόρευμα, τίθεται στην υπηρεσία του και σχηματίζει όχι ανθρώπινη αλλά εμπορευματική κοινωνία. Το Θέαμα και η τηλεόραση την αναπαριστούν και την αναπαράγουν συνεχώς στις συνειδήσεις των ανθρώπων, ενώ ταυτόχρονα τα ίδια αποτελούν εμπόρευμα. Η αλλοτρίωση κορυφώνεται, και το Θέαμα ως Εμπόρευμα ή το Εμπόρευμα ως Θέαμα δημιουργούν τις «μοναχικές μάζες» του Ντεμπόρ. Ο προλετάριος, αφού σχολάσει από την εξευτελιστική μισθωτή εργασία, προάγεται σε καταναλωτή. Ο ελεύθερος χρόνος του κατακλύζεται από την τηλεόραση.[4]
Αναπόφευκτα, τα καπιταλιστικά ΜΜΕ και η δημοσιογραφία αποτελούν κομμάτι της αγοράς και λειτουργούν με τους όρους της. Ο καπιταλισμός, παρά τη διστακτικότητα των σοσιαλδημοκρατών θεωρητικών όπως ο Α. Γκίντενς[5] να το αναγνωρίσουν, λειτουργεί διαρκώς συγκεντρωτικά και δημιουργεί όλο και πιο ισχυρά οικονομικά κέντρα εξουσίας, τα οποία σε καιρούς κρίσεων απλώς αλλάζουν χέρια. Το σύνολο των ΜΜΕ, σε Ελλάδα και παγκοσμίως, ελέγχεται από λίγους ανθρώπους. Αποκλειστικός σκοπός τους είναι η κερδοφορία. Πουλούν μαζικά ένα προϊόν και πληρώνονται από τις διαφημίσεις των εταιριών.
Προκειμένου το προϊόν αυτό να είναι ελκυστικό, η τηλεόραση προβάλλει, διαδίδει και διαιωνίζει τις ήδη κατεστημένες αντιλήψεις. Για το λόγο αυτό είναι ένα απόλυτα συντηρητικό μέσο που προάγει τη μαζικοποίηση. Εκπέμπει στο κοινό αυτό που ήδη πιστεύει, επιβεβαιώνοντας τις προκαταλήψεις του και χαρίζοντάς του ικανοποίηση. Η διαδικασία της αμφισβήτησης και της κριτικής σκέψης των αποδεκτών δεν πρέπει να ενεργοποιηθεί, αφού είναι κουραστική για τους ίδιους, αλλά κυρίως γιατί ακολουθούν διαφημίσεις που απαιτούν αποχαυνωμένους, κενούς και συγχυσμένους εγκεφάλους για να εμφυτεύσουν το μήνυμά τους χωρίς αντιστάσεις. Γεγονότα, όπως η πρόσφατη οικονομική κρίση και η εκλογική διαμάχη Ομπάμα-Μακέιν καλύπτονται με θεαματικό τρόπο. Οι αληθινές συσχετίσεις και αιτίες δεν αναζητούνται ποτέ. Μάθαμε ότι για την κρίση ευθύνεται η κερδοσκοπία ορισμένων τραπεζιτών, αλλά δεν μάθαμε τι είναι αυτό που γεννά και καλλιεργεί την κερδοσκοπία. Είδαμε ότι ο Ομπάμα είναι μαύρος και ο Μακέιν λευκός, αλλά δεν πληροφορηθήκαμε ποτέ ότι οι θέσεις τους, πρακτικά, ταυτίζονται σ’ όλα τα θέματα πολιτικής.
Εξάλλου, μπορεί η Θάτσερ να ξεχάστηκε, αλλά οι αρχές της βασιλεύουν ακόμη. Σύμφωνα με τον Μ. Άλμπερτ, πάγια τακτική της τηλεόρασης είναι η άμεση και έμμεση προπαγάνδιση του συνθήματος της σιδηράς κυρίας: «Δεν υπάρχει εναλλακτικός δρόμος». Ανάλογα με το ποια γεγονότα αναφέρονται και ποια αγνοούνται, τι επιβραβεύεται και τι χλευάζεται, καλλιεργείται στους αποδέκτες η αίσθηση του μονόδρομου και της παθητικής αποδοχής, ότι τα πράγματα δεν γίνεται να είναι αλλιώς, ήταν και θα είναι πάντα έτσι. Σε συνδυασμό μ’ αυτή την πλάνη, η ψευτοκριτική που δεσπόζει στην τηλεόραση είναι παντελώς ακίνδυνη για το κατεστημένο(αλλιώς δεν θα την έκαναν) και αποσκοπεί μόνο στην ακροαματικότητα.[6]
Οι Τσόμσκι και Χέρμαν εμβαθύνουν περισσότερο στο μοντέλο προπαγάνδας της τηλεόρασης. Ισχυρίζονται ότι το τελικό προϊόν διαμορφώνεται από πέντε παράγοντες που λειτουργούν ως φίλτρα. Το πρώτο είναι η ιδιοκτησία, δηλαδή σε ποιους ανήκουν οι εταιρίες των ΜΜΕ και ποια είναι τα συμφέροντα τους. Το δεύτερο φίλτρο είναι οι διαφημίσεις, ο μηχανισμός χρηματοδότησης της τηλεόρασης με όλα τα γρανάζια του. Τρίτο είναι οι πηγές πληροφόρησης των ΜΜΕ, δηλαδή τα διεθνή και εθνικά πρακτορεία ειδήσεων, οι μεγάλοι κρατικοί και ιδιωτικοί οργανισμοί που παρέχουν τις πρωτογενείς πληροφορίες. Τέταρτο είναι οι πιέσεις που ασκούνται από τις κυβερνήσεις και τις μεγάλες εταιρίες με μηνύσεις, άδειες, απόσυρση διαφημίσεων και, κυρίως, με άλλες πλάγιες μορφές. Τέλος, πέμπτο φίλτρο είναι η κυρίαρχη ιδεολογία, όπως αυτή διαμορφώνεται ανάλογα την εποχή. Για την Ελλάδα, το τρίπτυχο πατρίς-θρησκεία-οικογένεια αποτελεί διαχρονική αξία.
Αυτό το μοντέλο προπαγάνδας περιγράφει έναν άτυπο μηχανισμό επεξεργασίας και ελέγχου του μηνύματος των ΜΜΕ, που λειτουργεί με τους όρους της αγοράς, αυτόματα και αποκεντρωμένα, χωρίς μυστικές συνωμοσίες. Κάτω από ορισμένες συνθήκες, βέβαια, οι κυβερνήσεις και οι κυρίαρχες εταιρίες αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και αντιμετωπίζουν συντονισμένα και συνωμοτικά ορισμένα ζητήματα. [7]
Πιο πρακτικά, η ύφανση του λόγου με λεκτικούς και οπτικούς χρωματισμούς καθώς και οι διάχυτες προκαταλήψεις με τις οποίες είναι διαποτισμένο το μήνυμα, η έμφαση με κουραστικές, ατελείωτες επαναλήψεις, οι παραλείψεις που κάνουν αόρατο ένα ζήτημα, καθώς και η παραπληροφόρηση, δηλαδή τα ψεύδη, οδήγησαν τον Ντ. Σέκτερ να διακηρύξει ότι «όσο περισσότερο παρακολουθείς, τόσο λιγότερα ξέρεις».[8]
Κι αν νομίζουμε ότι η προπαγάνδα περιορίζεται στη σκληροπυρηνική πλευρά της τηλεόρασης, ειδήσεις και ενημερωτικές εκπομπές, γελιόμαστε. Σύμφωνα με τον ιστορικό Π. Στριτ, ο ψυχαγωγικός τομέας δεν υστερεί· αντίθετα, η προπαγάνδα του είναι πιο ύπουλη, άρα και πιο επικίνδυνη. Τα κραταιά ΜΜΕ, βαλτώνοντας τα μυαλά και χλευάζοντας την ευαισθησία, επιδρούν καταλυτικά στην ικανότητα των ανθρώπων να κρίνουν και να νοιάζονται. Ο ψυχαγωγικός χρόνος της τηλεόρασης, σε συντριπτικό ποσοστό, αναλώνεται στην αναπαράσταση της εικόνας του σύγχρονου επιτυχημένου πλουτοκράτη. [9] Πολύ κυνικά, η απόκτηση και επιδεικτική κατανάλωση προκλητικού πλούτου, η αναλγησία (αφού 2 εκατομμύρια Έλληνες ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας[10]), νομιμοποιείται από το θέαμα, γίνεται πρότυπο και βομβαρδίζει τις συνειδήσεις των καθημερινών ανθρώπων και, κυρίως, των παιδιών τους.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, η τηλεόραση συνιστά το σπουδαιότερο όπλο όχι, πια, ενός ταξικού εχθρού αλλά ενός κατεστημένου που εχθρεύεται το ανθρώπινο είδος. Οι προσπάθειες της αντιπληροφόρησης μέσα από τα έντυπα και το διαδίκτυο αποτελούν μια όαση. Η αυστηρή και συνειδητή επιλογή των τηλεοπτικών προγραμμάτων, ουσιαστικά, η απόρριψη του μοντέλου μαζικής και παθητικής κατανάλωσης τηλεσκουπιδιών θα δώσει ώθηση στο βιωματικό που τόσο λείπει από τη ζωή μας.
