26/1/09

Ζ__ΒΑΒΥΛΩΝΙΑ #49 Νοε. 08

Η Φούσκα της Πολιτικής

Δημήτρης Κωνσταντίνου

Όπου κι αν ανήκουμε, είτε σ’ αυτούς που δεν έχουν να φάνε είτε στην ομάδα των εξαντλημένων αυτοαπασχολούμενων, είτε είμαστε πειθήνιοι υπάλληλοι κάποιων αφεντικών, η ζωή μας κατέληξε μία απεγνωσμένη και ματαιόδοξη προσπάθεια επίπλευσης. Επειδή το τελευταίο διάστημα κυριάρχησαν οι οικονομικές αναλύσεις ενάντια στον καζινοκαπιταλισμό (πολλές απ’ τις οποίες λένε το αυτονόητο σε καθυστερημένη έκδοση), εδώ θα πιάσουμε το νήμα από την άλλη άκρη· θα ασχοληθούμε με την πολιτική εξουσία που γεννά και θεμελιώνει αυτές τις οικονομικές σχέσεις εκμετάλλευσης. Στην εποχή μας, ακόμη και αυτοί που επιμένουν να ελπίζουν στο σύστημα της αντιπροσωπευτικής ολιγαρχίας, αναμένοντας τη σωτηρία από τους εκλεγμένους μονάρχες, δηλώνουν απογοητευμένοι. Για το ναυάγιο της ζωής μας , όμως, δεν φταίνε τα πρόσωπα, αλλά ο αδιέξοδος τρόπος με τον οποίο δυστυχώς επιμένουμε να λειτουργούμε, φταίει πρωτίστως ο θεσμός της αντιπροσώπευσης καθαυτός.

Διεξάγουμε εκλογές, ψηφίζουμε πρωθυπουργό και βουλευτές, και θεωρούμε ότι αυτό είναι δημοκρατία. Στην εποχή της μανιώδους τεχνικής εξειδίκευσης, όπου εστιάζουμε στο δέντρο και χάνουμε το δάσος, θεωρήσαμε ότι και η πολιτική είναι δικαίωμα και ευθύνη των ειδικών. Το πνεύμα της αληθινής δημοκρατίας, όμως, απορρίπτει τη διαμεσολάβηση, τις αυθεντίες και την άνωθεν εξουσία, χρησιμοποιεί την άμεση πολιτική δράση για να εκπαιδεύσει τους ανθρώπους στη λήψη αποφάσεων. Γιατί, πέρα από τις ασήμαντες τεχνικές λεπτομέρειες, οι σημαντικές αποφάσεις της κοινωνίας είναι αποκλειστικό δικαίωμα και επιτακτική ευθύνη των απλών ανθρώπων, που σίγουρα γνωρίζουν καλύτερα από κάθε ειδικό τα συμφέροντά τους. Γι’ αυτό επιβεβαιώνεται διαρκώς ότι οι ειδικοί δεν μπορούν να λύσουν τίποτα, είναι υπηρέτες του συστήματος και το διαιωνίζουν. Με ασφάλεια μπορούμε να προβλέψουμε ότι αν ο κόσμος καταστραφεί, αυτό δεν θα γίνει από τους παρανοϊκούς αλλά από τους ειδικούς.

Οι επαγγελματίες πολιτικοί νομιμοποιούνται στα μάτια της κοινωνίας, κρύβοντας την αυθαίρετη φύση της εξουσίας τους, μέσα από θεσμούς όπως τα κόμματα και οι εκλογές. Πρόκειται για μηχανισμούς που επινοήθηκαν σχετικά πρόσφατα από τους νέους άρχοντες για να επιτελούν ακριβώς αυτή τη λειτουργία της απόκρυψης. Στην ιστορική πορεία αυτής της ολιγαρχίας νέου τύπου γεννήθηκε πλειάδα κοινοβουλευτικών κομμάτων που διεκδίκησε το ρόλο του αποκλειστικού σωτήρα του λαού είτε με λαϊκίστικη, δεξιά ρητορική είτε με επαναστατικό, σοσιαλιστικό λόγο. Η αμείλικτη ιστορική κατάληξη όλων αυτών δεν μας επιτρέπει να εθελοτυφλούμε. Τα κόμματα δεν αποτελούν λύση αλλά εμπόδιο. Από τη φύση τους καλλιεργούν την παθητικότητα και τον ηγεμονισμό. Μόνο οι αρχηγοί τους εμπλέκονται ενεργά στην πολιτική, όλοι εστιάζουν σ’ αυτούς και τα κομματικά μέλη τούς υπηρετούν θυσιάζοντας την αξιοπρέπειά τους. Σύντομα, ακόμη και στα επαναστατικότερα κόμματα, επικρατεί η τάση οι αρχηγοί να καθορίζουν την πολιτική, συνήθως ενάντια στις κομματικές, «λαϊκές» αποφάσεις.

Φυσικά, πολλά κινήματα συγκρότησαν κόμματα με σκοπό να συμπληρώσουν την άμεση, πολιτική τους δράση και να διευρύνουν έτσι την προπαγάνδα των σοσιαλιστικών, ανθρωπιστικών αρχών. Για κάθε επιδιωκόμενο σκοπό, όμως, πρέπει να χρησιμοποιούνται τα ανάλογα μέσα, αφού η χρήση καπιταλιστικών μέσων οδηγεί αναπόφευκτα σε καπιταλιστικά αποτελέσματα. Είναι αδύνατο να βουτήξεις στο βάλτο και να μείνεις καθαρός. Γι’ αυτό, όταν «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», η κατάληξη είναι πάντα η ίδια. Τα κινήματα που μετατράπηκαν σε κόμματα και έμπλεξαν σε κοινοβουλευτικές εκλογές, σταδιακά, μεταμορφώθηκαν σε γραφειοκρατικούς, οπορτουνιστικούς μηχανισμούς, ξεχνώντας την άμεση, λαϊκή πολιτική δράση για χάρη της προσπάθειας για συνεχή και αυξανόμενη εκλογική απήχηση. Η εκλογική επιτυχία μετατράπηκε πολύ σύντομα σε απόλυτο αυτοσκοπό.

Επιβεβαιώνοντας τα παραπάνω για τα κόμματα, ο Μάρει Μπούκτσιν στο βιβλίο του The Τhird Revolution (Λονδίνο-1996) επεσήμανε ότι το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Γερμανίας στην αρχή του 20ου αιώνα δεν τάχθηκε τυχαία υπέρ του Α΄ Π.Π. Η στάση αυτή ήταν προϊόν της μακραίωνης λειτουργίας και ενσωμάτωσής του μέσα στους αστικούς, κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Σε πλήρη αντιστοιχία, η συνεργάτιδα τού Μπούκτσιν, Τζάνετ Μπίελ, υποστηρίζει στο άρθρο της Δυτικοευρωπαίοι Πράσινοι: Κίνημα ή Κοινοβουλευτικό Κόμμα (Green Perspectives-1990) ότι οι Πράσινοι της Ευρώπης – σε Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Βρετανία – που ξεκίνησαν ως σημαία του παγκόσμιου, οικολογικού κινήματος, όταν συγκρότησαν κόμματα, μεταμορφώθηκαν σε καριερίστες, πραγματιστές, δήθεν ρεαλιστές που είχαν μόνο αυτοσκοπό την εξουσία.

Αυτή η εξέλιξη των «σοσιαλιστικών» κομμάτων επαναλαμβάνεται ειρωνικά σε κάθε παράδειγμα που μπορούμε να ανακαλέσουμε. Στη γειτονιά μας, ο εκφυλισμός του πάλαι ποτέ επαναστατικού ΠΑΚ στο αριβιστικό, άπληστο και βασιλικότερο του βασιλέως ΠΑΣΟΚ αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Ενώ η συνεργασία Μητσοτάκη, Φλωράκη, Κύρκου το 1989 και η στήριξη των τελευταίων στην οικουμενική, δεξιά κυβέρνηση μας διαφωτίζει για τον εκφυλισμό και του ενιαίου τότε Συνασπισμού του ΚΚΕ με τον πρόδρομο του ΣΥΡΙΖΑ.

Ακόμη και η εκλογή του Χίτλερ με την ψήφο των Γερμανών αποδεικνύει περίτρανα τι ακριβώς εξυπηρετεί η εκλογική διαδικασία. Όταν οι Γερμανοί τον εξέλεγαν, έπεφταν θύματα της λαϊκοδεξιάς ή ακόμη και της σοσιαλιστικής ρητορικής του, αφού το δεύτερο συνθετικό του εθνικοσοσιαλισμού δεν ήταν τυχαίο. Γι’ αυτό και δεν φαντάζονταν που θα τους οδηγούσε. Αυτή ακριβώς είναι η κατάρα των εκλογών, δεν ξέρουμε που θα μας οδηγήσουν. Εγκαταλείπουμε τον εαυτό μας έρμαιο στα χέρια τού οποιουδήποτε πρωθυπουργού-δικτατορίσκου να μας ποδηγετήσει. Δημοκρατία, όμως, είναι ακριβώς το αντίθετο.

Αφού τα κόμματα και το αντιπροσωπευτικό σύστημα από τη φύση τους δεν μπορούν να μας προσφέρουν ριζικές λύσεις, η μοναδική μας απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι η ενεργητική αποχή, δηλαδή η άρνηση ψήφου που συνοδεύεται από θετική προσπάθεια αυτοοργάνωσης και άμεσης, πολιτικής δράσης. Το αντίθετο αυτής, η παθητική αποχή, σημαίνει απάθεια, κυνισμό, τομαρισμό, και είναι το ίδιο άσκοπη με την ψήφιση των δήθεν αριστερών κομμάτων. Με το σκεπτικό αυτό δεν αρκεί η αποχή, οφείλουμε ταυτόχρονα να οργανωθούμε και να αντισταθούμε μέσα από τις δεκάδες πρωτοβουλίες δράσης που ξεφυτρώνουν γύρω μας.

Σε συνάρτηση με τα παραπάνω, οι δημοτικές-τοπικές εκλογές δεν μπορούν επίσης να αποτελέσουν γόνιμο στίβο δράσης για τα ριζοσπαστικά κινήματα, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των Μπούκτσιν και Μπίελ. Οι δήμοι – τουλάχιστον στην ελληνική πραγματικότητα – διαθέτουν ελάχιστη δύναμη. Η κεντρική εξουσία είναι πανίσχυρη, ενώ το συγκεντρωτικό πρότυπο εφαρμόζεται και στα του δήμου, ως μικρογραφία του κράτους. Εξάλλου, οι δυνάμεις της πλουτοκρατίας και της γραφειοκρατίας, που εκφυλίζουν τα κοινοβουλευτικά κόμματα, δρουν εξίσου και στις τοπικές εξουσιαστικές δομές.

Από την άλλη, εφόσον ένα κίνημα μπορεί να αποκτήσει τέτοιο λαϊκό έρεισμα, ώστε να εκλέγεται στις τοπικές εκλογές, τότε σίγουρα θα έχει και τη δύναμη να οργανώσει ισχυρά τοπικά συμβούλια πολιτών που να παίρνουν αποφάσεις, χωρίς να χρειάζονται εκλογική νομιμοποίηση. Παραδείγματα οργανωμένης δράσης πολιτών συναντάμε στο Σπετζάνο Αλμπανέζε της Ιταλίας με την FMB, στο Πουέρτο Ρεάλ της Ισπανίας με τη CNT, αλλά προσφάτως και στην πολύπαθη Αθήνα με πάμπολλες οργανώσεις δράσης, αντιεξουσιαστικές κινήσεις και επιτροπές πολιτών. Σίγουρα, είναι προτιμότερη η ντε φάκτο δημιουργία τέτοιων λαϊκών θεσμών αντίστασης από τα κάτω, παρά η ανάλωση σε εκλογικούς αγώνες και η εκ των υστέρων θεσμοθέτησή τους από τα πάνω.

Τους τελευταίους μήνες, έσκασε ακόμη μια φορά η φούσκα της οικονομίας, αποκαλύπτοντας τους παρασιτικούς οργανισμούς που ρουφούσαν το αίμα της κοινωνίας. Οι μεσίτες τους, οι πολιτικοί, έσπευσαν να διασώσουν αυτούς και το σύστημα που τους συντηρεί. Αν εμείς δεν σπάσουμε τη φούσκα της πολιτικής, οι αντιπρόσωποί μας θα συνεχίσουν να φορτώνουν στις πλάτες μας κάθε οικονομική κρίση. Μόνο αν βγούμε από το καβούκι μας, αν πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας, αν αποφασίσουμε όλοι μαζί να κυβερνήσουμε οι ίδιοι το καράβι της κοινωνίας, θα πάψουμε πια να πελαγοδρομούμε.

Σ’ αυτή την προσπάθεια, οι εκλογές δεν είναι πολιτική πράξη αλλά το αντίθετό της· δωρεάν παραχώρηση της ίδιας μας της ζωής. Η άμεση πολιτική οργάνωση ήταν και θα είναι μονόδρομος.

*Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή τη μπροσούρα Dont Vote, Organise!, Zabalaza Books.



Σκέψεις για την Οικονομική Κρίση



Μάικλ Άλμπερτ



Πρέπει πάντα να έχουμε στο μυαλό μας ότι ο καπιταλισμός βρίσκεται διαρκώς σε κρίση για το 80% του πληθυσμού περίπου, το οποίο κάθε μέρα αμείβεται λιγότερο απ’ αυτά που παράγει, ελέγχει την ίδια του τη ζωή λιγότερο απ’ όσο θα έπρεπε ή, ακόμη χειρότερα, διάγει λόγω οικονομικής δυσπραγίας έναν εξαθλιωμένο βίο χωρίς καθόλου έλεγχο στη ζωή του. Οι δεκάδες εκατομμύρια φτωχοί και άστεγοι, οι αμέτρητοι άνθρωποι χτυπημένοι από την κατάρα της έλλειψης εκπαίδευσης και συστήματος περίθαλψης, οι μανιασμένοι πόλεμοι και ατελείωτες άλλες στερήσεις, χωρίς να ξεχνάμε την καταστροφή του πλανήτη, προς όφελος του 1/5 της κοινωνίας ή ακόμη χειρότερα του 1/50, θα συνιστούσε κρίση στα μάτια όλων, αν δεν ζούσαμε σε μία κοινωνία που μετρά την επιτυχία και την αποτυχία αποκλειστικά και μόνο σύμφωνα με την καλοπέραση της ελίτ.

Πρέπει, όμως, να κατανοήσουμε ότι μερικές φορές ο καπιταλισμός περνάει μία διαφορετική κρίση, όπου εκτός από την εξόντωση των φτωχών και αδύναμων, το σύστημα δημιουργεί προβλήματα και στην ελίτ, ταυτόχρονα με τη χειροτέρευση των συνθηκών των υπολοίπων. Επειδή αυτές οι ασυνήθιστες καταστάσεις δεν λειτουργούν έτσι ώστε να ενδυναμώνουν την ελίτ, αλλά τους πλήττουν, τις ονομάζουμε κρίσεις. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι αυτές οι καταστάσεις δεν απειλούν να επιδεινώσουν δραματικά την κατάσταση και για όλους τους άλλους.

Η μόνιμη κρίση του πρώτου τύπου είναι ενδημική στο σύστημά μας. Υφίσταται καθημερινά στον καπιταλισμό με διακυμάνσεις ανάλογα με την ισχύ που έχουν οι εργαζόμενοι απέναντι στους εργοδότες. Η κρίση του δεύτερου τύπου, κανονικά, δεν θα έπρεπε να συναντάται καθόλου. Προκύπτει, στη σύγχρονη εποχή, όταν μία φράξια της ελίτ καταφέρνει να ποδηγετήσει την οικονομική πολιτική τόσο υπερβολικά προς όφελός της, και να προκαλέσει χωρίς επίγνωση τόσο ευρείες συνέπειες, ώστε να παγώσουν τα οικονομικά γρανάζια της κοινωνίας, και να ξεπηδήσει η πιθανότητα της πλήρους κατάρρευσης.

Μετάφραση: Δημήτρης Κωνσταντίνου



«Κορώνα κερδίζω, Γράμματα χάνεις»

Ντεβίντερ Σάρμα

Οι γίγαντες έπεσαν σε οικονομικό ναρκοπέδιο. Τους τελευταίους έξι μήνες, τρεις από τις πέντε σπουδαιότερες επενδυτικές τράπεζες της Αμερικής εξαφανίστηκαν. Οι δύο που απέμειναν – Μόργκαν Στάνλει και Γκόλντμαν Σακς – αγκομαχούν. Ενώ η Μόργκαν Στάνλει μελετάει επιλογές συγχώνευσης, η μετοχή της Γκόλντμαν έπεσε κατακόρυφα.

Ισχυρά ρίγη ένιωσε ολόκληρη η υφήλιος.

Σε μία κλασική περίπτωση συνεργασίας δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, η αμερικανική κυβέρνηση έσπευσε να γλυτώσει την AIG δανείζοντας 85 δις δολάρια με αντάλλαγμα το 79,9% των μετοχών, ποσοστό που σημαίνει τον απόλυτο έλεγχο της μεγαλύτερης ασφαλιστικής στον κόσμο. Την εβδομάδα μετά την κρίση στη Γουόλ Στριτ, οι κεντρικές τράπεζες της Μ. Βρετανίας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ιαπωνίας, Σουηδίας, Καναδά, Ρωσίας και Ινδίας τροφοδότησαν τις ΗΠΑ με 600 δις δολάρια προσπαθώντας να βοηθήσουν. Δεν είναι ειρωνικό; Οι γιγάντιες ιδιωτικές εταιρίες διασώζονται με λεφτά του κράτους.

Τον τελευταίο χρόνο, η αμερικανική κυβέρνηση έχει ξοδέψει ήδη 900 δις δολάρια σε τέτοιες προσπάθειες διάσωσης. Και αφού ο πρόεδρος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Δ.Ν.Τ) Ντομινίκ Στράους-Καν προειδοποιεί ότι τα χειρότερα δεν ήρθαν ακόμη, οι φορολογούμενοι παντού στον κόσμο θα χρειαστεί να πληρώσουν ακόμη περισσότερα για να καλύψουν τις απώλειες των γιγάντιων ιδιωτικών εταιριών. Αυτό μου θυμίζει το παλιό αστείο: Κορώνα κερδίζω, γράμματα χάνεις.

Σίγουρα, η αγορά βγήκε κερδισμένη. Ο αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους δεν μπορούσε να παραμείνει σιωπηλός παρατηρητής. Διακηρύττοντας το επείγον του θέματος δήλωσε ότι «η επέμβαση της κυβέρνησης δεν είναι μόνο δικαιολογημένη αλλά και ζωτικής σημασίας», προσφέροντας το μεγαλύτερο πακέτο βοήθειας ύψους 1 τρις δολάριων. Τότε, οι αγορές άρχισαν να χαμογελούν και πάλι.

Η πολιτική βιασύνη με την οποία έσπευσε η αμερικανική κυβέρνηση, αλλά και οι υπόλοιπες κυβερνήσεις του κόσμου, να διασώσουν το οικονομικό σύστημα από τα χειρότερα ανέδειξε τα διπλά μέτρα και σταθμά που εφαρμόζουν. Τα 600 δις δολάρια (που δόθηκαν μέσα σε μια βδομάδα) θα μπορούσαν να εξαλείψουν την πείνα από τον πλανήτη (σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων του ΟΗΕ 854 εκατ. άνθρωποι κοιμούνται νηστικοί κάθε βράδυ). Τα επιπλέον 900 δις δολάρια που ξόδεψαν οι ΗΠΑ τον τελευταίο χρόνο θα μπορούσαν να σώσουν από τη μόνιμη φτώχεια 2 δισεκατομμύρια ανθρώπους του πλανήτη που φυτοζωούν, και αυτό σε μακροχρόνια βάση. Το πακέτο του 1 τρις δολαρίων που υποσχέθηκε ο Μπους θα μπορούσε να καθαρίσει και τα τελευταία ίχνη ένδειας, πείνας, υποσιτισμού και εξαθλίωσης από το πρόσωπο της Γης.

Μόνο αν οι παγκόσμιες ηγεσίες ήταν αρκετά έντιμες, θα επιδείκνυαν τέτοια βιασύνη για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας φτώχειας και πείνας, και ο ΟΗΕ δεν θα χρειαζόταν να επινοήσει τους «Στόχους της Χιλιετίας» για να καλύψει τη συλλογική του ευθύνη. Η φτώχεια θα ήταν παρελθόν. Η πείνα θα είχε εξαφανιστεί.

Επιστρέφοντας στην κατάρρευση, αυτή είναι, ουσιαστικά, το μάντρα της αγοράς. Όταν τα πράγματα πάνε καλά, η κυβέρνηση πρέπει να κάνει πίσω και να επιτρέπει στις εταιρίες να αλωνίζουν. Το κέρδος είναι ο μοναδικός οδηγός, και οι επενδυτές το ακολουθούν πιστά. Η αγορά θα κάνει τις διορθώσεις μόνη της, ακούμε τόσο συχνά. Οι επενδυτικές τράπεζες διαβεβαιώνουν διαρκώς τις κυβερνήσεις, τα ρυθμιστικά όργανα και τους επενδυτές ότι οι ειδικοί τους μπορούν να διαχειριστούν τα ρίσκα.

Τα κοράκια των εταιριών συσσωρεύουν κέρδη με τη σέσουλα. Ορισμένες μεγάλες εταιρίες βγάζουν δις, παρουσιάζουν ψεύτικους ισολογισμούς και τη βγάζουν καθαρή, απολαμβάνοντας ιδιαίτερης εκτίμησης από τις υπηρεσίες ελέγχου. Και όταν έρθει η κατάρρευση, οι απώλειες πέφτουν μόνιμα στις πλάτες των φορολογουμένων, με τις οικονομίες των οποίων οι κυβερνήσεις διασώζουν τις εταιρίες. Η ερώτηση του ενός τρις δολαρίων που προκύπτει είναι η εξής: Γιατί επεμβαίνει το κράτος; Δεν υποτίθεται ότι η αγορά αυτορυθμίζεται και λύνει μόνη της τα προβλήματά της; Και, ακόμη πιο σημαντικό, γιατί το κράτος προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή την αγορά;

Πριν προχωρήσουμε, σας διαβεβαιώνω. Οι εταιρίες αυτές δεν ήταν συνηθισμένες επιχειρήσεις. Όπως ειπώθηκε, ήταν το καμάρι του αμερικανικού οικονομικού συστήματος. Διέθεταν τα μεγαλύτερα ταλέντα, απασχολούσαν τους απόφοιτους των καλύτερων πανεπιστημίων Διοίκησης Επιχειρήσεων. Συμβούλευαν ξένες κυβερνήσεις, παίζοντας το ρόλο των ειδικών. Εκπονούσαν το πρόγραμμα οικονομικής και νομισματικής πολιτικής της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Δ.Ν.Τ και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Τέτοια ήταν η δύναμή τους, ώστε υπαγόρευαν την κυρίαρχη οικονομική αντίληψη σ’ ολόκληρη την υφήλιο.

Η ιδιωτικοποίηση έγινε η παγκόσμια καραμέλα των οικονομολόγων, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις να ανοίξουν τις αγορές τους στους διεθνείς επενδυτές. Η ελεύθερη αγορά αποτέλεσε το απόλυτο νιρβάνα της οικονομίας.[…]

Ας αναλογιστούμε. Η διάσωση της AIG από την αμερικανική κυβέρνηση με 85 δις δολάρια είναι η μεγαλύτερη κρατικοποίηση στην ιστορία. Η σωτηρία της AIG ήταν κρίσιμη, επειδή η κατάρρευσή της συνιστούσε μεγαλύτερο κίνδυνο για ολόκληρο το οικονομικό σύστημα. Το πακέτο του 1 τρις δολαρίων, που ισοδυναμεί με το ΑΕΠ της Ινδίας, είναι αυτό που, στην πραγματικότητα, θα κρατήσει ζωντανή την αγορά. Αν η κρατικοποίηση είναι τώρα δικαιολογημένη, αν το κράτος κρατά, ουσιαστικά, ζωντανή την αγορά, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το κατηγορούσαμε. Γιατί στιγματίστηκε ως το λείψανο μιας παρελθούσης σοσιαλιστικής περιόδου;

Στην πράξη, τις μέρες που ακολουθούν θα δούμε πολλές ακόμη τέτοιες διασώσεις εταιριών ή, με άλλα λόγια, πολλές τέτοιες κρατικοποιήσεις. Δεν είναι παράξενο που ο καθηγητής Νούριελ Ρουμπίνι του πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης κάποτε αποκάλεσε αυτό το φαινόμενο: «Ιδιωτικοποίηση των κερδών και κοινωνικοποίηση των απωλειών».

Όσο κι αν προσπαθούμε να μεταρρυθμίσουμε ένα οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην απληστία, σας διαβεβαιώνω ότι δεν μπορούμε να το ξεβουλώσουμε και να το ρυθμίσουμε πραγματικά. Γι’ αυτό, η υποκρισία που διακηρύττει την οικονομική επιτυχία της ελεύθερης αγοράς πρέπει να σταματήσει. Αφήστε τις αγορές να λειτουργήσουν ελεύθερα, να επιβιώσουν όπως μπορούν. Αφήστε τις αγορές να διαχειριστούν τους κινδύνους, χωρίς να διασώζονται από το κράτος. Αφήστε τον καπιταλισμό στην τύχη του, χωρίς ενέσεις σωτηρίας από το ταμείο του κράτους. Ας δούμε, τότε, πόσο θα αντέξει η αγορά.

Ως τότε, δεν χρειάζεται να χύνετε δάκρυα για τους 24.000 περίπου πεινασμένους που αφανίζονται κάθε μέρα που περνάει, ψάχνοντας άσκοπα λίγα ψίχουλα τροφής. Έχουν ακούσει επανειλημμένα ότι η κυβέρνηση δεν έχει λεφτά για να τους ταΐσει. Το αναφαίρετο δικαίωμα στην τροφή, ουσιαστικά, το έχει κλέψει η αγορά για να γεμίσει τις τσέπες σας. Είναι μία μικρή θυσία που πρέπει να κάνουν οι φτωχοί, για να γίνουν τα όνειρά σας πραγματικότητα.

Ο Devinder Sharma είναι ινδός δημοσιογράφος και ακτιβιστής.

Μετάφραση: Δημήτρης Κωνσταντίνου



Το Σύστημα Αντι-Αγοράς

Νόαμ Τσόμσκι

Απόσπασμα από την ομιλία του στη Σύνοδο για την Ενότητα της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής. Καράκας 24-9-2008.

Η κατάρα του οικονομικού φιλελευθερισμού προκαλεί τη χειρότερη οικονομική κρίση μετά τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του ’30 και οδηγεί σε μαζική κρατική παρέμβαση, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να διασωθούν οι καταρρέοντες οικονομικοί οργανισμοί.

Αυτό είναι ένα συνηθισμένο χαρακτηριστικό γνώρισμα του σύγχρονου κρατικού καπιταλισμού, αν και σήμερα έχει πάρει πρωτοφανείς διαστάσεις. Η έρευνα δύο διάσημων, διεθνών οικονομολόγων, 15 χρόνια πριν, αποκάλυψε ότι τουλάχιστον 20 από τις 100 σπουδαιότερες εταιρίες (Fortune 100), δεν θα είχαν επιζήσει εάν δεν σώζονταν από τις αντίστοιχες κυβερνήσεις, και πολλές από τις υπόλοιπες έκαναν σημαντικά κέρδη απαιτώντας από τις κυβερνήσεις τους να «κοινωνικοποιήσουν τις απώλειές τους». Αυτού του είδους η κυβερνητική διαμεσολάβηση «υπήρξε ο κανόνας και όχι η εξαίρεση τις τελευταίες δύο δεκαετίες», καταλήγουν ύστερα από μια λεπτομερή ανάλυση. (Ruigrok και Von Tulder)

Πρέπει επίσης να σημειώσουμε την εντυπωσιακή ομοιότητα μεταξύ των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής, που επιβλήθηκαν στους οικονομικά αδύνατους από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και της τεράστιας οικονομικής κρίσης που πρωταγωνιστεί σήμερα στο Βορρά. Ο αμερικανός διευθυντής του ΔΝΤ, υιοθετώντας τακτική μαφίας, περιέγραψε τον οργανισμό ως «πιστωτικό στήριγμα της διεθνούς κοινότητας». Σύμφωνα με τους κανόνες της ελεγχόμενης από τη Δύση διεθνούς οικονομίας, οι επενδυτές χορηγούν δάνεια στις τυραννίες του Τρίτου κόσμου και καθώς τα δάνεια ενέχουν υψηλό ρίσκο, αποφέρουν και τεράστια κέρδη. Υποθέστε ότι οι οφειλέτες δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους. Σε μια καπιταλιστική κοινωνία, οι δανειστές θα επιβαρύνονταν το κόστος. Αλλά ο υπαρκτός καπιταλισμός λειτουργεί αρκετά διαφορετικά. Εάν οι οφειλέτες δεν μπορούν να πληρώσουν τα χρέη τους, τότε το ΔΝΤ παρεμβαίνει, προκειμένου να εγγυηθεί την προστασία των δανειστών και των επενδυτών. Το χρέος μεταφέρεται στο φτωχό πληθυσμό της οφειλέτριας χώρας, ο οποίος δεν δανείστηκε ποτέ αυτά τα χρήματα και ωφελήθηκε ελάχιστα ή καθόλου από αυτά. Αυτό αποκαλείται «διαρθρωτική προσαρμογή». Και οι φορολογούμενοι στην πλούσια χώρα, οι οποίοι επίσης δεν κερδίζουν τίποτα από τα δάνεια, συντηρούν το ΔΝΤ με τους φόρους που πληρώνουν. Αυτές οι πρακτικές δεν προκύπτουν από την οικονομική θεωρία, αντανακλούν απλώς την κατανομή της εξουσίας.

Οι σχεδιαστές της διεθνούς οικονομίας απαιτούν από τους φτωχούς να πειθαρχήσουν στους νόμους της αγοράς, αλλά οι ίδιοι φροντίζουν να προστατεύονται από τις τυχόν ολέθριες συνέπειές της. Μια χρήσιμη συμφωνία που μας πάει πίσω στις απαρχές του σύγχρονου βιομηχανικού καπιταλισμού και η οποία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαίρεση του κόσμου σε φτωχές και πλούσιες κοινωνίες, σε Πρώτο και Τρίτο κόσμο.

Αυτό το θαυμάσιο σύστημα αντι-αγοράς, το οποίο σχεδιάστηκε από τους αυτοαποκαλούμενους «οπαδούς της ελεύθερης αγοράς», εφαρμόζεται τώρα στις ΗΠΑ, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η μεγάλη κρίση στις οικονομικές αγορές. Γενικά, οι αγορές έχουν κάποια γνωστά ελαττώματα. Ένα απ’ αυτά είναι ότι οι συναλλαγές δεν λαμβάνουν υπόψη τις συνέπειες που έχουν σε αυτούς που δεν συμμετέχουν στη συναλλαγή. Αυτές, που αποκαλούνται «παράπλευρες συνέπειες», μπορεί να είναι τεράστιες, και είναι χαρακτηριστικές στην περίπτωση αυτών των οικονομικών οργανισμών. Η αποστολή τους είναι να αναλαμβάνουν ρίσκα και με σωστή διαχείριση να εξασφαλίζουν την κάλυψή τους από πιθανές απώλειες. Τη δική τους κάλυψη. Σύμφωνα με τους κανόνες του καπιταλισμού, δεν είναι δική τους υπόθεση να εξετάζουν το κόστος απέναντι σε άλλους, όταν οι πρακτικές τους οδηγούν σε οικονομική κρίση, όπως τακτικά συμβαίνει. Σύμφωνα με τους όρους των οικονομολόγων, το ρίσκο υποτιμάται, επειδή ο εγγενής συστημικός κίνδυνος δεν υπολογίζεται στις αποφάσεις. Αυτό φυσικά οδηγεί σε επαναλαμβανόμενες κρίσεις. Τότε, στρεφόμαστε στη λύση του Δ.Ν.Τ. Το κόστος μεταφέρεται στο κοινό, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τις ριψοκίνδυνες επιλογές και παρόλα αυτά καλείται τώρα να το πληρώσει – στην Αμερική υπολογίζεται ότι είναι περίπου ένα τρις δολάρια αυτή τη στιγμή. Και φυσικά το κοινό δεν έχει λόγο στον καθορισμό των εξελίξεων, όπως δεν έχουν λόγο και οι φτωχοί χωρικοί που υποβάλλονται στα απάνθρωπα διαρθρωτικά προγράμματα.

Μια βασική αρχή του μοντέρνου κρατικού καπιταλισμού είναι ότι το κόστος και τα ρίσκα κοινωνικοποιούνται, ενώ τα κέρδη ιδιωτικοποιούνται. Αυτή η αρχή επεκτείνεται πέρα από τους οικονομικούς οργανισμούς. Το ίδιο περίπου συμβαίνει σε ολόκληρο το φάσμα της προηγμένης οικονομίας, η οποία βασίζεται εκτενώς στον παντοδύναμο κρατικό τομέα για την καινοτομία, για την έρευνα και ανάπτυξη, για τη στήριξη της αγοράς όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμοι αγοραστές, για τις άμεσες διασώσεις, καθώς και για πολλά άλλα. Αυτοί οι μηχανισμοί λειτουργούν στο εσωτερικό της επεκτατικής και νεο-αποικιοκρατικής ηγεμονίας και τυποποιούνται με τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και τις δήθεν «ελεύθερες» εμπορικές συμφωνίες.

Ο οικονομικός φιλελευθερισμός έχει συνέπειες πολύ πέρα από την οικονομία. Από καιρό έχει γίνει κατανοητό ότι είναι ένα ισχυρό όπλο ενάντια στη δημοκρατία. Η ελεύθερη διακίνηση του κεφαλαίου δημιουργεί αυτό που κάποιοι διεθνείς οικονομολόγοι έχουν ονομάσει «εικονικό Κοινοβούλιο» επενδυτών και δανειστών, οι οποίοι μπορούν να ελέγχουν στενά τα κυβερνητικά προγράμματα και να τα «καταψηφίζουν», αν τα θεωρούν παράλογα: δηλαδή όταν ωφελούν τους ανθρώπους και όχι τη συσσωρευμένη ιδιωτική εξουσία. Μπορούν να «ψηφίσουν» με τη μετακίνηση κεφαλαίων, με «επιθέσεις» στα νομίσματα και με άλλους μηχανισμούς του οικονομικού φιλελευθερισμού. Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο το σύστημα του Bretton Woods, που καθιερώθηκε από τις ΗΠΑ και την Αγγλία μετά το Β΄ Π.Π., θέσπισε ελέγχους στο κεφάλαιο και στις νομισματικές ισοτιμίες. Η μεγάλη οικονομική κρίση και ο πόλεμος είχαν ξυπνήσει ισχυρά ριζοσπαστικά, δημοκρατικά ρεύματα πολλών μορφών, από την αντιφασιστική αντίσταση μέχρι την οργάνωση της εργατικής τάξης. Αυτές οι πιέσεις κατέστησαν απαραίτητη την υιοθέτηση κοινωνικών δημοκρατικών πολιτικών. Το σύστημα του Bretton Woods σχεδιάστηκε εν μέρει για να δημιουργήσει χώρο για την κυβερνητική δράση που ανταποκρινόταν στη λαϊκή θέληση. Για λίγη δημοκρατία, δηλαδή. Ο Τζον Κέινς, ο βρετανός διαπραγματευτής, θεώρησε ότι το σημαντικότερο επίτευγμα του Bretton Woods ήταν η κατοχύρωση του δικαιώματος των κυβερνήσεων να περιορίζουν την κίνηση του κεφαλαίου. Σε δραματική αντίθεση, στη νεοφιλελεύθερη φάση μετά την κατάρρευση του συστήματος αυτού, το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών θεωρεί πλέον την ελεύθερη κινητικότητα του κεφαλαίου ως «θεμελιώδες δικαίωμα», σε αντίθεση με τα «δικαιώματα» που κατοχυρώθηκαν από την καθολική Διακήρυξη των ανθρώπινων δικαιωμάτων: όπως η υγεία, η εκπαίδευση, η αξιοπρεπής εργασία, η ασφάλεια και άλλα, τα οποία οι κυβερνήσεις των Ρήγκαν και Μπους τα είχαν θεωρήσει «ανοησίες», «μύθους» και «επιστολές για τον Άγιο Βασίλη».

Παλιότερα, η λαϊκή βούληση δεν αποτελούσε μεγάλο πρόβλημα. Οι αιτίες περιγράφονται από τον Μπάρι Αϊχενγκρίν στην κλασική ακαδημαϊκή ιστορία του για το διεθνές νομισματικό σύστημα. Εξηγεί ότι στο 19ο αιώνα, οι κυβερνήσεις «δεν είχαν πολιτικοποιηθεί ακόμα από την καθολική ψήφο των ανδρών, το συνδικαλισμό και τα κοινοβουλευτικά εργατικά κόμματα». Επομένως το οικονομικό κόστος που επέβαλε το εικονικό Κοινοβούλιο μπορούσε να μεταφερθεί στο λαό. Αλλά με την ευρεία ριζοσπαστικοποίηση του κοινού κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης και του αντιφασιστικού πολέμου, η πολυτέλεια αυτή δεν ήταν πλέον διαθέσιμη στην ιδιωτική δύναμη και την πλουτοκρατία. Με το σύστημα του Bretton Woods, «οι περιορισμοί στην κινητικότητα του κεφαλαίου αντικατέστησαν τους περιορισμούς στη δημοκρατία, προφυλάσσοντας από τις πιέσεις της αγοράς». Αρκεί να προσθέσω το εξής προφανές συμπέρασμα: με την αποδιάρθρωση του συστήματος τη δεκαετία του '70, οι λειτουργίες της δημοκρατίας περιορίστηκαν. Έγινε, επομένως, απαραίτητο να ελεγχθεί και να περιθωριοποιηθεί η λαϊκή θέληση με κάποιο τρόπο, γεγονός που είναι ιδιαίτερα εμφανές στις περισσότερο επιχειρηματικές κοινωνίες, όπως οι ΗΠΑ. Η διαχείριση της εκλογικής παράστασης από τη βιομηχανία των δημοσίων σχέσεων είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Μετάφραση: Ελιάνα Καναβέλη



Πέρα από την Εκλογολογία

Πωλ Στριτ

Εκτός από την Επανάσταση, που είναι απεγνωσμένα το ζητούμενο, ακόμη και η επίτευξη βασικών μεταρρυθμίσεων έχει να κάνει με τη θεμελίωση και τη διεύρυνση των λαϊκών κοινωνικών κινημάτων, μακριά από τις ψευδεπίγραφες υποσχέσεις των πολιτικών εκστρατειών και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που εμπορεύονται τους προωθημένους από τις εταιρείες υποψηφίους με τον ίδιο τρόπο που πουλάνε αμάξια και ζαχαρωτά. Έχει να κάνει με την πραγματική πολιτική της κοινωνικής οργάνωσης και αντίστασης, μακριά από τη στενή λογική της υποψηφιοκεντρικής και κατασκευασμένης από τις εταιρείες, ανά τέσσερα χρόνια, εκλογικής φιέστας, ανεξάρτητα από το ποιος κερδίζει και το ποιος χάνει. Όπως είπε και ο δρ. Ρηντ τον περασμένο Νοέμβριο: «Οι εκλεγμένοι κήνσορες είναι μόνο τόσο καλοί ή τόσο κακοί όσο και οι δυνάμεις στις οποίες αισθάνονται ότι πρέπει να λογοδοτήσουν. Είναι λάθος να προσδοκάμε απ’ αυτούς κάτι περισσότερο από το να είναι φορείς των πολιτικών πιέσεων που νιώθουν ότι τους ασκούνται».

Δεδομένης της σκληρής πραγματικότητας, που κάνει ακόμα και τους δηλωμένους «προοδευτικούς» πολιτικούς, αυτούς που χαράσσουν πολιτικές και τους υποψηφίους να κατευθύνονται προς το κέντρο και δεξιά, ο Ρηντ υποστηρίζει, σωστά κατά τη δική μου εκτίμηση, ότι οι προοδευτικοί θα πρέπει να επικεντρωθούν λιγότερο στο θεατρικό δρώμενο των εκλογών και περισσότερο στη δημιουργία κινημάτων για δημοκρατική αλλαγή από τη βάση προς τα πάνω, κατά τη διάρκεια και μεταξύ των εκλογικών αναμετρήσεων: «Πρέπει να σκεφτούμε την πολιτική με ένα διαφορετικό τρόπο, ο οποίος δεν θα θεωρεί ότι αποστολή μας είναι να ασκήσουμε επιρροή στους Δημοκρατικούς ή να τους δώσουμε καλές ιδέες και να διορθώσουμε τις παρανοήσεις τους».

«Είναι λάθος να επικεντρωνόμαστε τόσο πολύ στον εκλογικό κύκλο. Δεν οδηγηθήκαμε σ’ αυτό το αδιέξοδο με την ψήφο μας και ούτε πρόκειται με την ψήφο μας να βγούμε απ’ αυτό. Το εκλογικό σκέλος της πολιτικής είναι μια αρένα για την εδραίωση πλειοψηφικών δυνάμεων που έχουν δημιουργηθεί στο πλαίσιο οργάνωσης του κοινωνικού κινήματος. Δεν αποτελεί εναλλακτική επιλογή ούτε ένα σύντομο δρόμο για τη δημιουργία τέτοιων κινημάτων· αυτό θέλει χρόνο και συντονισμένη προσπάθεια. Η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να συμπιεστεί για να ταιριάξει στον εκλογικό κύκλο ούτε μπορεί να πραγματοποιηθεί με μαζικές ενέργειες. Υλοποιείται με την καλλιέργεια διαπροσωπικών σχέσεων με ανθρώπους που έχουν θέση και επιρροή στις γειτονιές τους, στους χώρους εργασίας τους, στα σχολεία, στις οικογένειες και στους οργανισμούς. Υλοποιείται με αγώνα δίπλα στους ανθρώπους που μάχονται καθημερινά για τα ζητήματα που τους προβληματίζουν και με την ενσωμάτωση αυτών των προβληματισμών σε ένα ευρύτερο πολιτικό όραμα και πρόγραμμα. Μ’ αυτό τον τρόπο αναπτύχθηκε το λαϊκό κίνημα στα τέλη του 19ου αιώνα, το συνδικαλιστικό κίνημα στις δεκαετίες του ’30 και του ’40, και το κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα μετά το 2ο Π.Π. Μ’ αυτό τον τρόπο κερδίσαμε όλες τις νίκες μας. Και με τον ίδιο τρόπο ανέβηκε και η δεξιά στην εξουσία». (Adolph J. Reed Jr., Sitting this one Out, The Progressive, Nov. 2007)

Η άποψη του Ρηντ για την ανάγκη να επικεντρωθούμε πρωτίστως στην οικοδόμηση της δυναμικής του κινήματος – και ΟΧΙ στις κατασκευασμένες από τις εταιρείες εκλογές, που ανταποκρίνονται κυρίως στα ενδιαφέροντα της ελίτ – αντηχεί στους καθοδηγητικούς στοχασμούς του Νόαμ Τσόμσκι για την προεδρική διεκδίκηση του 2004. Σύμφωνα με την ανάλυση του Τσόμσκι την παραμονή των τελευταίων εκλογών: «Ο αγώνας για την προεδρία των Η.Π.Α., παθιασμένος σχεδόν μέχρι σημείου υστερίας, δεν εκφράζει υγιείς δημοκρατικές διαθέσεις».

«Οι Αμερικανοί ενθαρρύνονται να ψηφίσουν, αλλά όχι να συμμετάσχουν πιο ουσιαστικά στον πολιτικό στίβο. Βασικά οι εκλογές είναι ακόμα μία μέθοδος περιθωριοποίησης του πληθυσμού. Στήνεται μια τεράστια προπαγανδιστική εκστρατεία για να κάνει τον κόσμο να επικεντρωθεί σ’ αυτή την προσωποποιημένη φιέστα που γίνεται ανά τετραετία και να θεωρεί: “Αυτό είναι πολιτική”. Αλλά δεν είναι. Είναι μόνο ένα μικρό κομμάτι της.

Το άμεσο καθήκον αυτών που θέλουν να στρέψουν την πολιτική προς προοδευτική κατεύθυνση – την οποία συχνά υποστηρίζει και η πλειοψηφία – είναι ν’ αναπτυχθούν και να γίνουν αρκετά δυνατοί, ώστε να μην μπορούν τα κέντρα εξουσίας να τους αγνοήσουν. Οι δυνάμεις αλλαγής, που ξεπετάχτηκαν από τη λαϊκή βάση και ταρακούνησαν συθέμελα την κοινωνία, και περιλαμβάνουν το εργατικό κίνημα, το κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κίνημα ειρήνης, το φεμινιστικό κίνημα και άλλα, αναπτύχθηκαν μέσω διαρκούς, αφοσιωμένης δουλειάς σε όλα τα επίπεδα, κάθε μέρα και όχι μόνο μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια…».

«Έτσι στις εκλογές πρέπει να γίνονται λογικές επιλογές. Αλλά είναι δευτερεύουσες ως προς τη σοβαρή πολιτική δράση. Το κύριο καθήκον είναι να δημιουργηθεί μια γνήσια ευαισθητοποιημένη δημοκρατική κουλτούρα, κι αυτή η προσπάθεια συνεχίζεται πριν και μετά τις εκλογικές φιέστες, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμά τους». (Noam Chomsky, The Disconnect in American Democracy, Chomsky Interventions, City Lights 2007.)

Πώς προσδιορίζουν τα προοδευτικά άτομα τη δική τους εκδοχή της «λογικής επιλογής», πολύ λίγο μ’ ενδιαφέρει σ’ αυτό το σημείο. Άνθρωποι μου γράφουν για να ρωτήσουν: «Να ψηφίσω τη Μακίνεη;[1]», «Τι λες για τον Νάντερ[2];», «Να ψηφίσω υπέρ του Ομπάμα για να εμποδίσω τον παρανοϊκό βομβαρδιστή Μακέιν, μια και ζω σε πολιτεία που το εκλογικό αποτέλεσμα είναι αμφίρροπο;», «Νομίζω τελικά ότι θα απέχω από τις εκλογές· τι λες;»

Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι την ημέρα των εκλογών. Δεν είμαι σίγουρος ότι με νοιάζει (για να είμαι ειλικρινής, η γνώμη μου αλλάζει από μέρα σε μέρα). Αυτό που πραγματικά θα ’θελα να ξέρω είναι κατά πόσο αληθινά προοδευτικά άτομα ενδιαφέρονται να «αγωνιστούν επίμονα μαζί με άλλους ανθρώπους για αυτά που τους προβληματίζουν και να ενσωματώσουν αυτούς τους προβληματισμούς σε ένα ευρύτερο πολιτικό όραμα και πρόγραμμα».

Και ειλικρινά με βασανίζει η πιθανότητα να έχει δίκιο ο Γκρεγκ Γκούμα: ενώ ο Μακέιν είναι ολοφάνερα ανυπόφορος και επικίνδυνος, ο Ομπάμα είναι ελκυστικός σ’ ένα μεγάλο τμήμα της εξουσιαστικής ελίτ των ΗΠΑ, γιατί υπόσχεται να «ηρεμήσει τα πράγματα και να επανεγκαταστήσει την εμπιστοσύνη στη νομιμότητα της κατεστημένης πολιτικής τάξης, ενισχύοντας την αντίληψη ότι το σύστημα λειτουργεί ακόμα». Αυτό δεν υπονοεί ότι ο απεχθής και επικίνδυνος Μακέιν είναι ο λιγότερο κακός μακροπρόθεσμα;

Το τωρινό μας εταιρικό-ολοκληρωτικό σύστημα και η πολιτική κουλτούρα δεν λειτουργούν. Είναι μια θανάσιμη απειλή για την ανθρώπινη επιβίωση και ειρήνη και δικαιοσύνη εδώ και στο εξωτερικό. O δρ Κινγκ είχε δίκιο, σαράντα χρόνια πριν, σχετικά με την «επιτακτική ανάγκη για ριζική ανοικοδόμηση» και τη «ριζοσπαστική κατανομή της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας». Το μονοπάτι αυτής της ανοικοδόμησης είναι μακρύ και υπερβαίνει τη διάρκεια ζωής μου σ’ αυτό τον πλανήτη, αλλά τουλάχιστον μου είναι ξεκάθαρο ότι εκατομμύρια άνθρωποι στην πιο ισχυρή χώρα του κόσμου υπνωτίζονται επικίνδυνα και εξαχρειώνονται για ακόμη μια φορά από τις ψεύτικες ελπίδες και τα χρωματιστά φώτα της εκλογικής φιέστας περιορισμένου φάσματος, που είναι κατασκευασμένη από τις εταιρείες.

Αν ο Ομπάμα χάσει, και αυτό είναι μια πιθανότητα, θα είναι σημαντικό για τους προοδευτικά προσανατολισμένους πολίτες και τους ακτιβιστές να καταλάβουν ότι αυτό που ηττήθηκε ήταν το εταιρικό-ιμπεριαλιστικό Κέντρο, δεν ήταν η Αριστερά ούτε ο Λαός. Αν κερδίσει, αυτοί οι πολίτες και ακτιβιστές πρέπει να καταλάβουν τα αυστηρά όρια αυτού που θριάμβευσε και να προετοιμαστούν για αγώνα και λαϊκή οργάνωση σε καθημερινή βάση και πέρα από τις προεδρικές εκλογές.

Ο Paul Street είναι βετεράνος ιστορικός, δημοσιογράφος και ακτιβιστής που ζει στην Αϊόβα.

Μετάφραση: Μιχάλης Παπαδόπουλος




[1] Υποψήφια των Πρασίνων για την προεδρία.

[2] Ανεξάρτητος υποψήφιος.









Το Shock Doctrine της Ναόμι Κλέιν

Στέφαν Λέντμαν

Σε μια προσπάθεια γνωριμίας με το σπουδαίο έργο της Ναόμι Κλάιν «The Shock Doctrine: The Rise of Disaster Capitalism» (Το Δόγμα του Σοκ: Η Άνοδος του Καπιταλισμού της Συμφοράς, Στμ), επιλέξαμε να δημοσιεύσουμε αποσπάσματα από τη σύνοψη του Στέφαν Λέντμαν. Μετά το παράδειγμα εφαρμογής του δόγματος στη Ρωσία, τη σκυτάλη παίρνουν η Πολωνία και Κίνα.

Χαμένοι στη Μετάβαση. Κλείνοντας την πόρτα στην Ιστορία.

Πριν την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο Λεχ Βαλέσα έγινε ήρωας των εργατών στην Πολωνία και στη Δύση, αψηφώντας την ελεγχόμενη από την Μόσχα κυβέρνηση και ανατρέποντάς την. Η «Αλληλεγγύη» (Solidarnosc) εξαπλώθηκε, ξεκινώντας από το Γκντανσκ, στα ανθρακωρυχεία, τα ναυπηγεία και τα εργοστάσια της χώρας, και μέσα σε ένα χρόνο αριθμούσε 10 εκατομμύρια μέλη. Κέρδισαν το δικαίωμα της διαπραγμάτευσης, αλλά ζητούσαν περισσότερα. Οραματίζονταν την κατάληψη του κράτους και την εγκαθίδρυση του δικού τους, εναλλακτικού οικονομικού και πολιτικού προγράμματος. Η ριζοσπαστική κεντρική τους ιδέα ήταν να μετασχηματίσουν τις γιγάντιες κρατικές εταιρίες σε κοπερατίβες που θα διευθύνονταν από τους εργάτες, ώστε τα μέλη της «Αλληλεγγύης» να αποκτήσουν δύναμη μέσα στις δικές τους «κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις».

Ο Βαλέσα αντιτάχθηκε, έχασε τη διένεξη και τρομοκρατήθηκε με αυτό που επακολούθησε. Η κυβέρνηση Γιαρουζέλσκι κήρυξε στρατιωτικό νόμο, κατέβασε τανκς στους δρόμους και συνέλαβε χιλιάδες μέλη της Αλληλεγγύης. Περί τα τέλη της δεκαετίας του '80, η βίαιη καταστολή υποχώρησε, η οικονομία βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση, οι εργάτες κατέβαιναν ξανά σε απεργίες και η μεταρρυθμιστική κυβέρνηση του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ είχε την εξουσία στη Μόσχα. Η «Αλληλεγγύη» νομιμοποιήθηκε, μία Επιτροπή Πολιτών σχηματίστηκε, τα μέλη της κατέβηκαν στις αιφνιδιαστικές εκλογές και κέρδισαν επαρκή έλεγχο της κυβέρνησης κατακτώντας 260 βουλευτικές έδρες.

Έπρεπε να είναι από τις καλύτερες εποχές αλλά, λόγω των προβλημάτων της οικονομίας, η Πολωνία χρειαζόταν βοήθεια και απαλλαγή από τα χρέη. Με τους φανατικούς της Σχολής του Σικάγο να διοικούν το Παγκόσμιο Νομισματικό Ταμείο, καμία βοήθεια δεν προσφέρθηκε έξω από το πλαίσιο του Shock Doctrine· «είτε το ακολουθείς, είτε όχι!». Εμφανίστηκε ο Jeffrey Sack, ο δόκτωρ του σοκ, με ένα σχέδιο ακόμη πιο άγριο από αυτό που επιβλήθηκε στη Βολιβία. Συμπεριελάμβανε την άμεση παύση ελέγχου των τιμών, περικοπή στις επιχορηγήσεις και ιδιωτικοποιήσεις στα ορυχεία, τα ναυπηγεία και τα εργοστάσια. Εν συντομία, ήταν εκ διαμέτρου αντίθετο με το στόχο της «Αλληλεγγύης» για εργατική διεύθυνση της βιομηχανίας.

Ο Σακ υποσχέθηκε ότι η Πολωνία της «Αλληλεγγύης» θα γινόταν κάτι σαν τη Γαλλία ή τη Γερμανία, με το σχέδιό του. Μετά τα απαραίτητα φάρμακα της θεραπείας του σοκ και τον αναπόφευκτο πόνο, ο ασθενής θα κατέληγε θεραπευμένος και υγιής – αν ο Σακ είχε δίκιο. Ύστερα από διένεξη, η ετυμηγορία βγήκε και η θεραπεία επιλέχθηκε με προβλέψιμα αποτελέσματα. Ο Σακ υποσχέθηκε «στιγμιαία, προσωρινή αποδιοργάνωση» αλλά παρέδωσε μία πλήρως διογκωμένη ύφεση. Η βιομηχανική παραγωγή κατρακύλησε 30% ύστερα από δύο χρόνια «μεταρρυθμίσεων». Η ανεργία έφτασε στα ύψη και το 1993 χτύπησε 25% σε κάποιες περιοχές. Σήμερα παραμένει χρόνια, με τα τελευταία στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας να την τοποθετούν γύρω στο 20%, η υψηλότερη τιμή στην Ε.Ε. Για τους νέους κάτω των 24 ετών είναι ακόμη χειρότερα, με το 40% αυτών στην ανεργία.

Πιο ανησυχητικός είναι ο αριθμός των ανθρώπων κάτω από το όριο της φτώχειας. Από 15% το 1989, ανέβηκε στο τραγικό 59% το 2003. Απίστευτο, αλλά η χώρα, όπως η Χιλή, ακόμη αναφέρεται ως μοντέλο αναμόρφωσης της οικονομίας μέσω της ελεύθερης αγοράς. Είναι καθαρός μύθος, οι οργισμένοι Πολωνοί το γνωρίζουν, αλλά οι αναφορές στην Δύση τους αγνοούν, όπως κάνουν και για τα υπόλοιπα θύματα του σοκ, σ’ όλο τον κόσμο.



Αντίθετα, η Δύση δεν αγνόησε και το «σοκ της πλατείας Τιενανμέν», όμως ούτε είπε και την αλήθεια γι’ αυτό. Στις αρχές της δεκαετίας του '80, ο Ντενγκ Ξιαοπίνγκ μεταρρύθμιζε τη χώρα του οικονομικά, ενώ διατηρούσε αυστηρό πολιτικό έλεγχο, μεταχειριζόμενος βίαιη καταστολή όπου χρειαζόταν. Η δημοκρατία δεν φαινόταν πουθενά στον ορίζοντα, όπως δεν φαίνεται ούτε σήμερα. Ενώ πολλές από τις μεταρρυθμίσεις του Ντενγκ ήταν πετυχημένες και δημοφιλείς, άλλες, στα τέλη της δεκαετίας του '80, δεν ήταν και προκάλεσαν βαθιά οργή στις πόλεις, στους ανθρώπους που επηρεάστηκαν περισσότερο. Οι έλεγχοι των τιμών καταργήθηκαν, η διαφθορά και ο νεποτισμός οργίασαν, η ελευθερία ελαχιστοποιήθηκε, η εργασιακή ασφάλεια εξαλείφθηκε, η ανεργία φούντωσε και βαθιές ανισότητες αναπτύχθηκαν ανάμεσα στους «νικητές και τους χαμένους της νέας Κίνας».

Η κρίση κορυφώθηκε με τις μαζικές διαδηλώσεις το 1989 στην πλατεία Τιενανμέν, τις οποίες οι δυτικοί ανταποκριτές χαρακτήρισαν ως σύγκρουση ανάμεσα στην παλαιά φρουρά των αυταρχικών κομμουνιστών και τους ιδεαλιστές φοιτητές που ζητούσαν μία δημοκρατία δυτικού στυλ. Ήταν καθαρή προπαγάνδα. Οι διαδηλώσεις ήταν μαζικές και απείλησαν την κυβέρνηση, αλλά το ζήτημα δεν ήταν η δημοκρατία. Ήταν η λαϊκή δυσαρέσκεια για την απότομη οικονομική αλλαγή που ανέβασε τις τιμές, μείωσε τους μισθούς και προκάλεσε μία «κρίση απολύσεων και ανεργίας». Οι διαδηλωτές δεν ήταν γενικά ενάντιοι σε μία οικονομική μεταρρύθμιση. Ήταν ενάντιοι στην εκδοχή της Σχολής του Σικάγο, αλλά οι προσπάθειές τους είχαν κόστος.

Ο Ντενγκ κήρυξε στρατιωτικό νόμο στις 20 Μαΐου, τανκς κατέβηκαν στην πλατεία, έπεσαν πυροβολισμοί χωρίς διακρίσεις και, στο τέλος, οι νεκροί ήταν χιλιάδες, πολλοί περισσότεροι τραυματίστηκαν και ακόμη περισσότεροι κυνηγήθηκαν, συνελήφθησαν, φυλακίσθηκαν, κάποιοι βασανίστηκαν και εκατοντάδες εκτελέστηκαν. Η θεραπεία του σοκ έφτασε στην Κίνα, όπως και στη Χιλή, με την απειλή των όπλων και την ωμή κρατική τρομοκρατία. Μετά τη λήψη των μέτρων, η Κίνα ανοίχθηκε στις ξένες επενδύσεις, εντάχθηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και η χώρα μετατράπηκε στο μεγαλύτερο εργοστάσιο υπερεκμετάλλευσης φτηνής εργασίας προς όφελος των παντός είδους Wal Mart με τις «Πάντα Χαμηλές Τιμές» τους.

Για τους ξένους επενδυτές και τους μανδαρίνους του κόμματος ήταν μία συμφωνία σίγουρου κέρδους, και η Κλάιν παραθέτει μία έρευνα του 2006 που δείχνει ότι το 90% των κινέζων δισεκατομμυριούχων είναι αξιωματούχοι του Κομμουνιστικού Κόμματος. Περίπου 2.900 «κομματικοί γόνοι» (οι αποκαλούμενοι «πριγκιπίσκοι») ελέγχουν 260 δισεκατομμύρια δολάρια και η Κλάιν υπογραμμίζει την «καθαρή ομοιότητα ανάμεσα (στον αυταρχισμό της Κίνας) και τον καπιταλισμό της Σχολής του Σικάγο· μία πανομοιότυπη θέληση να εξαφανίσουν τους αντιπάλους τους, να εκκαθαρίσουν το κράτος από κάθε αντίσταση και να ξεκινήσουν από την αρχή», χρησιμοποιώντας το σοκ και το φόβο για να μετατρέψουν τις χώρες σε παράδεισους ελεύθερης αγοράς για τους ελάχιστους προνομιούχους.

Μετάφραση: Αλέξανδρος Σχισμένος





ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ[1]

Μάικλ Άλμπερτ

Β΄ ΜΕΡΟΣ της συνέντευξης στον Ρεμί Γκω.

Γ: Τι ισχύει αναφορικά με την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής στο Πάρεκον;

Α: Μπορείς να θεωρήσεις είτε ότι ο καθένας είναι ιδιοκτήτης ενός ίσου μεριδίου του συνόλου αυτής της ιδιοκτησίας είτε ότι κανένας δεν έχει ιδιοκτησία. Το θέμα είναι ότι ουσιαστικά η ιδιοκτησία δεν αποτελεί παράγοντα, ούτε υπάρχει καν ως έννοια σχετικά με την καλλιεργήσιμη γη, τα μηχανήματα, τους πόρους, κλπ. Τα προνόμια που παρέχει η ιδιοκτησία σε ορισμένους ανθρώπους στον καπιταλισμό – δηλαδή το δικαίωμα της λήψης αποφάσεων και το δικαίωμα της συσσώρευσης – υπάρχει στο Πάρεκον αλλά με πολύ διαφορετικό τρόπο. Το δικαίωμα της λήψης αποφάσεων, παραδείγματος χάρη, το έχει καθένας που επηρεάζεται από τις συνέπειες κάθε απόφασης. Η ιδιοκτησία δεν έχει καμία σχέση με το δικαίωμα αυτό. Το προϊόν της εργασίας σε μια εταιρία δεν πηγαίνει στους ιδιοκτήτες αυτής της εταιρίας – δεν υπάρχει κανένας ιδιοκτήτης – ή ακόμα και στους εργαζομένους της εταιρίας άμεσα, αλλά συσσωρεύεται στο κοινωνικό προϊόν που είναι το σύνολο όλων των προϊόντων της οικονομίας, από το οποίο, στη συνέχεια, ο καθένας από εμάς θα μπορεί να καταναλώσει ανάλογα με τη διάρκεια, την ένταση, και τη δυσκολία της εργασίας που κατέβαλλε για το συνολικό προϊόν. Και πάλι, η ιδιοκτησία δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό.

Γ: Το Πάρεκον καθορίζει την ανταμοιβή της κοινωνικά χρήσιμης εργασίας, με βάση την προσπάθεια και τη θυσία: με ποια ηθική ή/και οικονομική βάση απορρίπτει κάποια άλλα κριτήρια ανταμοιβής; Παραδείγματος χάρη, γιατί να μην αμείβονται οι εργαζόμενοι με βάση τις ανάγκες τους ή τη συνεισφορά τους στο τελικό προϊόν και μόνο; Γιατί επίσης απορρίπτεται η οικονομία δώρου που βασίζεται στη δωρεάν διανομή αγαθών και υπηρεσιών;

Α: Το Πάρεκον, σε ορισμένες περιπτώσεις, ορίζει την ανταμοιβή με βάση τις ανάγκες. Παραδείγματος χάρη, στην περίπτωση που κάποιος έχει ειδικές ιατρικές ανάγκες ή δεν μπορεί να εργαστεί. Αλλά ο κύριος τρόπος ανταμοιβής βασίζεται, όπως επισημαίνετε, στη διάρκεια, την ένταση και τη δυσκολία της κοινωνικά χρήσιμης εργασίας. Το Πάρεκον απορρίπτει την ανταμοιβή με βάση την ιδιοκτησία διότι είναι άδικη και καταστρέφει την αλληλεγγύη. Απορρίπτει την ανταμοιβή με βάση την παραγωγικότητα, επειδή αυτός ο τρόπος δεν δημιουργεί ισχυρά κίνητρα που να μην μπορούν να δημιουργηθούν καλύτερα με άλλο τρόπο, και έχει την ηθικά αρνητική συνέπεια της ανταμοιβής ορισμένων ανθρώπων που στάθηκαν τυχεροί, είτε λόγω γονιδίων (κάποιος για παράδειγμα που είναι γεννημένος με καλή φωνή, γρήγορα χέρια κτλ) είτε επειδή διαθέτουν καλύτερα εργαλεία στην κατοχή τους που αυξάνουν την παραγωγή.

Η ανταμοιβή με βάση τις ανάγκες των ανθρώπων δεν είναι όμως ο κανόνας για το Πάρεκον αλλά η εξαίρεση, διότι αυτός ο τρόπος ανταμοιβής είναι οικονομικά δυσλειτουργικός και δεν έχει λογική. Δεν είναι δυνατό να λαμβάνουμε από το κοινωνικό προϊόν όλα όσα επιθυμούμε – μπορεί να επιθυμούσαμε περισσότερα από αυτά που εμείς και οι άλλοι συνάνθρωποί μας θα ήθελαν να ξοδεύουν το χρόνο τους για να τα παράγουν. Οπότε, αυτά που έχουμε ανάγκη πρέπει να είναι λιγότερα από αυτά που ελπίζουμε ή επιθυμούμε. Αλλά πώς ξέρουμε πόσα λιγότερα αγαθά να επιδιώκουμε; Ποιο θα ήταν για μένα το κατάλληλο μερίδιο, το οποίο θα έπρεπε να διεκδικώ από το κοινωνικό προϊόν; Αυτό είναι το ποσό που αναλογεί στην προσπάθεια και στη θυσία μου σε σχέση με τις αντίστοιχες των υπόλοιπων ανθρώπων, εκτός αν πραγματικά έχω ειδικές ιατρικές ανάγκες. Αν υποθέσουμε ότι καθένας μας μπορεί να λαμβάνει από το συνολικό προϊόν οτιδήποτε θέλει, τότε δεν θα έχουμε κανένα τρόπο να γνωρίζουμε την αξία που έχουν για μας τα διαφορετικά προϊόντα, και επομένως να ξέρουμε ποιο ποσοστό από την προσπάθειά μας πρέπει να αφιερώσουμε για το καθένα απ’ αυτά, ποιο θα πρέπει να παραχθεί λιγότερο, διότι εκτιμάται λίγο, ποιο θα πρέπει να παραχθεί σε μεγαλύτερη αφθονία, διότι εκτιμάται ιδιαίτερα από την κοινωνία. Καταστρέφει τη δυνατότητα της λογικής διανομής των αγαθών.



Φανταστείτε ότι έχετε ναυαγήσει σε ένα νησί με άλλα χίλια άτομα – ένα μεγάλο υπερωκεάνιο βυθίστηκε – και ότι πρόκειται να είστε εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Χρειάζεται να οργανώσετε μια μικρή κοινωνία. Πώς θα οργανώνατε την οικονομία αυτής της κοινωνίας; Αυτή είναι πραγματικά μια πολύ καλή άσκηση για το ζήτημα της οικονομίας. Θα την αφήνατε στην τύχη και θα παραδίδατε όλη τη γη και τα οπωροφόρα δέντρα και οτιδήποτε άλλο αποτελεί τη βάση για την παραγωγή στα χέρια λίγων ανθρώπων, απασχολώντας τους υπόλοιπους ως μισθωτούς σκλάβους; Θα αφήνατε τους γιατρούς που ήταν στο υπερωκεάνιο να έχουν πολύ ελεύθερο χρόνο και τα καλύτερα σπίτια, επειδή θα είχαν ένα μονοπώλιο γνώσεων και δεξιοτήτων σημαντικών για την κοινωνία; Θα αφήνατε κάποιον να κολυμπάει και να κάνει ηλιοθεραπεία όλη την ημέρα, απολαμβάνοντας τους καρπούς της σκληρής εργασίας σας, χωρίς να συμβάλλει ο ίδιος στο κοινωνικό προϊόν;

Καθένας από εμάς θα είχε και διαφορετική απάντηση σ’ αυτά και σε πολλά άλλα ερωτήματα. Σύμφωνα με το Πάρεκον, μία οικονομικά λογική και ηθική προσέγγιση είναι να αμείβεται η κοινωνικά χρήσιμη προσπάθεια και θυσία των εργαζομένων, ενώ ταυτόχρονα να δημιουργούνται συνθήκες οι οποίες να υποστηρίζουν και να εφαρμόζουν την αυτοδιαχείριση. Κάποιες άλλες επιλογές παραβιάζουν τις αξίες μας και καθιερώνουν διεστραμμένα κίνητρα. Το θέμα είναι μεγάλο και θα μπορούσαμε να πούμε πολλά περισσότερα, αλλά νομίζω ότι η βασική λογική είναι ήδη προφανής.

Γ: Υποθέτω ότι δεν υποστηρίζετε πως για τον καθένα από εμάς θα πρέπει να μετριούνται οι θερμίδες που καίγονται κατά την εργασία· επομένως, πώς θα μπορούσε να υπολογιστεί η προσπάθεια και η θυσία του κάθε εργαζομένου με πρακτικό τρόπο;

Α: Σκεφτείτε το ως διάρκεια, ένταση, και δυσκολία της εργασίας. Το να μετρήσουμε τη διάρκεια είναι εύκολο φυσικά. Η ένταση, επίσης, δεν είναι πολύ δύσκολο να μετρηθεί. Ένας δείκτης είναι το αποτέλεσμα. Το Πάρεκον δεν ανταμείβει την τελική αξία του προϊόντος, αλλά μπορούμε βεβαίως να τη χρησιμοποιήσουμε ως μία ένδειξη για την αποτελεσματικότητα των προσπαθειών. Επιπλέον, όμως, το Πάρεκον έχει άλλα βασικά χαρακτηριστικά – τα αυτοδιαχειριζόμενα συμβούλια εργαζομένων και καταναλωτών, τα πλέγματα ισορροπημένης απασχόλησης και το συμμετοχικό σχεδιασμό. Έτσι, η απάντηση στην ερώτηση αυτή έχει πολλές πτυχές. Με βάση τους πόρους και τις μεθόδους των εργοστασίων, το τελικό προϊόν σε έναν εργασιακό χώρο υποδεικνύει το σύνολο της έντασης και διάρκειας της κοινωνικά χρήσιμης εργασίας που απαιτήθηκε. Πώς διανέμεται, στη συνέχεια, η αμοιβή γι’ αυτή την εργασία μεταξύ των ατόμων που την πραγματοποίησαν;

Επαφίεται στους ίδιους να αποφασίσουν. Εσείς και οι συνάδελφοί σας γνωρίζετε αρκετά καλά ποιος εργάζεται και ποιος είναι «χαμένος στα σύννεφα» όλη την ημέρα. Όσον αφορά τη δυσκολία της εργασίας, το ζήτημα αυτό διευθετείται σε μεγάλο βαθμό με τα πλέγματα ισορροπημένης απασχόλησης. Διότι η εξισορρόπηση των εργασιών ως προς την εξουσία που παρέχουν στους εργαζομένους (εκεί, δηλαδή, που στοχεύει ο συγκεκριμένος τρόπος κατανομής των εργασιών) κατά ένα μεγάλο μέρος εξισώνει τις εργασίες και ως προς τη δυσκολία τους. Φυσικά υπάρχουν πολλά άλλα ζητήματα, αλλά σε γενικές γραμμές τις όποιες αποφάσεις τις λαμβάνουν αυτοί που επηρεάζονται από αυτές, δηλαδή κυρίως οι εργαζόμενοι και οι καταναλωτές. Και παίρνουν τις αποφάσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις εγκυρότερες διαθέσιμες πληροφορίες, χωρίς παράλογη επιβολή απόψεων και έχοντας βασική αρχή το δικαίωμα της αυτοδιαχείρισης.

Γ: Όσον αφορά τη διανομή των προϊόντων, έχετε χαρακτηρίσει τον εαυτό σας ως εχθρό του συστήματος της αγοράς. Αφού εύκολα αντιλαμβανόμαστε πως μία σοβιετικού τύπου, κεντρικά ελεγχόμενη οικονομία παραβιάζει την αρχή της αυτοδιαχείρισης, γιατί να απορρίψουμε το σύστημα της αγοράς; Δεν είναι η αγορά ένας αρκετά αποτελεσματικός θεσμός, με τον οποίο οι καταναλωτές είναι ελεύθεροι να αποκτήσουν ότι θέλουν; Θα μπορούσατε να εξηγήσετε με λεπτομέρειες τους λόγους για τους οποίους απορρίπτετε την αγορά ως θεσμό διανομής των αγαθών;

Α: Φυσικά, όλες αυτές οι ερωτήσεις απαιτούν πολύ πιο μακροσκελείς απαντήσεις από αυτές που έχουν νόημα σε μια συνοπτική συνέντευξη. Ελπίζω οι αναγνώστες να ασχοληθούν με αυτό το ζήτημα περισσότερο. Οι αγορές χαρακτηρίζονται από πολλά μειονεκτήματα που τις καταδικάζουν. Στην πραγματικότητα, δεν μας δίνουν ότι ακριβώς επιθυμούμε, αλλά μάλλον μαθαίνουμε να επιθυμούμε αυτά που μας δίνουν. Τις περισσότερες φορές στρέφουν τον έναν ενάντια στον άλλο, και για να το κάνουν αυτό ξυπνούν αντικοινωνικά κίνητρα και συμπεριφορές. Οι αγορές, επίσης, εκτιμούν λανθασμένα τις εισροές και τις εκροές, αφού δεν λαμβάνουν υπόψη τις σημαντικές συνέπειες των συναλλαγών στους άλλους ανθρώπους πέρα από τον αγοραστή και τον πωλητή, ειδικά αυτές που αφορούν τις κοινωνικές σχέσεις ή την οικολογία. Αυτός ο υποτιθέμενα αποδοτικός μηχανισμός, η αγορά, κοστολογεί λανθασμένα την τιμή της βενζίνης 10 φορές χαμηλότερα. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Γιατί, όμως, τότε οι αγορές θεωρούνται αποτελεσματικές; Διότι πράγματι είναι αποτελεσματικές, πολύ αποτελεσματικές, στο να επιτελούν την παραγωγή, την κατανάλωση και τη διανομή με τέτοιο τρόπο, ώστε να πλουτίζουν και να εξουσιάζουν οι λίγοι, ενώ φτωχαίνουν οι πολλοί.

Υπάρχει ακόμη ένα ζήτημα που είναι ιδιαίτερα σχετικό με την ερώτησή σας, αν και είναι λιγότερο φανερό από τα υπόλοιπα: Οι αγορές δημιουργούν ένα πλέγμα διανομής στο οποίο, ακόμα κι αν εξαλείψουμε την ιδιωτική ιδιοκτησία των εργασιακών χώρων, της γης κλπ, κάθε παραγωγική μονάδα πρέπει να ανταγωνίζεται τις άλλες για μερίδιο στην αγορά, προκειμένου να επιβιώσει. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο γίνεται φανερό ότι ακόμα κι αν οι μονάδες άρχιζαν να αυτοδιαχειρίζονται, να αμείβουν την προσπάθεια και ούτω καθεξής, όλα αυτά τα δίκαια χαρακτηριστικά πολύ σύντομα θα εξαφανίζονταν. Η αγορά θα ανάγκαζε αυτές τις μονάδες, όπως έχει κάνει ιστορικά σε πραγματικές τέτοιες προσπάθειες, να εγκαθιδρύσουν μία τάξη συντονιστών – μάνατζερ, όπως τους αποκαλώ, προκειμένου να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα με περικοπή των δαπανών. Αυτοί οι μάνατζερ θα αμείβονταν πολύ καλύτερα λόγω θέσης, επειδή θα έσβηναν τα air-condition, θα επιτάχυναν τη γραμμή παραγωγής κλπ, και θα αποκτούσαν ιδιαίτερα σημαντικό δικαίωμα στη λήψη αποφάσεων.

Με άλλα λόγια, οι αγορές επιβάλλουν, ακόμα και ενάντια στη βούλησή μας, αντικοινωνικά κίνητρα, λανθασμένες εκτιμήσεις για τις εισροές-εκροές, την ταξική διαίρεση και την κυριαρχία της μίας τάξης, ακόμα και αν καταργήσουμε το διαχωρισμό κεφαλαίου-εργασίας. Γι’ αυτόν το λόγο θεωρώ ότι αυτό που αποκαλείται ιστορικά «σοσιαλισμός της αγοράς» (market socialism) είναι στην πραγματικότητα ένα οικονομικό σύστημα που παραβιάζει τις αξίες που υποστηρίζω και οδηγεί στην εγκαθίδρυση της εξουσίας της τάξης των μάνατζερ εις βάρος των εργαζομένων.

Ο Michael Albert είναι αμερικανός ακτιβιστής και συγγραφέας και μαζί με τη Lyndia Sargent έχουν ιδρύσει το πολιτικό ακτιβιστικό δίκτυο Znet και το περιοδικό Zmagazine. Έχει εισηγηθεί τη Συμμετοχική Οικονομία.

Ο Remi Gau είναι γάλλος ακτιβιστής.

Μετάφραση: Ελπίδα Σαμαράκη

Επιμέλεια: Δημήτρης Κωνσταντίνου


[1]Participatory economics (PARECON). Oικονομική θεωρία της Συμμετοχικής Οικονομίας που περιγράφεται στο βιβλίο του Michael Albert, Πάρεκον: Η ζωή μετά τον καπιταλισμό (Parecon: Life after capitalism), σε μετάφραση του Ν. Ράπτη (Παρατηρητής, 2004).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναγνώστες