20/9/08

ΑΡΟΥΝ ΓΚΟΥΠΤΑ: Η ΠΑΡΑΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Οι αυξανόμενες τιμές της βενζίνης το τελευταίο διάστημα έχουν προκαλέσει ένα ισχυρό σοκ στην τσέπη σας, εκτός βέβαια αν ζείτε μέσα σε γυάλα, όπως ο Τζόρτζ Μπους, ο οποίος τον περασμένο Φεβρουάριο εξέφρασε μεγάλη έκπληξη, όταν ένας δημοσιογράφος του είπε ότι η βενζίνη πλησίαζει τα $4 το γαλόνι. Το σοκ έγινε ιδιαίτερα αισθητό στα σούπερ μάρκετ, και σύμφωνα με το Ινστιτούτο Στατιστικών Εργασίας (Bureau of Labour Statistics) το κόστος ενός γαλονιού γάλακτος αυξήθηκε κατά 17%, μίας ντουζίνας αυγών κατά 40% μέσα στον περασμένο χρόνο και μιας φραντζόλας ψωμιού περίπου 30% τα τελευταία δύο χρόνια. Ο εθνικός μέσος όρος για τη βενζίνη άγγιξε την τιμή ρεκόρ των $3.63/γαλόνι στις αρχές Μαΐου, διπλάσια δηλαδή από το 2005, ενώ φαίνεται ότι θα σπάσει το φράγμα των $4 αυτό το καλοκαίρι.

Αλλά, αυτό που είναι ακόμα πιο έντονο από τις αυξήσεις στις τιμές των καταναλωτικών αγαθών είναι ο παροξυσμός στις συναλλαγές εμπορευμάτων, όπου οι έμποροι διαπραγματεύονται τα προθεσμιακά συμβόλαια - futures[1] (και σχετικά χρηματοοικονομικά προϊόντα γνωστά ως δικαιώματα προαίρεσης- options[2]). Η κρατική υπηρεσία που είναι υπεύθυνη για τον έλεγχο των συναλλαγών στα Futures αγαθών (Commodity Futures Trading Commission-CFTC), σε μία πρωτοφανή για τα χρονικά, ανοικτή για το κοινό διαδικασία, εξέτασε στις 22 Απριλίου τους λόγους για τους οποίους οι τιμές των γεωργικών προϊόντων εκτοξεύτηκαν στα ύψη. Ανακοίνωσε ότι «τους τελευταίους τρεις μήνες, οι τιμές εκκίνησης του σίτου, του καλαμποκιού, της σόγιας, του ρυζιού και της βρώμης είναι οι υψηλότερες όλων των εποχών».
Κατά τη διάρκεια του περασμένου χρόνου, οι τιμές σίτου αυξήθηκαν κατά 95%, η σόγια κατά 88%, το καλαμπόκι 66% και το ρύζι Ταϊλάνδης κατηγορίας Β, το οποίο αποτελεί διεθνή μονάδα σύγκρισης, έκλεισε το 2007 περίπου $360/τόνο. Στο τέλος του Μαρτίου η τιμή είχε φτάσει τα $760 και συνέχισε να αναρριχείται στα $1080 μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα. Επιπλέον, τα Futures του ακατέργαστου πετρελαίου έχουν υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2007 και έφτασαν τα $120/βαρέλι τον προηγούμενο Απρίλιο.

Μια εντυπωσιακή πτυχή της αύξησης των τιμών των καταναλωτικών αγαθών είναι ότι εάν παρατηρήσουμε το διάγραμμά τους, θα δούμε ότι είναι παρόμοιο με το διάγραμμα που απεικόνιζε τις τιμές των μετοχών που ανήκαν σε εταιρίες-φούσκες του ίντερνετ την προηγούμενη δεκαετία (αποκαλούμενο σκάνδαλο «φούσκα ντοτ κομ», από το bubble.com, Στμ), όπως και με τα διαγράμματα των υπερβολικά υψηλών τιμών (που τελικά έπεσαν κατακόρυφα) στην αγορά κατοικίας. Αυτό δεν είναι καθαρή σύμπτωση. Ένας από τους κύριους παράγοντες που συντελούν στην αύξηση των τιμών των προϊόντων και τροφίμων είναι η οικονομική κερδοσκοπία. Οι ίδιες οι τράπεζες της Γουώλ Στρητ και οι εταιρείες αμοιβαίων κεφαλαίων που ευθύνονται για τη φούσκα του χρηματιστηρίου και της αγοράς κατοικίας διοχετεύουν δισεκατομμύρια δολάρια στις αγορές τροφίμων, στοιχηματίζοντας ότι μπορούν να αποκομίσουν γρήγορο κέρδος. Ένας οικονομικός αναλυτής, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Wall Street Journal, δήλωσε ότι «οι επενδυτές έχουν ρίξει από το 2001 κατά προσέγγιση $175 -200 δισεκατομμύρια σε επενδύσεις που συνδέονται με τον δείκτη του χρηματιστηρίου τροφίμων». Η εφημερίδα σε επεξηγηματικό σχόλιο ανέφερε ότι «όπως με την αγορά ενέργειας πριν μερικά χρόνια, τα κεφάλαια από συνταξιοδοτικά προγράμματα και αμοιβαία υψηλού κινδύνου έχουν επενδυθεί στην αγορά σιτηρών, ενώ η καλλιεργήσιμη γη και η συγκομιδή μειώνονται σε σχέση με την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και τις νέες απαιτήσεις για βιολογικά καύσιμα και τρόφιμα. Πολλοί τέτοιοι επενδυτές έχουν κάνει υπερβολικά αισιόδοξες τοποθετήσεις», δηλαδή, περίμεναν ότι οι τιμές των προϊόντων θα αυξάνονταν.

Ορισμένες φορές, η ημερήσια διακύμανση στα χρηματιστήρια τροφίμων είναι μεγαλύτερη από αυτή που συνέβαινε μέσα σε ένα ολόκληρο έτος. Στις 25 Φεβρουαρίου, στην αγορά σιτηρών στη Μινεάπολις, ένας τύπος σίτου αυξήθηκε κατά 29%. Μέσα σε μία ημέρα του Μαρτίου, «η τιμή του βαμβακιού αυξήθηκε κατά 15% παρά τις εκθέσεις που ανέφεραν ότι η διαθεσιμότητα προϊόντων βαμβακιού ήταν πολύ κοντά στα υψηλότερα επίπεδα όλων των εποχών», σύμφωνα με τις εφημερίδες Toronto Globe και Mail. Κατά τη διάρκεια των ακροάσεων του Ινστιτούτου CFTC, οι παραγωγοί τροφίμων δήλωσαν ότι η ευθύνη για τις υψηλές τιμές ανήκει στους κερδοσκόπους. Ένας αντιπρόσωπος της Εθνικής ένωσης Σιταριού και Τροφών (National Grain and Feed Association) κατέθεσε ότι «το 60% της τρέχουσας αγοράς σίτου ανήκει σε ένα από τα λεγόμενα αμοιβαία κεφάλαια δείκτη (index funds). Το γεγονός αυτό σαφώς και ασκεί επίδραση στην αγορά». Ενώ ένας παραγωγός βαμβακιού δήλωσε: «η αγορά δεν λειτουργεί σωστά, έχει τρελαθεί».

Εάν υπάρχει κάποιος κύριος υπεύθυνος για την κρίση αυτή, αυτός είναι η αγορά. Μεγάλη συζήτηση γίνεται γύρω από την αύξηση της κατανάλωσης και ταυτόχρονα την μείωση της διαθεσιμότητας τροφίμων και πηγών ενέργειας. Όμως, τα πιο πολλά στοιχεία που υπάρχουν αποδεικνύουν το αντίθετο. Παραδείγματος χάρη, παρά την ξηρασία στην Αυστραλία, τους παγετώνες και το χιόνι στην Κίνα και τον κρύο και υγρό χειμώνα στον αμερικανικό σιτοβολώνα, το συμβούλιο τροφίμων και γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών υπολόγισε ότι η συνολική παραγωγή δημητριακών για το έτος 2007-2008 θα αυξηθεί κατά 92 εκατομμύρια τόνους, δηλαδή συνολικά θα είναι 2.102 δισεκατομμύρια τόνοι. Αλλά, σχεδόν όλη αυτή η αύξηση θα προέρχεται από την συγκομιδή-ρεκόρ της αμερικανικής γεωργίας, η οποία τροφοδοτεί την αγορά με βιοκαύσιμα.