Γιατί αυτό που ονομάσαμε πολιτισμό μάς μετέτρεψε σε μοναχικές μάζες. Μας έκανε να βάλουμε τους καναπέδες μπροστά στην τηλεόραση, θυσιάζοντας την πραγματική ζωή στο βωμό μιας ξένης τηλεοπτικής πραγματικότητας. Αν βρούμε τη δύναμη να τους ξαναβάλουμε αντικριστά, ίσως κερδίσουμε λίγη από την ανθρώπινη ζωή μας πίσω.
[1] Στα ελληνικά, Εκδοτική Θεσσαλονίκης, 1986.
[2] J. Zerzan, Running on Emptiness, Feral House, 2002. Μια αποσπασματική μετάφραση στο http://www.geocities.com/xpresswaytoyr_skull/btxts/b102.htm.
[3] Debord, Ibid.
[4] Debord, Ibid.
[5] A. Giddens, Κοινωνιολογία, Gutenberg, 2002.
[6] M. Albert, Parecon and Journalism, Znet, 2008.
[7] E. Herman & N. Chomsky, Manufacturing Consent: The Political Economy of the Mass Media, Pantheon, 1988.
[8] Danny Schechter, The More You Watch the Less You Know, Seven Stories, 1995.
[9] Paul Street, Killing us Softly, Znet, 2004.
[10] http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_100052_27/01/2006_171442
Αυτό είναι το Αποτέλεσμα της Άρνησης
Τζορτζ Μονμπάιοτ
Η οικονομική κρίση είναι ασήμαντη σε σύγκριση με την καταστροφή της φύσης. Έχουν όμως την ίδια αιτία.
Και αυτό δεν είναι τίποτα... Τίποτα σε σύγκριση μ’ αυτά που έρχονται. Η οικονομική κρίση, για την οποία καλούμαστε τώρα να πληρώσουμε τόσο βαριά, προεικονίζει την πραγματική κατάρρευση, που προκαλείται, όταν η ανθρωπότητα ξεπερνάει τα οικολογικά της όρια.
Καθώς κοιτάζουμε τις οικονομικές στατιστικές και τα νούμερα που παρελαύνουν μπροστά μας, αντικρίζουμε και μία διαφορετική ομάδα αριθμών. Την Παρασκευή, 10-10-2008, ο οικονομολόγος της Deutsche Bank, Πάβαν Σούκντεβ, που είναι υπεύθυνος για μία ευρωπαϊκή μελέτη για τα οικοσυστήματα, ανέφερε ότι κάθε χρόνο η φύση υφίσταται ζημιά, η οποία υπολογίζεται μεταξύ 2 με 5 τρισεκατομμύρια δολάρια, και αυτά μόνο ως αποτέλεσμα της καταστροφής των δασών.[1] Συγκριτικά, οι απώλειες που σημειώνονται μέχρι τώρα λόγω της οικονομικής κρίσης είναι περίπου 1 με 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια. Ο Σούκντεβ κατέληξε σ’ αυτό το νούμερο, υπολογίζοντας την αξία των υπηρεσιών που προσφέρουν τα δάση, όπως την κατακράτηση του άνθρακα και την παροχή φρέσκου νερού, και υπολογίζοντας το κόστος είτε από την αντικατάσταση αυτών των υπηρεσιών είτε από τη ζωή χωρίς αυτές. Η κρίση του οικονομικού συστήματος είναι ασήμαντη σε σχέση με την κατάρρευση της φύσης.
Οι δύο κρίσεις έχουν την ίδια αιτία. Και στις δύο περιπτώσεις, εκείνοι που εκμεταλλεύονται τους πόρους αναζήτησαν υπέρογκα κέρδη και προκάλεσαν τη δημιουργία χρεών, τα οποία είναι αδύνατο να ξεπληρωθούν. Και στις δύο περιπτώσεις αρνηθήκαμε την ύπαρξη των συνεπειών των πράξεών μας. Συνήθιζα να πιστεύω ότι η συλλογική άρνηση αφορούσε μόνο το θέμα της αλλαγής των κλιματικών συνθηκών. Τώρα γνωρίζω ότι είναι η πρώτη αντίδραση σε κάθε επικείμενη καταστροφή…
Η οικολογία και η οικονομία είναι δύο έννοιες που προέρχονται από την ελληνική λέξη «οίκος», που σημαίνει σπίτι ή κατοικία. Η επιβίωσή μας εξαρτάται από τη λογική διαχείριση αυτής της κατοικίας: το χώρο δηλαδή, στον οποίο συντηρείται η ζωή. Οι κανόνες είναι οι ίδιοι και στις δύο περιπτώσεις. Αν εκμεταλλεύεστε τους πόρους σε ποσοστό μεγαλύτερο από αυτό με το οποίο αναπληρώνονται, το απόθεμά σας θα μηδενιστεί. Αυτό είναι ένα άλλο ουσιαστικό που μας υπενθυμίζει τη σύνδεσή τους. Το αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης δίνει 69 ορισμούς για τη λέξη «απόθεμα». Όταν αναφέρεται σε χρήματα ή υλικά, η λέξη συνειρμικά οδηγεί στον κορμό – ή το απόθεμα – ενός δέντρου «από το οποίο ξεφυτρώνουν όλα τα οφέλη».[2] Η κατάρρευση έρχεται, όταν κλαδεύουμε το δέντρο τόσο πολύ, ώστε να πεθάνει. Η οικολογία είναι το απόθεμα, από το οποίο προέρχεται όλος ο πλούτος.
Οι δύο κρίσεις τροφοδοτούν η μία την άλλη. Ως αποτέλεσμα της οικονομικής κατάρρευσής της, η Ισλανδία σκέφτεται τώρα να προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το οποίο σημαίνει ότι θα παραδώσει τους ψαρότοπους της χώρας στην Κοινή Πολιτική Αλιείας της ΕΕ. Ήδη ο πρωθυπουργός Γκέιρ Χάαρντε έχει προτείνει στους συμπατριώτες του να επικεντρωθούν στην εκμετάλλευση του Ατλαντικού ωκεανού.[3] Η οικονομική καταστροφή θα προκαλέσει μια οικολογική καταστροφή.
Κανονικά, συμβαίνει το αντίθετο. Στο βιβλίο του, Η Κατάρρευση, ο Τζάρεντ Ντάιαμοντ καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η οικολογική κρίση είναι συχνά το προοίμιο κοινωνικής καταστροφής.[4] Το προφανές παράδειγμα είναι το νησί του Πάσχα, όπου η κοινωνία, αφού έφθασε στους υψηλότερους ιστορικούς αριθμούς πληθυσμού, έκοψε τα τελευταία δέντρα του νησιού και κατασκεύασε τα σπουδαιότερα μνημεία από πέτρα, οδηγήθηκε σε αποσύνθεση. Οι ηγέτες του νησιού ανταγωνίζονταν ποιος θα δημιουργήσει τα μεγαλύτερα αγάλματα. Αυτά απαιτούσαν ξύλο και σχοινί (φτιαγμένο από το φλοιό των δέντρων) για τη μεταφορά, και πρόσθετη τροφή για τους εργάτες. Καθώς τα δέντρα και η γη, από τα οποία οι κάτοικοι του νησιού εξαρτιόνταν, εξαφανίστηκαν, ο πληθυσμός μειώθηκε δραστικά και οι επιζώντες επιδόθηκαν στον κανιβαλισμό. (Ας ελπίσουμε ότι η Ισλανδία δεν θα ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο). Ο Ντάιαμοντ αναρωτιέται τι σκεφτόταν ο κάτοικος του νησιού του Πάσχα που έκοβε τον τελευταίο φοίνικα: «Όπως οι σύγχρονοι έμποροι ξυλείας, φώναζε “Θέλουμε δουλειές, όχι δέντρα”; Ή: “η τεχνολογία θα λύσει τα προβλήματά μας, δεν υπάρχει φόβος, θα βρούμε ένα υποκατάστατο του ξύλου”; Ή: “Δεν έχουμε αποδείξεις ότι δεν υπάρχουν φοίνικες και κάπου αλλού στο νησί του Πάσχα… η απαγόρευση υλοτόμησης που προτείνετε είναι πρόωρη και αποτέλεσμα φοβικής συμπεριφοράς”;».[5]
Η οικολογική κατάρρευση, όπως αποδεικνύει ο Ντάιαμοντ, είναι πιθανό να είναι το αποτέλεσμα τόσο της οικονομικής επιτυχίας όσο και της οικονομικής αποτυχίας. Οι Μάγια της Κεντρικής Αμερικής, παραδείγματος χάρη, ήταν μεταξύ των πιο προηγμένων και επιτυχημένων λαών της εποχής τους. Αλλά ένας συνδυασμός πληθυσμιακής αύξησης, υπερβολικών κατασκευαστικών προγραμμάτων και λανθασμένης διαχείρισης του εδάφους, εξαφάνισε περίπου 90 με 99% του πληθυσμού. Η κατάρρευση των Μάγια επιταχύνθηκε από «τον ανταγωνισμό μεταξύ των βασιλιάδων και των ευγενών που οδήγησε σε χρόνιους πολέμους και στην ανέγερση μνημείων, αντί να επιλύονται τα συσσωρευμένα προβλήματα».[6] Μήπως αυτό σας ακούγεται κάπως γνώριμο;
Και πάλι, τα μεγαλύτερα μνημεία δημιουργήθηκαν λίγο πριν την καταστροφή του οικοσυστήματος. Και πάλι, αυτή η υπερβολή ήταν εν μέρει υπεύθυνη για την κατάρρευση: δέντρα χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή γύψου που διακοσμούσε τους ναούς. Και στρώματα γύψου τοποθετούνταν συνεχώς, καθώς οι βασιλιάδες προσπαθούσαν να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλον.
Ορίστε μερικοί λόγοι, για τους οποίους οι άνθρωποι αποτυγχάνουν να αποτρέψουν την οικολογική καταστροφή. Στην αρχή, οι πόροι τούς φαίνονται ανεξάντλητοι. Η μακροπρόθεσμη τάση μείωσης των πόρων αποκρύπτεται από τις βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις. Ένας μικρός αριθμός ισχυρών ανθρώπων προωθούν τα συμφέροντά τους, βλάπτοντας τα συμφέροντα όλων των υπολοίπων. Τα βραχυπρόθεσμα κέρδη θυσιάζουν τη μακροπρόθεσμη επιβίωση. Το ίδιο πράγμα, σ’ όλες τις περιπτώσεις, μπορεί να ειπωθεί και για την κατάρρευση των οικονομικών συστημάτων. Μήπως είναι μοιραίο να συμπεριφερόμαστε μ’ αυτό τον τρόπο ως ανθρώπινα όντα; Αν δεν είμαστε ικανοί να δράσουμε πριν τα αποθέματα – οποιουδήποτε είδους – αρχίσουν να εξαφανίζονται, τότε είμαστε καταδικασμένοι.
Αλλά, ένα από τα οφέλη της σύγχρονης εποχής είναι η δυνατότητα να εντοπίζουμε τις τάσεις και να προβλέπουμε τα αποτελέσματα. Αν τα ψάρια σε ένα υπό εξαφάνιση οικοσύστημα αυξάνονται κατά 5% ετησίως, και η ποσότητα που ψαρεύουμε αυξάνεται κατά 10%, η αλιεία θα καταρρεύσει. Αν η παγκόσμια οικονομία συνεχίσει να αυξάνεται κατά 3% ετησίως (ή 1700% σε έναν αιώνα), επίσης θα χτυπήσει πάτο.
Δεν πρόκειται να προτείνω, όπως έκανε σ’ αυτή την σελίδα πέρυσι κάποιος «αχρείος» που έχει το ίδιο όνομα με εμένα[7], ότι πρέπει να καλωσορίσουμε την περίοδο της ύφεσης. Αλλά η οικονομική κρίση μας δίνει μια ευκαιρία να ξανασκεφτούμε την πορεία που έχουμε χαράξει. Είναι μια ευκαιρία που δεν δίνεται σε περιόδους οικονομικής επιτυχίας. Οι κυβερνήσεις που σήμερα αναδομούν τις οικονομίες τους πρέπει να διαβάσουν το βιβλίο του Χέρμαν Ντέιλι, Steady-state Economics.[8]
Ως συνήθως, δεν έχω αφήσει αρκετό χώρο για να συζητήσω το ζήτημα αυτό, οπότε θα πρέπει να παραθέσω τις λεπτομέρειες σε ένα άλλο άρθρο. Ή μπορείτε να διαβάσετε την περίληψη που δημοσιεύεται από την Επιτροπή Βιώσιμης Ανάπτυξης.[9] Αλλά αυτό που ο Ντέιλι προτείνει είναι ότι τα κράτη που είναι ήδη πλούσια θα πρέπει να αντικαταστήσουν την επέκταση («τη λογική της παραγωγής περισσότερων από τα ίδια αγαθά») με την ανάπτυξη («ίδια ποσότητα, αλλά καλύτερα προϊόντα»). Μια ισορροπημένη οικονομία, έχει ένα σταθερό απόθεμα κεφαλαίου που συντηρείται από ένα ρυθμό απόδοσης όχι ψηλότερο απ’ αυτόν που μπορεί το οικοσύστημα να απορροφήσει. Η χρήση των πόρων οριοθετείται, και το δικαίωμα της χρησιμοποίησής τους δημοπρατείται. Η ένδεια ρυθμίζεται μέσα από την ανακατανομή του πλούτου. Οι τράπεζες μπορούν να δανείσουν μόνο όσα χρήματα κατέχουν.
Αλλιώς, μπορούμε να εμμένουμε σ’ αυτόν το μαγικό τρόπο σκέψης, του οποίου τα αποτελέσματα μόλις έφτασαν στην πόρτα μας. Η οικονομική κρίση παρουσιάζει με τον καλύτερο τρόπο αυτό που συμβαίνει, όταν προσπαθούμε να προσαρμόσουμε τα δεδομένα της πραγματικότητας στις δικές μας επιθυμίες. Τώρα πρέπει να μάθουμε να ζούμε στον πραγματικό κόσμο.
Ο George Monbiot είναι οικολόγος ακτιβιστής, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Αρθρογραφεί στο Ζmagazine και στην αγγλική εφημερίδα Guardian.
Μετάφραση: Νίκος Στυλόπουλος
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Guardian, 14-10-2008
[2] Oxford English Dictionary, 1989.
[4] Jared Diamond, 2005. Collapse: how societies choose to survive or fail. Allen Lane, London.
[5] Ibid 114.
[6] Ibid 160.
[8] Herman E. Daly, 1991. Steady-State Economics - 2nd Edition. Island Press, Washington DC.
JFK-Ομπάμα:
Υπηρέτες «των Τριών Αλληλοσχετιζόμενων Δεινών»
Πωλ Στριτ
Ενώ ολοκλήρωνα ένα πρόσφατο βιβλίο σχετικά με το φαινόμενο Μπάρακ Ομπάμα, βρήκα πολλά ν’ αμφισβητήσω όσον αφορά την εκστρατεία του Ομπάμα και το μάρκετινγκ του νεαρού αμερικανού γερουσιαστή από το Ιλινόι. Ανάμεσα στις πιο θολές πλευρές της βιογραφίας του και της εμπορικής προώθησης του ονόματός του, τις οποίες επικρίνω και ξεσκεπάζω ως απάτες, είναι και οι ισχυρισμοί του: ότι προέρχεται από υποβαθμισμένο και περιθωριοποιημένο περιβάλλον, ότι είναι από την κακόφημη μεριά του Σικάγο, ότι αποτελεί τέκνο των πρώτων νικών του κινήματος για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ότι είναι από την αρχή σταθερά ενάντιος στον πόλεμο του Ιράκ, ότι αντιπροσωπεύει μια λαϊκή αμφισβήτηση του μεγάλου κεφαλαίου και του ελέγχου της πολιτικής και των αμερικανών πολιτικών από τις εταιρίες, ότι υπερβαίνει την έννοια της φυλής, στερείται ιδεολογίας και ενσαρκώνει το πνεύμα και τα διδάγματα του δρ. Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.
Ο Ομπάμα που απεικονίζεται στη μελέτη μου είναι (για εκείνους που μπορούν και θέλουν να κοιτάξουν πέρα από το μάρκετινγκ) ένα ξεκάθαρα ιμπεριαλιστικό και εταιρικό-νεοφιλελεύθερο σύμβολο, εκπρόσωπος του επιχειρηματικού καθεστώτος, της αμερικανικής ηγεμονίας, υποστηρικτής του φυλετικού συμβιβασμού που αρνείται την ύπαρξη του ρατσισμού. Αποδεικνύω ότι ο Ομπάμα έχει επανειλημμένα ευθυγραμμιστεί με τη συντηρητική, δηλαδή τη φιλικά προσκείμενη προς την εξουσία πλευρά όλων αυτών που ο δρ. Κινγκ ονόμαζε «τα τρία αλληλοσχετιζόμενα δεινά»: εννοώντας το ρατσισμό (βαθιά και θεσμικά αισθητό), την οικονομική εκμετάλλευση ( τον καπιταλισμό) και τον αμερικάνικο μιλιταρισμό.
Όλα αυτά συμφωνούν με τη δήλωση του καθεστωτικού δημοσιογράφου Ράιαν Λίτζα στο τέλος ενός πρόσφατου άρθρου στο περιοδικό New Yorker σχετικά με τα πρώτα στάδια της πολιτικής καριέρας του Μπάρακ Ομπάμα στο Σικάγο: «ίσως η μεγαλύτερη παρανόηση, όσον αφορά τον Ομπάμα, είναι ότι πρόκειται για κάποιου είδους αντικαθεστωτικό επαναστάτη. Αντιθέτως, κάθε στάδιο της πολιτικής του καριέρας έχει σημαδευτεί από ιδιαίτερο ζήλο να προσαρμόσει τον εαυτό του στους υπάρχοντες θεσμούς, παρά να τους καταργήσει ή να τους αντικαταστήσει. (Ryan Lizza, Making It: How Chicago Shaped Obama, The New Yorker, 21-7-2008) (Αρκούντως αποκαλυπτικά, αυτό δεν εμποδίζει τον Λίτζα να πει ότι ο Ομπάμα «ανήκει ιδεολογικά στην Αριστερά»).
Εντούτοις, μια πλευρά της μυστηριώδους έλξης που ασκεί ο Ομπάμα, την οποία δεν αμφισβητώ, είναι η προσπάθεια της πολύ επιτυχημένης εκστρατείας του Ομπάμα να συνδέσει τον υποψήφιό της με τη μνήμη και την κληρονομιά της «χρυσής εποχής» του Τζον Φ. Κένεντι (JFK). Νομίζω είναι μια λογική σύνδεση αλλά όχι για αξιοθαύμαστους λόγους. Εκτός του ότι ο JFK ήταν επίσης ένας σχετικά νέος, εύστροφος, τηλεγενής και ευφραδής απόφοιτος του Χάρβαρντ, αμερικανός γερουσιαστής, με μικρή συμβολή στην άσκηση ουσιαστικής πολιτικής, με τάση προς τους μεγαλεπήβολους στόχους και με εξωστρεφή ιδεαλισμό, επιπλέον, ο JFK στην εποχή του κατέλαβε τον ίδιο, σε γενικές γραμμές, ψευδοπροοδευτικό ιδεολογικό χώρο που υπηρετεί την εξουσία, όπως και ο Ομπάμα σήμερα. Επίσης λατρεμένος από πολλούς φιλελεύθερους και απολαμβάνοντας ισχυρή υποστήριξη από ακαδημαϊκούς και διανοούμενους, ο πρωτο-νεοφιλελεύθερος πρόεδρος Κένεντι υπηρέτησε πολύ καιρό την πανούργα, φιλοκαθεστωτική δεξιά διάσταση «των τριών δεινών» του Κινγκ. Αυτό ελάχιστα εμπόδισε εκατομμύρια ανθρώπους στις ΗΠΑ και το εξωτερικό να τον λατρέψουν ως άνθρωπο της ειρήνης και της δικαιοσύνης.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ: «ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ»
Ας πάρουμε τον JFK και την οικονομική αδικία, το δεύτερο από «τα τρία δεινά» του Κινγκ. Πάνω από μια δεκαετία, προτού οι επίσημα νεοφιλελεύθεροι Δημοκρατικοί κατευθύνουν ανοιχτά το Δημοκρατικό Κόμμα προς το κέντρο, που υπηρετεί τις μεγάλες εταιρίες, η συχνά διακηρυγμένη ευαισθησία του JFK για τη φτωχή, εργατική τάξη υποβαθμίστηκε σ’ αυτό που ο πολιτικός επιστήμονας και χρονικογράφος του Κένεντι, Μπρους Μίροφ, αποκάλεσε «οι πραγματικές παράμετροι της πολιτικής: πολιτικός υπολογισμός και οικονομικό δόγμα». Όπως σημείωσε ο Μίροφ στην εξαίρετη και εν πολλοίς ξεχασμένη μελέτη του, Πραγματιστικές Ψευδαισθήσεις:η Προεδρική Πολιτική του Τζον Φ. Κένεντι (New York: Longman’s, 1976), «ο πολιτικός υπολογισμός οδήγησε τον Κένεντι στο να ικανοποιήσει τις γιγάντιες εταιρίες και τους συμμάχους τους στην κυβέρνηση. Το οικονομικό δόγμα τού έλεγε ότι το κλειδί στη επέκταση και την υγεία της οικονομίας ήταν η υγεία και η επέκταση αυτών των ίδιων γιγάντιων εταιριών. Στους αρχιτέκτονες της Νέας Οικονομίας του Κένεντι άρεσε να το παρουσιάζουν αυτό ως την τεχνικά εξεζητημένη και πολιτικά ουδέτερη διαχείριση μιας μοντέρνας βιομηχανικής οικονομίας. Με περισσότερη ακρίβεια περιγράφεται ως πραγματιστικός φιλελευθερισμός στην υπηρεσία του καπιταλισμού των μεγάλων εταιριών». (Μίροφ, σελ. 168).
Πολυάριθμα οικονομικά προγράμματα της διακυβέρνησης Κένεντι ακολούθησαν πιστά το δρόμο που ευνοούσε τις μεγάλες εταιρίες και είχε ήδη χαραχτεί απ’ αυτές. Όπως σημείωσε ο Μίροφ: «Οι οδηγίες του όσον αφορά τους μισθούς και άλλες προσπάθειες για τον τερματισμό της διαμάχης ανάμεσα σε εργάτες και εργοδότες για την κατανομή του εισοδήματος «ταίριαξαν γάντι» με το διαρκή στόχο του επιχειρηματικού κόσμου να κρατά σταθερό το κόστος των μισθών. Η πολιτική της μείωσης του φόρου επενδύσεων απέφερε στις επιχειρήσεις σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις, κάτι που ανεπιτυχώς αναζητούσαν από την εποχή του Αϊζενχάουερ. Η πρότασή του για μείωση των φόρων στο εταιρικό εισόδημα και στο προσωπικό εισόδημα των ανώτερων τάξεων προσέγγιζε τις φορολογικές ελαφρύνσεις που είχαν νωρίτερα προταθεί από την Εθνική Ένωση Βιομηχάνων και το Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ. Τα διευθυντικά στελέχη των εταιρειών μπορεί να μην είχαν την εμπιστοσύνη του Κένεντι, αλλά το λειτουργικό αποτέλεσμα ήταν σχεδόν το ίδιο, σαν να την είχαν. Το οικονομικό δόγμα και ο πολιτικός υπολογισμός ήταν αρκετά, ώστε να τον κάνουν να ανταποκρίνεται στις επιθυμίες των επιχειρήσεων πολύ συχνότερα απ’ ό,τι στις επιθυμίες των οικονομικών παραγόντων που τον υποστήριζαν στην πραγματικότητα».
Οι πολιτικές της «οικονομικής ανάπτυξης» της διακυβέρνησης Κένεντι παρείχαν σημαντικά μεγαλύτερο πλεονέκτημα στους πλούσιους απ’ ό,τι στους Αμερικανούς της εργατικής, μεσαίας και χαμηλής τάξης. Αν κοιτάξουμε πίσω από τη συχνά εκφρασμένη ευαισθησία του JFK για τους αδυνάτους της Αμερικής, η διακυβέρνησή του σχετικά με την οικονομική δικαιοσύνη κάθε άλλο παρά προοδευτική ήταν. Την οπισθοδρομική φύση της «Νέας Οικονομίας» του συγκάλυπταν οι τακτικοί, πολυπροβεβλημένοι από τα ΜΜΕ, καβγάδες του με συγκεκριμένα μέλη της επιχειρηματικής κοινότητας (κυρίως με τα διευθυντικά στελέχη της U.S. Steel[1]), οι επαναλαμβανόμενες δηλώσεις του ότι ενδιαφέρεται για τους εργάτες και τους φτωχούς και ο ισχυρισμός του ότι προωθεί μια αμιγώς «τεχνοκρατική» και «πραγματιστική» οικονομική ατζέντα που ανυψώνει την «πρακτική διαχείριση» και τη «διαχειριστική δεινότητα» πάνω από τον «μεγάλο πόλεμο των ιδεολογιών» (Μίροφ, σελ. 182-183, 217-218). Ήταν τόσο για δογματικούς όσο και για συναισθηματικούς και προμελετημένους πολιτικούς λόγους που πολλοί από τους πρώτους νεοφιλελεύθερους Δημοκρατικούς (π.χ. οι Γερουσιαστές Γκάρι Χαρτ και Μπιλ Μπράντλεϊ, οι Κυβερνήτες Μπρους Μπάμπιτ, Τζέιμς Χαντ, Ρίτσαρντ Λαμ και Μπιλ Κλίντον, τα μέλη του Κογκρέσου Αλ Γκορ και Τίμοθι Γουέρθ) έκαναν τον JFK πρότυπο από το οποίο εμπνέονταν. (βλ. Randall Rothenburg, The Neoliberals: Creating the New American Politics, New York: Simon and Schuster, 1984)
Σε συμφωνία με την κληρονομιά του JFK, όσον αφορά την ταξική διαβάθμιση της κοινωνίας, οι οικονομικές εξαγγελίες του Ομπάμα υπήρξαν φιλοεταιρικές-νεοφιλελεύθερες από την αρχή. Ο χρηματοδοτούμενος από τη Γουόλ Στριτ Ομπάμα διόρισε επικεφαλής σύμβουλό του στα οικονομικά θέματα, κατά τη διάρκεια της αρχικής εκστρατείας του, τον υποστηρικτή των μεγάλων εταιριών στο Δημοκρατικό Ηγετικό Συμβούλιο και οικονομολόγο του Πανεπιστημίου του Σικάγο, Όσταν Γκούλσμπι (τον τύπο που είπε στους καναδούς διπλωμάτες να αγνοήσουν την προεκλογική ρητορική του Ομπάμα εναντίον της Βορειοαμερικανικής Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου – NAFTA). Η «Ομπάμα Α.Ε.» λανσάρισε τον οικονομολόγο, υποστηρικτή των Wal-Mart[2], Τζέισον Φέρμαν, από το κορπορατιστικό και εύστοχα αποκαλούμενο Hamilton Group, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως διευθυντής της οικονομικής πολιτικής του Ομπάμα. Οι προτάσεις του Ομπάμα για την υγεία, την οικονομική ώθηση και τη στεγαστική κρίση είναι όλες τοποθετημένες δεξιότερα από εκείνες του Τζον Έντουαρντς, ακόμη κι απ’ αυτές της κεντρώας Χίλαρι Κλίντον, για να μην αναφέρουμε τον Ντένις Κούσινιτς, τον μόνο πραγματικά αριστερό υποψήφιο στις προκριματικές εκλογές για το χρίσμα. Και όπως ακριβώς ο JFK, ο Ομπάμα έχει ψευδώς πουλήσει αυτήν τη συντηρητική οικονομική ατζέντα ως ένα είδος ουδέτερου πραγματισμού που «παράγει έργο» και δίνει έμφαση στην τεχνική «εξειδίκευση» πάνω και πέρα απ’ την απλή «ιδεολογία».
ΦΥΛΗ: ΦΙΛΟΣ ΤΩΝ ΛΕΥΚΩΝ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ
Ο JFK κατέλαβε τον ίδιο κεντρώο, επιφυλακτικό, πανούργο και «πραγματιστικό» χώρο όσον αφορά τη φυλή, το πρώτο απ’ τα τρία δεινά του Κινγκ. Το βρήκε πολιτικά χρήσιμο να μεσολαβήσει για λογαριασμό του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του το 1960 που ήταν εκλογικό έτος και, αργότερα, να τυλιχτεί με την αύρα της φυλετικής προοδευτικότητας και ισότητας, προσφέροντας κάποιες τμηματικές και καθυστερημένες ομοσπονδιακές καλύψεις σε μέλη του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων (CRM)[3]. Αλλά η διακυβέρνηση του Κένεντι εργάστηκε σκληρά για να αποθαρρύνει, να απονευρώσει και να αποπροσανατολίσει το CRM. Έδωσε κάποια στοιχειώδη προστασία στους ακτιβιστές και τους μαύρους του Νότου μόνο όταν ο Τζακ και ο Μπόμπι Κένεντι (μικρός αδελφός του και υπουργός Δικαιοσύνης) υπολόγισαν ότι η σφοδρή αντίδραση των λευκών στο Νότο υπέσκαπτε τη δυνατότητά τους να πουλήσουν την αμερικάνικη καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική έννοια της «δημοκρατίας» στον μη λευκό Τρίτο Κόσμο. Στην πορεία, οι αδερφοί Κένεντι απέκτησαν την παράξενη έμμονη ιδέα ότι οι κομμουνιστές είχαν διασυνδέσεις με τον Κινγκ και το CRM.
Πέρα από την εικονογραφία και τον αναθεωρητισμό του μεταγενέστερου «Mississippi Burning [4]», ο Κένεντι δεν ήταν ιδιαίτερα φιλικός προς την πάλη για την ισότητα των μαύρων κατά τα τέλη της δεκαετίας του ‘50 και τις αρχές του ‘60. Η ανταπόκρισή του στο κίνημα κυριαρχήθηκε από τη διελκυστίνδα δύο υπολογισμών του πολιτικού πραγματισμού: (α) από την απειλή να απομακρυνθούν οι λευκοί ψηφοφόροι (κυρίως οι παραδοσιακά Δημοκρατικοί λευκοί του Νότου) και (β) από τον κίνδυνο να χαθεί η συμπάθεια και η υποστήριξη του Τρίτου Κόσμου στον υποτιθέμενο αγώνα των ΗΠΑ να προωθήσουν «την ειρήνη και τη δημοκρατία» (ψευδώς ταυτισμένες με τον καπιταλισμό και με την καθυπόταξή τους στην επιρροή των ΗΠΑ) εναντίον του υποτιθέμενου κομμουνισμού που χρηματοδοτούνταν από τη Σοβιετική Ένωση (εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη στον «αναπτυσσόμενο κόσμο»). Οι πραγματικές ζωές και οι αγώνες των μαύρων Αμερικανών δεν λαμβάνονταν ιδιαίτερα υπόψη στη διακυβέρνηση του Κένεντι. Όταν οι ρατσιστικές αρχές του Νότου κατάφερναν να κάμψουν τον αγώνα των μαύρων για ισότητα, χωρίς να προβληθεί υπερβολικά στην τηλεόραση η αιματοχυσία και η αγριότητα, όπως στο Άλμπανι της Τζόρτζια, ο JFK με μεγάλη του χαρά απέσυρε την υποστήριξή του προς το CRM.
Βαδίζοντας στα προσεκτικά και υπολογισμένα βήματα του JFK στο θέμα της φυλής, ο τυπικά μαύρος Ομπάμα έχει προσεκτικά απομακρυνθεί τόσο από το γεγονός όσο και από τον ισχυρισμό ότι η ρατσιστική καταπίεση και λευκή υπεροχή συνεχίζουν να ορθώνουν ψηλά τείχη στην πρόοδο των μαύρων και στη φυλετική ισότητα στις ΗΠΑ. Μιλάει για το ρατσισμό που τροφοδοτεί τις φωτιές της ζωντανής μαύρης οργής σαν να είναι απλώς ένα ενοχλητικό απομεινάρι του παρελθόντος (η αρχαία περίοδος του Αιδεσιμότατου Τζερεμάια Ράιτ[5]). Ο Ομπάμα δεν προωθεί καμία σχετική ή σαφή πολιτική ατζέντα για να αντιμετωπίσει τον βαθιά εδραιωμένο θεσμικό ρατσισμό, που συνεχίζει να ζει πίσω από την προθυμία των λευκών Αμερικανών να εκλέξουν έναν πρόεδρο που είναι «μαύρος αλλά όχι σαν τον Τζέσε[6]». Έχει κάνει πολυάριθμες ομιλίες και σχόλια ισχυριζόμενος ότι οι μαύροι Αμερικανοί είναι προσωπικά και πολιτισμικά υπεύθυνοι για τη δυσανάλογη παρουσία τους στον πυθμένα της κάθετης κοινωνικοοικονομικής και θεσμικής ιεραρχίας του έθνους. Έχει αποτύχει να συνδέσει στενά το όνομά του με τους σύγχρονους αγώνες του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων γύρω από την ποινική δίωξη των «7 της Τζένα[7]» από τους λευκούς της μικρής πόλης του Νότου και τη φρικιαστική δολοφονία του Σον Μπελ[8] με 50 πυροβολισμούς από την αστυνομία της Νέας Υόρκης. Ο Ομπάμα απάντησε στην απαλλαγή των δολοφόνων του Μπελ με μία λακωνική δήλωση-κήρυγμα στους μαύρους Νεοϋορκέζους για την ανάγκη να σέβονται την «τάξη του νόμου». Αυτή η συμπεριφορά έχει προκαλέσει τη δικαιολογημένη οργή του Αιδεσιμότατου Τζάκσον, του οποίου οι ψυχο-σεξουαλικές φαντασιώσεις για εκδίκηση ακούγονται σαν μουσική στα πραγματιστικά, από πολιτική άποψη, αφτιά των συμβούλων του Ομπάμα στη «μετά CRM εποχή», όπου ο ρατσισμός έχει επισήμως τελειώσει.
Μετάφραση: Μιχάλης Παπαδόπουλος
[1] Η μεγαλύτερη αμερικάνικη εταιρία χάλυβα.
[2] Η μεγαλύτερη εταιρία πολυκαταστημάτων στις Η.Π.Α..
[3] Civil Rights Movement.
[4] «Ο Μισσισσιππής φλέγεται». Χολιγουντιανή ταινία του 1988 που παραποιεί την ιστορία της δολοφονίας τριών μελών του CRM στο Μισσισσιππή το 1964 σε τέτοιο βαθμό, ώστε καταντά μυθοπλασία.
[5] Δημοφιλής ιεροκήρυκας και ο ιερέας της ενορίας του Ομπάμα στο Σικάγο.
[6] Αιδεσιμότατος Τζέσε Τζάκσον: Δημοφιλής μαύρος πολιτικός ακτιβιστής. Το 1984 και το 1988 προσπάθησε ανεπιτυχώς να πάρει το χρίσμα των Δημοκρατικών για την Προεδρία.
[7] Ονομασία που δόθηκε σε μια ομάδα μαύρων μαθητών του γυμνασίου της Τζένα στη Λουϊζιάνα, οι οποίοι έδειραν λευκό συμμαθητή τους το Δεκέμβριο του 2006.Αντιμετωπίζουν συνολικά ποινή φυλάκισης άνω των εκατό χρόνων χωρίς αναστολή!
[8] Νεαρός μαύρος που τον «γάζωσαν» αστυνομικοί το ξημέρωμα της ημέρας του γάμου του, το Νοέμβριο του 2006.
ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ[1]
Απόσπασμα από τη συνέντευξη του ΜΑΙΚΛ ΑΛΜΠΕΡΤ στον Ρεμί Γκω
Γ΄ ΜΕΡΟΣ
Το Πάρεκον απαιτεί την κατανομή των αγαθών μέσα από μια διαδικασία συμμετοχικής σχεδίασης. Τι θα σήμαινε αυτή η διαδικασία για ένα άτομο ως καταναλωτή και ως εργαζόμενο;
Θα σήμαινε πάρα πολλά πράγματα που θα ήταν δύσκολο να τα απαριθμήσουμε εδώ, πόσο μάλλον να τα περιγράψουμε εκτενώς. Κυρίως σημαίνει ότι κάθε οικονομικός παράγοντας, εν μέρει ως εργαζόμενος και εν μέρει ως καταναλωτής, συμμετέχει σε μια συνεργατική διαπραγμάτευση για τις εισροές και τις εκροές του οικονομικού συστήματος μαζί με τους υπόλοιπους οικονομικούς συντελεστές. Αυτό συμβαίνει μέσα από συμβούλια εργαζομένων και καταναλωτών που προτείνουν τις οικονομικές δραστηριότητες που προτιμούν – είτε αυτές αφορούν τα αγαθά που παράγονται είτε αυτά που καταναλώνονται – και στη συνέχεια ακούγοντας τις προτάσεις άλλων ομάδων (και όλης της κοινωνίας) και εξετάζοντας τις ανάλογες αξίες με τις οποίες επενδύουν αυτές οι προτάσεις τις διαφορετικές εισροές και εκροές, κάθε παράγοντας χωριστά (ή συχνότερα κατά ομάδες) κάνουν ένα νέο κύκλο προτάσεων.
Αυτοί οι αλλεπάλληλοι γύροι διαπραγματεύσεων – οι οικονομολόγοι καλούν αυτές τις συνεχείς ανταλλαγές πληροφοριών και προτάσεων «επαναλήψεις» (iterations) – οδηγούν σε ένα βιώσιμο και αξιόλογο σχέδιο, αυτοδιαχειριζόμενο, αποκεντρωμένο, χωρίς ιεραρχικά ανώτερους αρμόδιους για τη σχεδίαση και χωρίς οικονομικούς συντελεστές οι οποίοι να επιδιώκουν την πρωτοκαθεδρία σε βάρος των άλλων. Φυσικά, επειδή το λέω εγώ, δεν σημαίνει ότι έτσι είναι. Αλλά ελπίζω ότι, υποστηρίζοντας πως μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο, θα ωθήσω τους αναγνώστες να αναλογιστούν αυτή τη δυνατότητα, και επομένως το Πάρεκον, λεπτομερέστερα.
Μία από τις κριτικές σας ενάντια στη μαρξιστική θεωρία την κατηγορεί ότι βασίζεται στην ύπαρξη μόνο δύο τάξεων και έτσι «αποκρύπτει» την ύπαρξη «της τάξης των συντονιστών» (Coordinator Class). Θα μπορούσατε να περιγράψετε τι εννοείτε με τον όρο αυτό;
Αναφέρομαι στην κοινωνική ομάδα των ανθρώπων που, λόγω της θέσης που έχουν στην καπιταλιστική οικονομία, βρίσκονται μεταξύ εργασίας και καπιταλιστών. Και επιπλέον, αυτό που αποκαλώ Coordinatorism βρίσκεται στην κορυφή, εξουσιάζοντας τους εργαζομένους.
Η ιδέα είναι απλή. Δεν είναι μόνο η ιδιοκτησία, στο σύνολό της, που μπορεί να αποδώσει σε μια ομάδα διαφορετική ταξική θέση, δύναμη και εισόδημα. Αν μια κοινωνική ομάδα ασκεί εργασίες οι οποίες συστηματικά της προσφέρουν μεγαλύτερη εξουσία λόγω πρόσβασης σε πληροφορίες, λόγω δεξιοτήτων, διασυνδέσεων κ.ά., τότε αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να θέσουν αυτή την κοινωνική ομάδα σε καλύτερη θέση σε σχέση με εκείνους που δεν τα διαθέτουν. Στον καπιταλισμό, παραδείγματος χάρη, οι διευθυντές, οι δικηγόροι, οι μηχανικοί, οι γιατροί και άλλοι, αποτελώντας περίπου ένα 20% του πληθυσμού, εκτελούν εργασίες που τους προσφέρουν δύναμη και ασκούν σημαντικό έλεγχο στις συνθήκες της δικής τους ζωής και όλων όσων βρίσκονται κάτω από αυτούς. Αυτοί συγκροτούν την τάξη των συντονιστών.
Έτσι, σύμφωνα με την άποψη αυτή, έχουμε τρεις τάξεις και όχι δύο. Έχουμε τους συντονιστές-μάνατζερ, τους εργαζομένους και τους ιδιοκτήτες, και όχι μόνο εργαζομένους και ιδιοκτήτες. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία διότι δεν πρόκειται απλώς για εργαζομένους που διαβιώνουν κάπως καλύτερα. Ούτε πρόκειται για ιδιοκτήτες που διαβιώνουν κάπως χειρότερα. Και δεν πρόκειται για ένα στρώμα που σχηματίζεται και από τις δύο τάξεις. Αλλά για μία κοινωνική ομάδα μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα που έχει διαφορετικά συμφέροντα, ενδιαφέροντα και μεθόδους. Ακόμα σημαντικότερο, είναι μία κοινωνική ομάδα η οποία θα μπορούσε να γίνει άρχουσα τάξη σε μια σοβιετικού ή γιουγκοσλαβικού τύπου οικονομία, δηλαδή σε αυτό που ονομάστηκε κεντρικά σχεδιασμένος σοσιαλισμός ή σοσιαλισμός της αγοράς.
Το γεγονός αυτό μας διαφωτίζει ότι τα αντικαπιταλιστικά κινήματα δεν προάγουν απαραίτητα την αταξική κοινωνία, απλά και μόνο επειδή είναι αντικαπιταλιστικά. Τέτοια κινήματα μπορεί να προωθούν την αταξικότητα, σίγουρα, αλλά μπορεί να προωθούν και την κυριαρχία της τάξης των συντονιστών. Ακόμη περισσότερο, όποιες και αν είναι οι δηλωμένες ή οι πραγματικές φιλοδοξίες αυτών των κινημάτων, ή όποιες και αν είναι οι φιλοδοξίες μερικών ή και πολλών μελών τους, ένα τέτοιο κίνημα μπορεί να υιοθετήσει μεθόδους οργάνωσης και λήψης αποφάσεων ή πολιτιστικές αξίες οι οποίες είτε να είναι συμβατές με την επιδίωξη της αταξικότητας είτε, από την άλλη μεριά, να καλλιεργούν την κυριαρχία της τάξης των συντονιστών. Σίγουρα, πρέπει να είμαστε εναντίον του καπιταλισμού, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να επιδιώκουμε και την αταξικότητα ενάντια στην κυριαρχία της τάξης των συντονιστών.
Αυτό που πιστεύω για το μαρξισμό-λενινισμό, λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, είναι ότι ιστορικά έχει οδηγήσει επανειλημμένως στην κυριαρχία της τάξης των συντονιστών. Πιστεύω ότι έχει θεσμικές δεσμεύσεις, όπως για παράδειγμα ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, που οδηγούν εκεί. Και θεωρώ, επίσης, ότι διαθέτει έναν εννοιολογικό μηχανισμό ο οποίος αρνείται ακόμη και την ύπαρξη αυτής της πιθανότητας, αρνούμενος την ύπαρξη της τρίτης τάξης και υποστηρίζοντας ότι αν κάποιο υποτιθέμενο μετακαπιταλιστικό σύστημα είναι απαίσιο, τότε σε τελική ανάλυση δεν είναι μετακαπιταλιστικό – επειδή υπάρχουν μόνο ο απαίσιος (ίσως κρατικός) καπιταλισμός και ο έξοχος (ίσως εκφυλισμένος) σοσιαλισμός μεταξύ των οποίων πρέπει να διαλέξουμε για να χαρακτηρίσουμε, για παράδειγμα, την παλιά Σοβιετική Ένωση. Ο ίδιος ο Μαρξ δίδαξε ότι για να κρίνουμε μία ιδεολογία ή ένα πρόγραμμα πρέπει να εξετάζουμε την πρακτική εφαρμογή του και τις επιπτώσεις του στις διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων, και όχι να ρωτάμε απλά τι επιθυμούν αυτοί που το υλοποιούν. Εφαρμόζω, λοιπόν, αυτή τη χρήσιμη ευφυή μέθοδο στο μαρξισμό ή ακριβέστερα στο μαρξισμό-λενινισμό τον ίδιο.
Τι θα απέτρεπε, στο Πάρεκον, την άνοδο της τάξης των συντονιστών στην εξουσία;
Δεν υπάρχουν δομικά μέσα αποτροπής, το αντίθετο μάλιστα. Είναι περίπου το ίδιο σαν να ρωτάμε τι απέτρεψε τους ιδιοκτήτες σκλάβων να συνεχίζουν να έχουν σκλάβους στο καπιταλιστικό σύστημα. Δεν είναι μόνο ότι απαγορεύεται από κάποιο νόμο. Αλλά περισσότερο είναι οι θεσμοί της οικονομίας που το αποκλείουν. Γιατί κάποιος, στο Πάρεκον, να θέλει να εργαστεί για κάποιο αφεντικό ή για κάποιον ιδιοκτήτη; Αλλά επιπλέον, πώς θα μπορούσε ένας τέτοιος εργασιακός χώρος να λειτουργήσει, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη αλληλεπίδρασης μέσα στο σύστημα συμμετοχικής σχεδίασης που απαιτεί συμβούλια εργαζομένων για την αυτοδιαχείριση;
Το Πάρεκον δεν αποδοκιμάζει απλώς τον ταξικό διαχωρισμό και την κυριαρχία κάποιας τάξης. Καθιερώνει νόρμες λειτουργίας και μια δομή ρόλων, έτσι ώστε οι συμμετέχοντες να μην μπορούν να λειτουργήσουν με τον τρόπο που απαιτεί ο ταξικός διαχωρισμός και η ταξική εξουσία. Δεν είναι δυνατό να συμμετέχεις σε κάποιο πλέγμα ισορροπημένης απασχόλησης, να έχεις καθήκοντα που να σου χαρίζουν δύναμη ίση με τη δύναμη που κατέχουν οι άλλοι, να αμείβεσαι για την κοινωνικά χρήσιμη προσπάθεια και θυσία σου όπως όλοι οι υπόλοιποι, να λειτουργείς μέσα στα αυτοδιαχειριζόμενα συμβούλια εργαζομένων και καταναλωτών, και παρόλα αυτά να υπερέχεις των άλλων. Αλλά αν κάποιος δεν λειτουργεί με αυτό τον τρόπο, τότε δεν συμμετέχει στο συγκεκριμένο οικονομικό σύστημα. Είναι πραγματικά τόσο απλό όσο ακούγεται, από τη στιγμή που υιοθετηθούν οι κατάλληλοι θεσμοί.
Πώς αντιμετωπίζονται τα περιβαλλοντικά θέματα, όπως η βιώσιμη ανάπτυξη και η παγκόσμια κλιματική αλλαγή, στο Πάρεκον;
Φυσικά, ελπίζουμε ότι οι πολίτες στο Πάρεκον θα πάρουν αποφάσεις υπέρ της βιωσιμότητας και εναντίον της αυτοκαταστροφής λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Πώς θα διευκολυνθεί αυτό;
Αυτό που κάνει το Πάρεκον για τα θέματα αυτά, όπως και για άλλα, είναι να παρέχει μία δομή στην οποία η πληροφόρηση δεν θα επηρεάζεται από τα συμφέροντα των λίγων και τα μειονεκτήματα της ανταγωνιστικής κατανομής των αγαθών. Στο Πάρεκον θα γνωρίζουμε το αληθινό και συνολικό κόστος και όφελος των πιθανών επιλογών. Επιπλέον, το Πάρεκον παρέχει τη δυνατότητα σε αυτούς που επηρεάζονται να συμμετέχουν στις αποφάσεις ανάλογα με το βαθμό που επηρεάζονται. Δεν θα υφίσταται η κατάσταση όπου ελάχιστοι άνθρωποι θα απολαμβάνουν τεράστια κέρδη καταστρέφοντας το περιβάλλον και θα παρέχουν στον εαυτό τους νησίδες «καθαρότερου περιβάλλοντος», ενώ οι υπόλοιποι θα υποφέρουν. Δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά τι θα αποφασίσουν οι άνθρωποι σε ένα καλύτερο μέλλον. Σίγουρα, μπορούμε να προβλέψουμε, αλλά νομίζω ότι δεν είναι εκεί το θέμα. Το σημαντικό για μας είναι να καθιερώσουμε θεσμούς που θα διευκολύνουν τους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν τα περιβαλλοντικά και όλα τα υπόλοιπα ζητήματα, έχοντας στη διάθεσή τους έγκυρες πληροφορίες και ανάλογη δυνατότητα συμμετοχής στις αποφάσεις – και αυτό γίνεται εφικτό στο Πάρεκον με τα πλέγματα ισορροπημένης απασχόλησης, τη συμμετοχική σχεδίαση και άλλους θεσμούς.
Θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι το Πάρεκον δεν αναφέρεται στο ζήτημα του κράτους. Θα ήταν συμβατό με τις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες όπως τις γνωρίζουμε σήμερα ή πιστεύετε ότι το Πάρεκον θα επέβαλλε κάποιες αλλαγές στην οργάνωση της πολιτικής ζωής;
Το Πάρεκον είναι ένα οικονομικό όραμα και μόνο. Αυτό όχι επειδή θεωρώ ότι ο τομέας της οικονομίας είναι σε όλες τις πτυχές του σημαντικός ή από μόνος του σημαντικός ή ο πιο σημαντικός. Αλλά, μάλλον, γιατί η οικονομία είναι ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας για το οποίο μπορούμε να έχουμε ένα όραμα ωφέλιμο και διδακτικό, που να μας εμπνέει. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους τομείς της κοινωνίας, πόσο μάλλον για την πολιτική.
Ναι, νομίζω ότι το Πάρεκον επιβάλλει διάφορες αλλαγές στον πολιτικό τομέα, ώστε να γίνει η πολιτική συμβατή με το νέο αυτόν τύπο οικονομίας. Ισχύει και το αντίστροφο. Ένα θεμιτό πολιτικό σύστημα έχει προεκτάσεις στην οικονομία και σίγουρα πρέπει να αναρωτηθούμε κατά πόσο το Πάρεκον μπορεί να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις ενός καλού πολιτικού συστήματος. Πράγματι, πρόσφατα έγραψα ένα βιβλίο με τίτλο Realizing Hope (Συνειδητοποιώντας την Ελπίδα, στμ) στο οποίο αναφέρομαι όχι μόνο στην αλληλεπίδραση του πολιτικού συστήματος με το Πάρεκον, αλλά επιπλέον στις σχέσεις της κουλτούρας με το Πάρεκον, της οικολογίας με το Πάρεκον, της εκπαίδευσης κ.ο.κ, συμπεριλαμβάνοντας το έγκλημα, τις διεθνείς σχέσεις, την τέχνη, την επιστήμη, κ.ά.
Οπότε ναι, νομίζω ότι χρειαζόμαστε ένα όραμα γι’ αυτό που αποκαλούμε συμμετοχική κοινωνία, μια επιθυμητή κοινωνία στην οποία η οικονομία, η πολιτική, η κουλτούρα, η κοινοτική ζωή και άλλες διαστάσεις, όλες μαζί συντονισμένα να προάγουν τις αξίες που αγαπάμε, δηλαδή την αλληλεγγύη, την ποικιλομορφία, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, την αυτοδιαχείριση, την οικολογική ισορροπία και το διεθνισμό. Η Συμμετοχική Οικονομία είναι μόνο ένα μέρος αυτής της προσπάθειας, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Μετάφραση: Ελπίδα Σαμαράκη
Δημήτρης Κωνσταντίνου
Ο Michael Albert είναι αμερικανός ακτιβιστής και συγγραφέας και μαζί με τη Lyndia Sargent έχουν ιδρύσει το πολιτικό ακτιβιστικό δίκτυο Znet και το περιοδικό Zmagazine. Έχει εισηγηθεί τη συμμετοχική οικονομία.
Ο Remi Gau είναι γάλλος ακτιβιστής.
[1]Participatory economics (PARECON). Oικονομική θεωρία της συμμετοχικής οικονομίας που περιγράφεται στο βιβλίο του Michael Albert, Πάρεκον: Η ζωή μετά τον καπιταλισμό (Parecon: Life after capitalism), σε μετάφραση του Ν. Ράπτη (Παρατηρητής, 2004).
Γιατί η Δεξιά Λατρεύει τις Κρίσεις
Απόσπασμα από το άρθρο της ΝΑΟΜΙ ΚΛΕΪΝ
στους Los Angeles Times, 30-1-2008
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ερευνώ μία ανεξιχνίαστη περιοχή της οικονομικής ιστορίας: τον τρόπο με τον οποίο οι κρίσεις άνοιξαν το δρόμο για την επέλαση της δεξιάς οικονομικής μεταρρύθμισης παγκοσμίως. Μία κρίση ξεσπάει, επικρατεί πανικός και οι φανατικοί της ελεύθερης αγοράς σπεύδουν να καλύψουν το κενό, αστραπιαία ανακατασκευάζουν τις κοινωνίες σύμφωνα με τα συμφέροντα των μεγάλων εταιριών. Αυτό τον ελιγμό αποκαλώ «καπιταλισμό της συμφοράς».
Μερικές φορές αυτές οι εθνικές συμφορές ήταν πόλεμοι, τρομοκρατικές επιθέσεις, φυσικές καταστροφές. Πιο συχνά ήταν, όμως, οικονομικές κρίσεις: υπερπληθωρισμός, κρίση σπειροειδούς χρέους ή ρευστότητας, υφέσεις.
Πριν από μια δεκαετία, ο οικονομολόγος Ντάνι Ρόντρικ, τότε στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, έκανε μία μελέτη για τις συνθήκες κατά τις οποίες οι κυβερνήσεις υιοθετούσαν πολιτικές ελεύθερης αγοράς. Οι αποκαλύψεις του ήταν συγκλονιστικές: «Καμία σημαντική περίπτωση νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης σε αναπτυσσόμενη χώρα κατά τη δεκαετία του ’80 δεν πραγματοποιήθηκε εκτός συνθηκών σοβαρής οικονομικής κρίσης». Η δεκαετία του ’90 τον επιβεβαίωσε με τραγικό τρόπο. Στη Ρωσία, μία οικονομική κατάρρευση αποτέλεσε το υπόβαθρο για μαζικές ιδιωτικοποιήσεις. Στη συνέχεια, η κρίση του 1997-98 τσάκισε τις «ασιατικές τίγρεις» και επέτρεψε σε λυσσασμένους ξένους επενδυτές να αναλάβουν εκεί τα ηνία. Οι N.Y. Times βάπτισαν αυτή τη διαδικασία ως «τη μεγαλύτερη παγκοσμίως εξαγορά λόγω χρεοκοπίας».
Προκειμένου να επιβιώσουν, οι απεγνωσμένες χώρες θα κάνουν τα πάντα. Επίσης, η ατμόσφαιρα πανικού δίνει την ελευθερία στους πολιτικούς να προωθήσουν εξτρεμιστικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες διαφορετικά δεν θα ήταν αποδεκτές από το λαό, όπως η ιδιωτικοποίηση θεμελιωδών κοινωνικών υπηρεσιών, η εξασθένιση της προστασίας των εργαζομένων και οι συμβάσεις ελεύθερης διαπραγμάτευσης. Εν μέσω κρίσης, η αντιπαράθεση και η δημοκρατική διαδικασία απορρίπτονται με ευκολία ως πολυτέλειες εκτός πραγματικότητας.
Αυτές οι πολιτικές ελεύθερης αγοράς, μεταμφιεσμένες σε έκτακτες θεραπείες, τελικά θεραπεύουν από την κρίση; Για τους φανατικούς που τις υποστηρίζουν αυτό έχει λίγη σημασία. Το σημαντικό είναι ότι ο καπιταλισμός της συμφοράς, ως πολιτική μέθοδος, λειτουργεί. Ο σύγχρονος οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν, στην εισαγωγή της επανέκδοσης του δικού του μανιφέστου Capitalism and Freedom (Καπιταλισμός και Ελευθερία) το 1982, είναι αυτός που εκφράζει αυτή τη στρατηγική πιο περιεκτικά. «Μόνο μια κρίση - πραγματική ή πλασματική – παράγει αληθινή αλλαγή. Όταν ξεσπά μια κρίση, τα μέτρα που λαμβάνονται εξαρτώνται από τις ιδέες που υπάρχουν στην κοινωνία. Αυτή, πιστεύω, είναι η βασική μας αποστολή: Να αναπτύξουμε εναλλακτικές λύσεις στις υπάρχουσες πολιτικές, να τις διατηρήσουμε ζωντανές και διαθέσιμες, μέχρι το πολιτικά αδύνατο να γίνει πολιτικά αναπόφευκτο».
Μία δεκαετία αργότερα, ο Τζον Ουίλιαμσον, εξέχων σύμβουλος του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, προχώρησε ακόμη περισσότερο. Ζήτησε από τους σπουδαιότερους επαγγελματίες διαμορφωτές πολιτικής, κατά τη διάρκεια μίας συνόδου, να εξετάσουν «αν θα ήταν λογική η τεχνητή πρόκληση μίας κρίσης, προκειμένου να ξεπεραστούν πολιτικές αγκυλώσεις που στέκονται εμπόδιο στις μεταρρυθμίσεις».
Επανειλημμένως, η κυβέρνηση Μπους εκμεταλλεύτηκε κρίσεις για να ξεπεράσει πολιτικές αγκυλώσεις που εμπόδιζαν τις πιο εξτρεμιστικές μεταρρυθμίσεις του οικονομικού της προγράμματος. Πρώτα, η ύφεση αποτέλεσε δικαιολογία για σαρωτικές φορολογικές ελαφρύνσεις. Στη συνέχεια, ο «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία» οδήγησε σε πρωτοφανείς ιδιωτικοποιήσεις στον τομέα της εθνικής ασφάλειας και άμυνας. Μετά τον τυφώνα Κατρίνα, η κυβέρνηση μοίρασε περικοπές φόρων, περιστολή εργατικών δικαιωμάτων, διέκοψε προγράμματα δημόσιας στέγασης και μετέτρεψε τη Ν. Ορλεάνη σε εργαστήριο ιδιωτικής εκπαίδευσης με κουπόνια – όλα αυτά στο όνομα της καταστροφικής «ανοικοδόμησης».
Με αυτό το ιστορικό, οι λομπίστες της Ουάσινγκτον είχαν κάθε λόγο να πιστεύουν ότι οι φόβοι που γεννά η τρέχουσα ύφεση θα οδηγούσαν σε ένα νέο γύρο παροχών προς τις μεγάλες εταιρίες. Κι όμως, φαίνεται ότι το κοινό αρχίζει να αναγνωρίζει τις μεθόδους του καπιταλισμού της συμφοράς. […]
Το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη ιδεών «ζωντανών και διαθέσιμων», για να δανειστώ τη φράση του Φρίντμαν. Τέτοιες υπάρχουν πολλές διαθέσιμες, από την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών από έναν και μόνο φορέα μέχρι τη νομοθέτηση ενός ελάχιστου αξιοπρεπούς μισθού. Εκατοντάδες χιλιάδες δουλειές μπορούν να δημιουργηθούν, ανακατασκευάζοντας τις δημόσιες δομές που πάσχουν, ώστε ταυτόχρονα να γίνουν πιο φιλικές προς τις μαζικές μετακινήσεις και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Χρειάζονται κεφάλαια εκκίνησης; Ας κλείσουμε τη μαύρη τρύπα, που επιτρέπει στους δισεκατομμυριούχους μάνατζερ των επενδυτικών οίκων να πληρώνουν 15% από τα κέρδη κεφαλαίου αντί για 35% φόρο εισοδήματος. Ας επιβάλλουμε φόρο στην παγκόσμια κυκλοφορία κεφαλαίων και στη νομισματική κερδοσκοπία, κάτι που έχει προταθεί από πολύ παλιά. Το κέρδος; Μία λιγότερο ασταθής, ανθεκτική σε κρίσεις, αγορά.
Ο τρόπος που αντιδρούμε στις κρίσεις είναι πάντοτε άκρως πολιτικός, ένα μάθημα που οι προοδευτικοί δείχνουν να έχουν ξεχάσει. Υπάρχει μία ιστορική ειρωνεία σ’ αυτό: Οι κρίσεις έχουν οδηγήσει σε ορισμένες από τις πιο προοδευτικές πολιτικές περιόδους της Αμερικής. Μετά τη δραματική κατάρρευση της αγοράς το 1929, η αριστερά ήταν έτοιμη και σε αναμονή με τις αντιλήψεις της – πλήρης απασχόληση, τεράστια δημόσια έργα, μαζικό συνδικαλιστικό δυναμισμό. Το κοινωνικό σύστημα ασφάλισης, το οποίο ο επενδυτικός οίκος Moody’s αδημονεί τόσο πολύ να αποδιαρθρώσει, ήταν μία άμεση αντίδραση στην κρίση.
Κάθε κρίση είναι μία ευκαιρία· κάποιος θα την εκμεταλλευτεί. Το ερώτημα που αντιμετωπίζουμε είναι το εξής: Θα αποτελέσει η τρέχουσα αναταραχή μία δικαιολογία για να μεταφέρουμε ακόμη περισσότερο δημόσιο πλούτο στα χέρια κάποιων ιδιωτών, να σβήσουμε τα τελευταία ίχνη του κοινωνικού κράτους στο όνομα της οικονομικής ανάπτυξης; Ή αυτή η τελευταία αποτυχία της αχαλίνωτης αγοράς θα γίνει ο καταλύτης που απαιτείται για να αναζωογονηθεί το πνεύμα του δημόσιου συμφέροντος και να σοβαρευτούμε σχετικά με τα πιεστικά προβλήματα της εποχής μας, όπως το διευρυνόμενο χάσμα ανισότητας, η υπερθέρμανση του πλανήτη και η κατάρρευση των κοινωνικών υποδομών;
Οι καπιταλιστές της κρίσης είχαν τα ηνία για τρεις δεκαετίες. Έφτασε ο καιρός, και πάλι, η κρίση να φέρει το σοσιαλισμό.
Η Naomi Klein είναι βραβευμένη συγγραφέας, παραγωγός ντοκιμαντέρ και ακτιβίστρια. Το βιβλίο της The Shock Doctrine: The Rise of Disaster Capitalism εκδόθηκε διεθνώς το Σεπτέμβριο του 2007 και έγινε μπεστσέλερ. Στην Ελλάδα αναμένεται από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Μετάφραση: Ελένη Βασάλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου