11/11/10

Ζ_ΒΑΒΥΛΩΝΙΑ #69 ΣΕΠ.10


Μετά την απο-ανάπτυξη, τι;

Δημήτρης Κωνσταντίνου

Η υπερπαραγωγή και η υπερκατανάλωση ή θα δώσουν τη θέση τους στην αποκλιμάκωση, στην ολιγάρκεια και στην αυξημένη αυτάρκεια ή θα μας οδηγήσουν στην καταστροφή. Με την έννοια αυτή, η απο-ανάπτυξη είναι μονόδρομος. Στο συμπέρασμα αυτό μας οδηγεί η κοινή λογική, αρκεί να βρούμε το θράσος που απαιτείται για να αμφισβητήσουμε έστω και ακροθιγώς το σύγχρονο τρόπο ζωής. Ωστόσο, αυτό δεν είναι εύκολο, αφού κάθε οικονομικό σύστημα αναπαράγει έναν συγκεκριμένο ανθρωπολογικό τύπο (στον οποίο ανήκουμε κι εμείς). Γι' αυτό έχει αξία το πρόταγμα της απο-ανάπτυξης, όπως εκφράζεται από τον Σερζ Λατούς[1] και άλλους θεωρητικούς, το οποίο στοχεύει στην απο-αποικιοποίηση του φαντασιακού μας από τον οικονομισμό, τον παραγωγισμό και το μύθο της αέναης ανάπτυξης.

Εκτός από την εθελούσια ολιγάρκεια και την αυτάρκεια, οι θεωρητικοί της απο-ανάπτυξης μιλάνε για αυτοδιαχείριση, για τοπικά δίκτυα, για απόδραση από την κεντρικότητα της εργασίας και μείωση των ωρών, για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, καθώς και για μέγιστο όριο εισοδήματος. Είναι προφανές ότι η εφαρμογή αυτών των θεμιτών και τόσο ανατρεπτικών ιδεών θα είναι καταστροφική για τον καπιταλισμό, ένα οικονομικό σύστημα που βασίζεται θεμελιωδώς στους κανόνες της «ελεύθερης» αγοράς, στην ιδιοκτησία, την ψύχωση του χρήματος και της διαρκούς ανάπτυξης. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Σερζ Λατούς, που κατακρίνει εύλογα εκείνους που διαφωνούν με την απαισιοδοξία των οικολογικών κραυγών, εκείνους που πιστεύουν ότι η επιστήμη και το μέλλον θα λύσουν τα προβλήματα του παρόντος, είμαστε υποχρεωμένοι να οδηγήσουμε το συλλογισμό στις λογικές του συνέπειες:[2] Και μετά την απο-ανάπτυξη, τι; Μετά την κατάρρευση του καπιταλισμού, τι;

Ο Τζον Μέιναρντ Κέινς είχε γράψει το 1933: «Ο καπιταλισμός δεν είναι πετυχημένος. Δεν είναι ευφυής, δεν είναι όμορφος, δεν είναι δίκαιος, δεν είναι ηθικός. Και δεν μας προσφέρει αυτά που υπόσχεται. Με λίγα λόγια, τον αντιπαθούμε και αρχίζουμε να τον απεχθανόμαστε. Αλλά όταν αναρωτιόμαστε τι να βάλουμε στη θέση του, σαστίζουμε και χάνουμε τα λόγια μας.» Εννοούσε στη θέση της «ελεύθερης» αγοράς, γιατί η αντικατάσταση των υπόλοιπων καπιταλιστικών θεσμών είναι ευκολότερη. Ο καπιταλισμός επιβιώνει γιατί δεν ξέρουμε πώς να αποδράσουμε από το θεσμό των αγορών.

Στο βιβλίο του ο Σερζ Λατούς αναφέρεται στις αγορές άλλων κοινωνιών, όπου η ανάπτυξη δεν έχει ακόμη θεοποιηθεί και οι οικονομικές σχέσεις δεν κυριαρχούν. Θεωρεί ότι ο κοινωνικός θεσμός της αγοράς μπορεί να επανατοποθετηθεί μέσα σε μια άλλη λογική. Επικαλείται, μάλιστα, τον Κ. Καστοριάδη, σύμφωνα με τον οποίο «η αγορά μπορεί να γίνει ένα είδος μόνιμου δημοψηφίσματος, το οποίο θα επικυρώνει ή θα ακυρώνει τις αποφάσεις σχετικά με την παραγωγή». Ναι, αλλά αυτό δεν θα είναι «ελεύθερη» αγορά, όπως την ξέραμε μέχρι τώρα, θα είναι κάτι διαφορετικό, θα είναι αυτό που ακόμη ψάχνουμε.

Στο συμπέρασμα του Τ. Φωτόπουλου ότι «μπορούμε να έχουμε μια οικονομία μεγέθυνσης που να μην είναι οικονομία της αγοράς, όπως η περίπτωση του "υπαρκτού σοσιαλισμού"», θα προσέθετα ότι δεν μπορούμε να έχουμε μια οικονομία της αγοράς χωρίς να είναι ή να μην οδηγεί σε μια οικονομία μεγέθυνσης. Αυτό που μας λείπει είναι μια άλλη διαδικασία οικονομικού σχεδιασμού, σαν αυτή που πολύ χονδρικά περιέγραψε ο Καστοριάδης, με την οποία να αποφασίζουμε ποιες και πόσες πρώτες ύλες θα χρησιμοποιούμε, ποια και πόσα αγαθά και υπηρεσίες θα παράγουμε, ποια και πόσα απ' αυτά αναλογούν στον καθένα. Με λίγα λόγια, όλα εκείνα που σήμερα επιτελεί ο ανεξέλεγκτος μηχανισμός της αγοράς τόσο σπάταλα και αναποτελεσματικά, αμείβοντας άδικα και παράλογα τους ανθρώπους, γεννώντας ταξικές διαιρέσεις και καταστρέφοντας τους κοινωνικούς και ανθρώπινους δεσμούς.

Το γνωστικό αυτό έλλειμμα προσπάθησαν να καλύψουν με πιο αναλυτικό τρόπο ο οικονομολόγος Robin Hahnel με το συμμετοχικό σχεδιασμό, πιο χονδρικά ο Τάκης Φωτόπουλος στην Περιεκτική Δημοκρατία εμπνευσμένος από τον Murray Bookchin, ο Pat Devine κ.ά. Απομένει σε μας να μελετήσουμε, να αμφισβητήσουμε, να τροποποιήσουμε και να εμπλουτίσουμε την ποσοτικά φτωχή γνώση που μας έχει παραδοθεί στον τομέα αυτό, για να βρούμε το αντίδοτο της δήθεν ελεύθερης αγοράς και να αποκαθηλώσουμε την οικονομία από το θρόνο της κυριαρχίας της, με νέους θεσμούς που να θεμελιώνονται πάνω στη δυνατότητα της αυτοαναίρεσης. Μόνο τότε θα μπορέσουμε να κερδίσουμε το κρίσιμο «στοίχημα της απο-ανάπτυξης». Όλα αυτά στην περίπτωση που δεν θα επικρατήσουν παγκοσμίως οι ακροδεξιοί της Σάρα Πέιλιν και του Γκλεν Μπεκ.



[1] «Το στοίχημα της απο-ανάπτυξης», εκδόσεις Βάνιας, μτφ. Χριστίνα Σαρίκα, 2008. Όλα τα παραθέματα προέρχονται  από το βιβλίο αυτό.

[2] Κάτι που δεν κάνει ο ίδιος ο Λατούς, αφού μερικές σελίδες παρακάτω αναφέρει ότι «η απο-ανάπτυξη είναι και ένα στοίχημα πάνω στην ανθρώπινη επινοητικότητα, η οποία, όταν έρθει η ώρα, πρέπει να βρει λύσεις.»



Η Παγκοσμιοποίηση Προχωράει

NOAM CHOMSKY

Οι μεταβολές στην παγκόσμια ισχύ, τρέχουσες ή δυνητικές, αποτελούν ένα προσφιλές  θέμα στις τάξεις των αρχιτεκτόνων της πολιτικής και των παρατηρητών. Μια ερώτηση είναι κατά πόσο (ή πότε) η Κίνα θα αντικαταστήσει τις ΗΠΑ στην παγκόσμια κυριαρχία, πιθανώς μαζί με την Ινδία.

Μια τέτοια αλλαγή θα μπορούσε να επαναφέρει το παγκόσμιο σύστημα στην κατάσταση που ήταν πριν από τις Ευρωπαϊκές κατακτήσεις. Η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας και της Ινδίας εξελίσσεται γρήγορα και λόγω του ότι έχοντας απορρίψει τις Δυτικές οικονομικές πολιτικές απελευθέρωσης των αγορών, επιβίωσαν στην ύφεση καλύτερα από πολλούς.

Παρόλα αυτά, εγείρονται ερωτηματικά. 

Κλασικό κριτήριο κοινωνικής ευρωστίας αποτελεί το Human Development Index του ΟΗΕ. Για το 2008, η Ινδία κατατάχθηκε 134η, λίγο πάνω από την Καμπότζη και κάτω από το Λάος και το Τιτζικιστάν, εκεί όπου περίπου βρίσκεται εδώ και πολλά χρόνια, ενώ η Κίνα τοποθετήθηκε 92η, λίγο πάνω από την Ιορδανία και κάτω από τη Δομινικανική Δημοκρατία και το Ιράν.

Η Ινδία και η Κίνα, όμως, έχουν τόσο μεγάλη ανισότητα που πάνω από ένα δισεκατομμύριο των κατοίκων τους βρίσκονται πολύ χαμηλότερα στην κλίμακα.

Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι το χρέος των ΗΠΑ. Κάποιοι φοβούνται πως αυτό καθιστά τις ΗΠΑ υπόδουλες στην Κίνα. Ωστόσο, με εξαίρεση ένα σύντομο εμβόλιμο κλείσιμο το Δεκέμβριο, η Ιαπωνία είναι μακράν ο μεγαλύτερος κάτοχος χρεωστικών ομολόγων των ΗΠΑ παγκοσμίως.

Στη στρατιωτική ισχύ, όμως, οι ΗΠΑ είναι ασυναγώνιστες. Και ο Ομπάμα θέτει νέα ρεκόρ με το στρατιωτικό προϋπολογισμό του 2011. Περίπου το μισό από το έλλειμμα των ΗΠΑ οφείλεται στις στρατιωτικές δαπάνες, οι οποίες είναι υπεράνω κριτικής στο πολιτικό σύστημα.

Όσον αφορά τους άλλους τομείς της οικονομίας των ΗΠΑ, ο νομπελίστας Τζόζεφ Στίγκλιτζ και άλλοι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι πρέπει να προσέξουμε το «φετιχισμό του ελλείμματος». Το έλλειμμα δίνει ώθηση για επανάκαμψη της οικονομίας και μπορεί να μειωθεί όταν αναπτύσσεται η οικονομία, όπως στον Β΄ Π.Π., όταν το έλλειμμα ήταν πολύ χειρότερο.

Και το έλλειμμα αναμένεται να αυξηθεί, κυρίως λόγω του απογοητευτικού και αναποτελεσματικού, ιδιωτικοποιημένου συστήματος υγείας που επίσης μένει στο απυρόβλητο.

Ωστόσο, οι συζητήσεις αυτές είναι στη βάση τους παραπλανητικές. Στο παγκόσμιο σύστημα δεν υφίσταται απλώς μια αλληλεπίδραση μεταξύ των κρατών τα οποία κυνηγούν κάποιους «εθνικούς στόχους», απομονωμένους από την εσωτερική κατανομή ισχύος.

Ο Adam Smith συμπέρανε πως οι «κύριοι αρχιτέκτονες» της πολιτικής στην Αγγλία ήταν οι «μεγαλέμποροι και οι βιομήχανοι», οι οποίοι εξασφάλιζαν για τα δικά τους συμφέροντα να αποσπούν «όλως περιέργως μεγαλύτερη προσοχή», όσο κι αν τα αποτελέσματα είναι «οδυνηρά» για τους άλλους, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτών της Αγγλίας.

Το απόφθεγμα του Smith ισχύει ακόμη, παρόλο που οι «κύριοι αρχιτέκτονες» είναι πλέον οι πολυεθνικές εταιρίες και συγκεκριμένα οι οικονομικοί οίκοι των οποίων το μερίδιο στην οικονομία εκτινάχθηκε μετά το 1970.

Στις ΗΠΑ είδαμε πρόσφατα μια δραματική απεικόνιση της ισχύος των οικονομικών οίκων. Στις τελευταίες προεδρικές εκλογές παρείχαν το κύριο μέρος της χρηματοδότησης του προέδρου Ομπάμα.

Φυσικά περίμεναν να ανταμειφθούν. Και ανταμείφθηκαν με τα προγράμματα διάσωσης TARP (πρόγραμμα ενίσχυσης προβληματικών κεφαλαίων). Ας δούμε την Goldman Sachs, το αφεντικό τόσο του οικονομικού όσο και του πολιτικού συστήματος. Ο οίκος έφτιαξε μια περιουσία πουλώντας υποθηκευμένους τίτλους και άλλα πιο περίπλοκα οικονομικά προϊόντα.

Ενήμερη για την ευθραυστότητα των πακέτων που διένειμε, στοιχημάτισε με τον ασφαλιστικό γίγαντα AIG πως τα προϊόντα αυτά θα αποτύχουν.  Όταν κατέρρευσε το οικονομικό σύστημα πήρε μαζί του και την AIG. […]

Σήμερα η Goldman καταγράφει κέρδη και πληρώνει παχυλά μπόνους. Αυτή, και μια χούφτα άλλες τράπεζες, είναι μεγαλύτερες και πιο ισχυρές από ποτέ. Ο κόσμος είναι εξοργισμένος. Οι άνθρωποι βλέπουν πως οι τράπεζες, οι πρωταρχικοί συντελεστές της κρίσης, φέρονται σαν ληστές, ενώ ο κόσμος που τις έσωσε αντιμετωπίζει την ανεργία, που τον Φεβρουάριο ήταν περίπου 10%. Το ποσοστό αγγίζει το 17%, εάν υπολογιστούν όλοι οι Αμερικανοί που επιθυμούν να είναι πλήρως απασχολούμενοι.

Υποτάσσοντας τον Ομπάμα

Η λαϊκή οργή προκάλεσε τελικά μια μεταβολή, ρητορικού περιεχομένου, από την κυβέρνηση, που απεύθυνε κατηγορίες στους άπληστους τραπεζίτες. «Δεν έθεσα υποψηφιότητα για να βοηθήσω μια χούφτα ματσωμένους τραπεζίτες της Wall Street» είπε ο Ομπάμα τον Δεκέμβριο στην ωριαία ομιλία του.  Η ρητορική αυτή συνοδεύτηκε από μερικές πολιτικές υποδείξεις και κάποιες προτάσεις για δημιουργία ανεξάρτητης ρυθμιστικής υπηρεσίας προστασίας των καταναλωτών, που δεν άρεσαν όμως στην οικονομική βιομηχανία.

Οι βασικοί αρχιτέκτονες της κυβερνητικής πολιτικής, θεωρώντας τον Ομπάμα ως τον άνθρωπό τους στην Ουάσιγκτον, δεν άργησαν να δώσουν τις εντολές τους. «Εάν ο πρόεδρος δεν γίνει λίγο πιο ισορροπημένος και κεντρώος στην προσέγγισή του, τότε είναι πιθανόν να χάσει την υποστήριξη της Wall Street», είπε στις αρχές Φεβρουαρίου στους New York Times ο Kelly S. King, μέλος του λόμπι των Financial Services Roundtable. Οι ασφαλιστικές και επενδυτικές εταιρίες έδωσαν στο Δημοκρατικό κόμμα το ιστορικό ποσό των 89 εκατομμυρίων δολαρίων, κατά την προεκλογική εκστρατεία του 2008.

Τρεις μέρες αργότερα, ο Ομπάμα πληροφόρησε τον τύπο πως οι τραπεζίτες είναι ωραίοι «τύποι»: «Εγώ, όπως και οι περισσότεροι Αμερικανοί, δεν ζηλεύω την επιτυχία ή τα πλούτη των ανθρώπων. Αυτό είναι κομμάτι του συστήματος της ελεύθερης αγοράς» είπε ο πρόεδρος. Αυτή η μεταστροφή είναι αποκαλυπτική όσον αφορά την εφαρμογή της ρήσης του Smith.

Οι αρχιτέκτονες της πολιτικής, όμως, δουλεύουν και προς μια πραγματική αλλαγή της ισχύος παγκοσμίως: από την εργατική δύναμη προς το κεφάλαιο.

Ο οικονομολόγος και ειδικός επί θεμάτων της Κίνας Martin Hart-Landsberg ερεύνησε τη δυναμική αυτή σε ένα πρόσφατο άρθρο του στο Monthly Review. Η Κίνα έχει γίνει το κέντρο συναρμολόγησης ενός περιφερειακού παραγωγικού συστήματος. Η Ιαπωνία, η Ταϊβάν και άλλες προηγμένες ασιατικές οικονομίες εξάγουν τμήματα και εξαρτήματα υψηλής τεχνολογίας στην Κίνα, η οποία τα συναρμολογεί και εξάγει τα τελικά προϊόντα.

 […] Οι Αμερικανοί βιομήχανοι ακολουθούν την ίδια οδό, παρέχοντας στην Κίνα εξαρτήματα για συναρμολόγηση, ενώ τα τελικά προϊόντα επανέρχονται κυρίως πίσω πάλι στις ΗΠΑ. Για τους οικονομικούς οργανισμούς, τους γίγαντες της λιανικής και τους ιδιοκτήτες και διευθυντές των βιομηχανιών, που διαπλέκονται με την εξουσία, αυτές οι εξελίξεις είναι θείο δώρο.

Και είναι λογικό. Το 2007, ο Ralph Gomory, διευθυντής της Alfred P. Sloan Foundation, κατέθεσε ενώπιον του Κογκρέσου: «Στη νέα αυτή εποχή της παγκοσμιοποίησης, τα συμφέροντα των εταιρειών και των ανθρώπων έχουν διχαστεί. Σε αντίθεση με το παρελθόν, αυτό που είναι καλό για τους αμερικανικούς διεθνείς ομίλους δεν είναι πλέον απαραίτητα καλό και για τους αμερικανούς πολίτες».  

Ενώ η Κίνα εξελίσσεται σε παγκόσμια δύναμη, οι Κινέζοι εργαζόμενοι υποφέρουν, όπως όλη η εργατική δύναμη στον κόσμο. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη για ένα σύστημα σχεδιασμένο να συγκεντρώνει τον πλούτο και τη δύναμη στους λίγους, βάζοντας τους εργαζόμενους παγκοσμίως να ανταγωνίζονται μεταξύ τους.

Έχουμε έτσι άλλη μια σημαντική μεταβολή στην παγκόσμια ισχύ: από τον γενικό πληθυσμό προς τους βασικούς αρχιτέκτονες του παγκόσμιου συστήματος, μια διαδικασία που υποκινείται από την υπονόμευση της λειτουργικής δημοκρατίας στις ΗΠΑ και στα άλλα πιο πλούσια κράτη της γης.

Το μέλλον εξαρτάται από το πόσα ακόμη είναι πρόθυμη να υπομείνει η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου και από το εάν αυτή η πλειονότητα θα προσφέρει συλλογικά μια δημιουργική απάντηση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της κυριαρχίας και του ελέγχου, του πυρήνα δηλαδή του καπιταλιστικού κράτους.

Αλλιώς, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι φριχτά, όπως περισσότερο από ξεκάθαρα δείχνει η ιστορία.

 



Οικονομικός μετασχηματισμός στη Βενεζουέλα

 

PETER BOHMER

 

Σήμερα, η οικονομία της Βενεζουέλας παραμένει μια καπιταλιστικά κυριαρχούμενη οικονομία αν και δεν είναι, οριστικά πλέον, νεοφιλελεύθερη. Η οικονομία της χωρίζεται σε τρεις διαφορετικούς τύπους παραγωγής και κοινωνικών σχέσεων, τον ιδιωτικό, τον κρατικό και τον κοινωνικό οικονομικό τομέα. Ο μεγαλύτερος τομέας είναι ο ιδιωτικός, και ιδιωτικός σημαίνει ότι οργανώνεται με κύριο στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους και ότι το κεφάλαιο – χρήμα, δομές, εξοπλισμός και περιουσιακά στοιχεία – είναι ιδιωτικά. Αυτός ο καπιταλιστικός τομέας αποτελεί περίπου τα 2/3 της οικονομίας.[1] Συνδέεται πλήρως με το διεθνές κεφάλαιο, είτε μέσω της εισαγωγής καταναλωτικών και βασικών αγαθών είτε/και με τις πολυεθνικές εταιρίες που έχουν υποκαταστήματα στη Βενεζουέλα. Ο ρυθμός ανάπτυξης της απασχόλησης και της παραγωγής ήταν πιο γρήγορος στους τομείς των κατασκευών, μεταφορών, επικοινωνιών, χρηματοοικονομικών, λιανικού και χονδρικού εμπορίου και υπηρεσιών, ενώ είναι χαμηλότερος στη βιομηχανία και στη γεωργία.[2]

 

Ο δεύτερος κύριος τομέας είναι ο κρατικός – επιχειρήσεις που ανήκουν στο κράτος και των οποίων οι εργαζόμενοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Ο δημόσιος αυτός τομέας περιλαμβάνει την PDVSA, την τεράστια κρατική εταιρεία πετρελαίου. Αν και το μεγαλύτερο μέρος από τα έσοδα της PDVSA πηγαίνουν πλέον, άμεσα ή έμμεσα, στη χρηματοδότηση προγραμμάτων υγείας και εκπαίδευσης, στην κατασκευή οικισμών και σε υποδομές, η εταιρία διοικείται με ιεραρχική δομή από τα πάνω, με μεγάλες διαφορές στα μεροκάματα και στους μισθούς μεταξύ των εργαζομένων της. Οι μισθοί είναι επίσης αρκετά πιο υψηλοί από τον εθνικό μέσο όρο.

 

Στο μεγαλύτερο μέρος του κρατικού τομέα υπάρχει ελάχιστη αυτοδιαχείριση από τους εργαζομένους. Ο τομέας αυτός παράγει περίπου το 30% της συνολικής παραγωγής της Βενεζουέλας, μια αναλογία παρόμοια με αυτή του 1998. Η απειλή της εθνικοποίησης αλλά και ο ρυθμός αυτής αυξήθηκαν το 2008 και στις αρχές του 2009. Η μεγαλύτερη τράπεζα, διάφορες εταιρίες επεξεργασίας τροφίμων όπως η Cargill, η γη πλούσιων ιδιοκτητών που δεν χρησιμοποιούνταν πλέον, εταιρίες τσιμέντου, χάλυβα και σίδερου, ορυχεία, βιομηχανίες που σχετίζονται με το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο, έχουν ήδη εθνικοποιηθεί. Ο πρόεδρος Τσάβεζ σε μα ομιλία του το Μάιο του 2009 στην Guyana, στο ανατολικό τμήμα της Βενεζουέλας, μίλησε για τα σχέδια της κυβέρνησης για περαιτέρω εθνικοποιήσεις και ανέφερε ότι θα προωθήσει την εργατική αυτοδιαχείριση στον κρατικό τομέα, κυρίως στη βαριά βιομηχανία.[3]

 

Μια καινούργια και συναρπαστική κρατική επιχείρηση είναι η CVA, Corporación Venezolano Agraria. Μια εργατικά αυτοδιαχειριζόμενη εταιρία που στόχος της είναι η επεξεργασία των προϊόντων των αγροκτημάτων και η πώλησή τους σε χαμηλές τιμές στους καταναλωτές (π.χ. κονσέρβες τομάτας, σάλτσα τομάτας). Σχεδιάζουν επίσης να κόψουν το κέρδος από τους μεσάζοντες, μεταφέροντας τα τρόφιμα με πολύ μικρό κόστος από τις φάρμες σε κοινότητες χαμηλού εισοδήματος και σε μη κερδοσκοπικά ιδρύματα, όπως το Mercal, τα οποία θα τα πωλούν σε τιμή προσιτή στους καταναλωτές. Η CVA έχει τη δυναμική, ώστε να επιφέρει σημαντικά οφέλη τόσο στους καλλιεργητές όσο και στους καταναλωτές.

 

Ο τρίτος τομέας είναι η κοινωνική οικονομία. Εδώ περιλαμβάνονται οι συχνά αποκαλούμενες σοσιαλιστικές επιχειρήσεις, όπως οι αυτοδιαχειριζόμενες φάρμες που ανήκουν στο δημόσιο. Ο τομέας αυτός περιλαμβάνει συνεταιρισμούς και εταιρίες που διοικούνται και ανήκουν από κοινού στους εργαζόμενους και το κράτος, όπως το εργοστάσιο κακάο που είδαμε από κοντά στο Barlovento. Η παραγωγή οργανώνεται από τα δημοτικά συμβούλια. Στις επιχειρήσεις αυτές, οι αμοιβές είναι συχνά ίσες για όλους τους απασχολούμενους. Οι εργαζόμενοι έχουν κύριο λόγο στην πορεία της σοσιαλιστικής επιχείρησης και το πλεόνασμα κέρδους μοιράζεται με την ευρύτερη κοινότητα, αντί να μένει μόνο σε αυτούς που εργάζονται εκεί. Για παράδειγμα, μέρος του πλεονάσματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το χτίσιμο ενός πολιτιστικού κέντρου ή για την παροχή ιατρικών υπηρεσιών σε όλη την κοινότητα, πέρα από τους εργαζόμενους στη σοσιαλιστική επιχείρηση και τις οικογένειές τους. Λόγω του ότι οι επιχειρήσεις αυτές είναι πολύ μικρές, ο Victor Alvarez, εξέχων οικονομολόγος της Βενεζουέλας, εκτιμά πως η κοινωνική οικονομία αποτελεί μόλις το 2% περίπου της συνολικής οικονομίας.[4]

 

Για μένα, η σοσιαλιστική οικονομία στη Βενεζουέλα απαιτεί τη συνεχόμενη ανάπτυξη της κρατικής και κοινωνικής οικονομίας εις βάρος του ιδιωτικού τομέα. Εξίσου σημαντική είναι η συνένωση του κρατικού τομέα και της κοινωνικής οικονομίας, ώστε να γίνουν ένας τομέας που θα αυτοδιαχειρίζονται οι εργαζόμενοι, θα προσφέρει όλο και περισσότερο αυξανόμενες αλλά ίσες αμοιβές και θα προσανατολίζεται προς την αρμονική διαβίωση με το περιβάλλον και προς την παραγωγή με στόχο την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών και όχι τη μεγιστοποίηση του εισοδήματος και του κέρδους. Αυτό θα απαιτήσει εναλλακτικούς τρόπους καθορισμού των τιμών και των αμοιβών σε σχέση με το μηχανισμό της αγοράς. Μια σοσιαλιστική οικονομία σημαίνει επίσης και οικονομική δικαιοσύνη, τη σχεδόν ίση ή με περιορισμένες διαφοροποιήσεις κατανομή των αμοιβών.[5] Όπως προκύπτει από τον Πίνακα, στην καταχώρηση που δείχνει το συντελεστή Gini (μέτρηση της ανισότητας σε μια κοινωνία), τα εισοδήματα στη Βενεζουέλα είναι περισσότερο ίσα το 2008 από ό,τι ήταν το 1998. Ωστόσο, σοσιαλισμός σημαίνει μακράν περισσότερη ισότητα από αυτή που υφίσταται σήμερα εκεί. Ένας προοδευτικός φόρος εισοδήματος και η φορολόγηση, πάνω από ένα συγκεκριμένο ποσό, του πλούτου είναι απαραίτητα βήματα που χρειάζεται να σχεδιαστούν και να νομοθετηθούν.

 

Μέχρι στιγμής, η Βενεζουέλα έχει περιορισμένη επιτυχία στην ανάπτυξη ενός οικονομικού συστήματος στο οποίο η εγχώρια παραγωγή να καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών της. Τα τελευταία 90 χρόνια, η οικονομία της βασιζόταν στην παραγωγή και εξαγωγή του πετρελαίου. Πάνω από το 90% των εξαγωγών τους είναι πετρέλαιο.[6] Για να γίνει η Βενεζουέλα ένα αυτάρκες έθνος, θα πρέπει να παράγει και να ελέγχει, περισσότερα από αυτά που καταναλώνει. Για να το εκφράσω αυτό χρησιμοποιώ τον όρο της παραγωγικής κυριαρχίας (production sovereignty), που βασίζεται και αποτελεί επέκταση της έννοιας της διατροφικής κυριαρχίας(food sovereignty). Η διατροφική κυριαρχία σημαίνει πως οι τοπικές κοινωνίες και ο λαός της Βενεζουέλας ορίζουν και ελέγχουν τα τρόφιμα και τα συστήματα παραγωγής τους. Αυτό αποτελεί μια αρχή που συμπεριλαμβάνεται στο Σύνταγμα της Βενεζουέλας και προωθείται δραστικά από το κράτος. Για να γίνει η Βενεζουέλα μια αυτόνομη και σοσιαλιστική κοινωνία, πρέπει να παράγει περισσότερα από αυτά που καταναλώνει χρησιμοποιώντας τους τοπικούς πόρους και την κατάλληλη τεχνολογία. Αν και η ενδογενής ανάπτυξη είναι μια βασική αρχή για το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα στη Βενεζουέλα, υπάρχει ακόμη μεγάλη εξάρτηση από την εισαγωγή αγαθών και τεχνολογίας.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑΣ

 

 

Κατηγορία;

Έτος

% ή άλλη μέτρηση

Έτος

% ή άλλη μέτρηση

Φτώχεια (ατομική)

1998

52%

2008

31.5%

Υπερβολική φτώχεια

1998

20.1%

2008

  9.5%

Συντελεστής Gini(μέτρηση της ανισότητας,

 0=απόλυτη ισότητα 1=απόλυτη ανισότητα

1998

  .48

2008

.41

Παιδική θνησιμότητα/100,000

1998

21.4

2006

14

Θάνατοι σχετιζόμενοι με τη διατροφή/100,000

1998

4.9

2007

  2.3

Πρόσβαση σε καθαρό νερό

1998

80%

2007

 92%

Πρόσβαση σε συνθήκες υγιεινής

1998

62%

2007

 82%

Κοινωνική ασφάλιση σε % του πληθυσμού

1998

1.7%

2008

   4. 4%

Ποσοστό ανεργίας

1998

11.3%

2008

  7.8%

 

Σημείωση: Το τελευταίο έτος είναι εκείνο για το οποίο υπήρχαν τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, στις περισσότερες περιπτώσεις 2007 ή 2008. Ο πίνακας προέρχεται από το: Mark Weisbrot, Rebecca Ray και Luis Sandoval, "The Chávez Administration at 10 Years: The Economy and Social Indicators." Center for Economics and Policy Research, Φεβ. 2009. Οι συγγραφείς χρησιμοποίησαν κυρίως τα στοιχεία από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Βενεζουέλας (INE) και την Κεντρική Τράπεζα της Βενεζουέλας (BCV).

 

 

 



[1] Ο Víctor Alvarez, οικονομολόγος και πρώην υπουργός, απόφοιτος καθηγητής του Central University της Βενεζουέλας, χρησιμοποίησε το μοντέλο απεικόνισης της οικονομίας με τους τρεις τομείς. Αυτές είναι οι εκτιμήσεις των σχετικών αναλογιών που μας έδωσε σε μια ομιλία στο Centro Instituto Miranda τον Ιανουάριο του 2009 και σε μια ιδιωτική συζήτηση στις 25 Μαρτίου του 2009. Βλέπε επίσης Víctor Alvarez, "Responsible del Programa de Investigación Sobre un Nuevo Modelo Productivo", in El Viejo Topo, Οκτώβριος, 2008, σσ. 24-31. Ανέφερε πως τα νούμερα αυτά αποτελούν μια κατά προσέγγιση αναλογία της συμβολής τους είτε στο ΑΕΠ είτε στην απασχόληση.

 

[2] Mark Weisbrot, Rebecca Ray και Luis Sandoval, "The Chávez Administration at 10 Years: The Economy and Social Indicators." Center for Economics and Policy Research, Φεβρουάριος 2009, σ. 8. Δεν παρέχουν στοιχεία για τον αγροτικό τομέα, αλλά με βάση την έρευνά μου στα στοιχεία της κυβέρνησης και τις προσωπικές συζητήσεις στη Βενεζουέλα, είμαι σχεδόν σίγουρος ότι η αγροτική παραγωγή αναπτύσσεται, αλλά με μικρότερο ρυθμό από τη συνολική παραγωγή.  

 

[3] James Suggett, "Venezuela Nationalizes Gas Plant and Steel Companies, Pledges Worker Control", 22 Μαΐου 2009, www.Venezuelanalysis.com.

[4] Βλ. υποσημείωση 1.

[5] Βλ. Robin Hahnel, "Economic Justice and Democracy", (Routledge, 2005), Κεφάλαιο 1, για μια ενδελεχή εξέταση της οικονομικής δικαιοσύνης.

[6]  Ό.π. Weisbrot, σσ. 18

 

 




ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ TEA PARTΥ[1] KAI O ΦΟΒΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

MUMIA ABU JAMAL

Για κάθε γεγονός στην κοινωνία, υπάρχουν τουλάχιστον δύο πλευρές. Αυτή που φαίνεται και αυτή που δεν φαίνεται.

Συχνά η ορατή πλευρά είναι αυτή που σχετίζεται με τις περιγραφές των ΜΜΕ, ένα διεστραμμένο είδος θεάτρου σκιών, όπου τα ΜΜΕ επιλέγοντας ποιο θέμα να καλύψουν και ποιο να παραλείψουν, γράφουν το σενάριο της κοινωνικής πραγματικότητας.

Όλοι μας το είδαμε αυτό πολλά χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ, όπου η κυβέρνηση έχοντας όλα τα μέσα στη διάθεσή της,  επιστράτευσε τα ΜΜΕ με σκοπό να παρουσιάσει τον πόλεμο στο Ιράκ να μοιάζει αναπόφευκτος και πράγματι έκανε το παράλογο να μοιάζει με λογικό.

Σύμφωνα με κάποιες δημοσιευμένες εκτιμήσεις ο ιρακινός αρχηγός Σαντάμ Χουσεΐν δεν πίστευε ότι η Αμερική θα εισβάλλει πραγματικά, μέχρι που οι βόμβες άρχισαν να πέφτουν, γιατί εκείνος –ένας λογικός άντρας– δεν μπορούσε να δεχτεί ότι οι Αμερικάνοι θα μπορούσαν να είναι τόσο ανόητοι.

Η Αμερική, όπως θα θυμάστε, πουλούσε όπλα στον Σαντάμ κατά τη διάρκεια ενός ολέθριου πολέμου μεταξύ του Ιράκ και του Ιράν, όπου πέθαναν κοντά στο ένα εκατομμύριο άτομα. Ως εκ τούτου, εκείνος γνώριζε καλά ότι η αμερικανική εισβολή θα μπορούσε να αποδυναμώσει άσχημα το Ιράκ και να ενισχύσει κατά πολύ το Ιράν. Θεώρησε, όμως, ότι αυτό δεν θα είχε κανένα νόημα από την άποψη των συμφερόντων της Αμερικής. Όπως μας έχει δείξει ο χρόνος, οι κυβερνήσεις φέρονται ανόητα, οδηγούμενες από ομάδες ψηφοφόρων και από τις ταξικές δυνάμεις σε παράλογους πολέμους.

Οι ομάδες  Tea Party είναι τέτοιες κλίκες ψηφοφόρων. Είναι μια οργάνωση που προσπαθεί να ανατρέξει πίσω σε ένα παρελθόν που μοιάζει φωτεινότερο στο παρόν απ' ό,τι έμοιαζε στη δική του εποχή.

Θέλουν πίσω τα εισοδήματα που έκαναν εφικτό το σύγχρονο τρόπο ζωής για εκατομμύρια ανθρώπους, μέχρι που οι ρυθμιστές της πολιτικής τα ξεπούλησαν με το Βορειοαμερικανικό Σύμφωνο Ελεύθερου Εμπορίου (NAFTA) και άλλα παρόμοια σύμφωνα, τα οποία έδιωξαν πάμπολλες θέσεις εργασίας εκτός Αμερικής για πάντα.

Ζητούν την οικονομική ασφάλεια για την οποία πολέμησαν οι πρόγονοί τους, χωρίς τα συνδικάτα που έκαναν εφικτή αυτή την ασφάλεια. Στην ουσία αποζητούν το χθες, χωρίς τους αγώνες που διαμόρφωσαν εκείνες τις μέρες.

Ζητούν τη λευκή υπεροχή (με ελάχιστα έγχρωμα ανταλλάγματα), την αποκλειστική χρήση της αγγλικής γλώσσας (ξανά, αγνοώντας τις διάφορες γλώσσες των προγόνων τους) και αιώνιο πόλεμο ενάντια στους απειλητικούς σκουρόχρωμους (Μουσουλμάνους, Κινέζους, Μαύρους, Μεξικάνους, κατοίκους Βενεζουέλας).

Δεν είναι ειρωνικό που επέλεξαν έναν ιστορικό συμβολισμό, την οργάνωση Tea Party της Βοστώνης, στην οποία οι κάτοικοι ντύθηκαν σαν Ινδιάνοι με σκοπό να σαμποτάρουν, να καταστρέψουν και να πετάξουν στη θάλασσα αποστολές με αγγλικό τσάι, για να διαμαρτυρηθούν για τους φόρους; Συχνά αναρωτιέμαι γιατί μεταμφιέστηκαν σε Ινδιάνους; Γιατί δεν φόρεσαν απλά μάσκες; Γιατί δεν φόρεσαν τα δικά τους ρούχα –ή τα δικά τους πρόσωπα– αν όχι επειδή δεν φοβούνταν τη βίαιη αντίδραση του βρετανικού στρατού; Δεν αποσκοπούσαν στο να προκαλέσουν μια αγγλοαμερικανική επίθεση εναντίον των γειτονικών φυλών;

Η οργάνωση Tea Party της Βοστώνης πάντα μου φαινόταν μια δράση που σχετιζόταν με το φόβο. Ίσως έτσι εξηγείται που αναβίωσε σήμερα ένας τέτοιος ιστορικός συμβολισμός.

Γιατί, πάνω απ' όλα, φοβούνται αυτό που είναι το μόνο σίγουρο στο σύμπαν: την αλλαγή.



[1] Το ακροδεξιό κίνημα του Tea Party πήρε το όνομά του από μια ιστορική πράξη πολιτικής αντίστασης και ανυπακοής των αποίκων της Βοστόνης ενάντια στη βαριά φορολογία, πράξη που αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για την Αμερικανική Επανάσταση ενάντια στους Βρετανούς. ΣτΕ


Αναγνώστες