Στην ουσία, οι μεγάλοι κερδοσκόποι, όπως οι τράπεζες της Γουώλ Στρητ και τα αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου, οι επιχειρήσεις πετρελαίου και οι γίγαντες της αγροτικής βιομηχανίας, βγάζουν απίστευτα κέρδη από τα χρηματιστήρια τροφίμων. Οι αναλυτές λένε ότι μερικοί από αυτούς ενδεχομένως να χειραγωγούν τις αγορές ανάλογα με τα συμφέροντά τους, αλλά αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθεί, επειδή σκοπίμως έχει ατονήσει ο θεσμικός έλεγχος των αγορών αυτών. Επίσης, πολλοί παράγοντες κατηγορούνται για αισχροκέρδεια. Σ’ αυτούς περιλαμβάνονται οι κερδοσκόποι των χρηματιστηρίων, αλλά και οι λιανικοί πωλητές, οι παραγωγοί τροφίμων και λιπασμάτων. Μία από τις ειρωνείες της παρούσας κατάστασης είναι ότι, ενώ τα έσοδα των αγροτών αυξάνονται σημαντικά, ειδικά στις ΗΠΑ, οι αγρότες χάνουν από τα κέρδη τους λόγω των άγριων μεταπτώσεων στα αντίστοιχα χρηματιστήρια.

Οι ελλείψεις δημητριακών προκαλούνται, επειδή οι κερδοσκόποι αποκομίζουν κέρδη σε βάρος των φτωχών του πλανήτη. Ταραχές και επεισόδια για τη διάθεση τροφίμων έχουν σημειωθεί στην Αίγυπτο, το Καμερούν, τη Μπουρκίνα Φάσο, τη Μαυριτανία, την Ακτή Ελεφαντοστού, τη Σενεγάλη και την Αιθιοπία – χώρες όπου πολλοί άνθρωποι ξοδεύουν το μισό ή περισσότερο από το εισόδημά τους σε τρόφιμα (σε αντίθεση με τους Αμερικανούς που ξοδεύουν λιγότερο από 10%). Το πιό συγκλονιστικό δείγμα στέρησης εμφανίζεται σε χώρες όπως η Αϊτή, όπου οι φτωχοί τρέφονται με «κέικ» από λάδι και ζάχαρη, επειδή οι τιμές ρυζιού έχουν φτάσει στα ύψη.

Ο Ράντζ Πάτελ, συγγραφέας του βιβλίου Stuffed and Starved (χορτασμένοι και πεινασμένοι) αναφέρει: «Το γεγονός ότι επιτρέπεται αυτή η οικονομική κερδοσκοπία είναι, προφανώς, ένα έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας, διότι είναι διαφορετικό πράγμα να διαπράττεται κερδοσκοπία στις τιμές των τεχνολογικών συσκευών ή των ανταλλακτικών αυτοκινήτων και διαφορετικό πράγμα κάποιοι να κερδοσκοπούν στην αγορά τροφίμων, το θεμέλιο της ανθρώπινης ζωής… Αυτό πρέπει να μας αφυπνίσει, για να συνειδητοποιήσουμε ότι τα τρόφιμα δεν είναι εμπορικά αγαθά αλλά ανθρώπινο δικαίωμα». Σε μια ομιλία στις 2 Απριλίου, ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Ρόμπερτ Ζέλικ, σημείωσε ότι οι τιμές τροφίμων «έχουν αυξηθεί κατά 80% από το 2005 και 33 χώρες σε όλο τον κόσμο αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο κοινωνικών αναταραχών λόγω της μεγάλης αύξησης». Μερικές εβδομάδες αργότερα, το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Σίτισης (World Food Program) χαρακτήρισε τις υψηλές τιμές τροφίμων «ένα σιωπηλό τσουνάμι», το οποίο έχει ωθήσει ήδη περίπου 100 εκατομμύρια ανθρώπους βαθύτερα στη φτώχεια και «απειλεί με πείνα περισσότερους από 100 εκατομμύρια ανθρώπους σε κάθε ήπειρο».

Στις ΗΠΑ, η κατάσταση είναι ανησυχητική, αν και όχι τόσο τρομακτική όσο στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Το υπουργείο γεωργίας των ΗΠΑ υπολογίζει ότι 12.1% των Αμερικανών, δηλαδή περισσότεροι από 35 εκατομμύρια άνθρωποι, αντιμετώπισαν πρόβλημα «ανασφάλειας στη σίτιση» το 2006. Για πολλούς, αυτό σήμαινε είτε την έλλειψη τροφής προς το τέλος του μήνα, είτε μειωμένα γεύματα στη διάρκεια της ημέρας, είτε την πλήρη έλλειψη τροφής για μία ολόκληρη ημέρα. (Μέχρι τη στιγμή που η κυβέρνηση Μπους άλλαξε αυτούς τους ορισμούς, αυτές οι καταστάσεις ήταν γνωστές ως «πείνα»!). Αναφορές από ειδησεογραφικά μέσα και υπηρεσίες παροχής τροφίμων δείχνουν ότι η αβεβαιότητα στη σίτιση έχει αυξηθεί και προκαλείται από τη μεγάλη αύξηση στις τιμές τροφίμων και ενέργειας, σε συνδυασμό με την αποδυναμωμένη οικονομία, τις μειωμένες τιμές της αγοράς κατοικίας και τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας. Πολλοί Αμερικανοί χαμηλού εισοδήματος, ειδικά οι συνταξιούχοι που έχουν σταθερά εισοδήματα, αναγκάζονται πλέον να επιλέξουν ανάμεσα στο να φάνε, να ζεστάνουν το σπίτι τους το χειμώνα ή να αγοράσουν τα φάρμακά τους.
Ένα από τα πιο ενοχλητικά σημάδια της οικονομικής απογοήτευσης είναι ότι πολλοί Αμερικανοί πωλούν τις περιουσίες τους «για να ανταπεξέλθουν στους υψηλότερους λογαριασμούς βενζίνης, τροφίμων και ιατρικών συνταγών», σύμφωνα με το πρακτορείο Associated Press. Οι πληροφορίες γι’ αυτό προέρχονται από σελίδες αγγελιών στο διαδίκτυο, όπως το Craigslist, όπου ο αριθμός των ειδών για πώληση «έχει υπερδιπλασιαστεί από τον Μάρτιο του 2007 μέσα σ’ ένα χρόνο, και ανέρχεται σχεδόν σε 15 εκατομμύρια». Συχνά, οι αγγελίες συνοδεύονται από ικεσίες: «Παρακαλώ αγοράστε οτιδήποτε μπορείτε, για να με βοηθήσετε».


Ο Arun Gupta είναι συγγραφέας και συντάκτης του περιοδικού Indypendent. Γράφει στο ZMagazine και στο Left Turn.

Μετάφραση: Ελπίδα Σαμαράκη


[1] Στα προθεσμιακά συμβόλαια, οι αντισυμβαλλόμενοι συμφωνούν για την αγοραπωλησία αγαθού σε προσυμφωνημένη μελλοντική χρονική στιγμή και προκαθορισμένη τιμή.
[2] Το δικαίωμα προαίρεσης είναι ένα συμβόλαιο που δίνει στον κάτοχό του το δικαίωμα αλλά όχι την υποχρέωση να αγοράσει ή να πουλήσει ένα περιουσιακό στοιχείο σε κάποια προκαθορισμένη τιμή σε μία ορισμένη χρονική περίοδο.


Δημοσιεύτηκε στη Βαβυλωνία #47

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναγνώστες